Κυριακή 5 Μαρτίου 2017



ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
1.
        Ο εσθίων και πίνων κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου» (Α΄ Κορ. 11,29).  Διαβάζοντας αυτά τα λόγια του Αποστόλου Παύλου ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας ποιο είναι το πραγματικό νόημά τους.  Γιατί, καθώς είδαμε, ούτε η πρώτη Εκκλησία ούτε οι Πατέρες ερμηνεύοντας τα λόγια αυτά εννοούσαν ότι η εξήγηση του «ο τρώγων και πίνων αναξίως» είναι η αποχή από τη Θεία Κοινωνία, και ότι ο σεβασμός για το μυστήριο και ο φόβος για τη βεβήλωσή του έπρεπε να οδηγεί στην άρνηση των Θείων Δώρων.  Προφανώς δεν ήταν ούτε του Απ. Παύλου αυτή η σκέψη, γιατί στις Επιστολές του και στις  προτροπές του βρίσκουμε την πρώτη διατύπωση αυτού που φαινομενικά είναι παράδοξο, αλλά που στην πραγματικότητα αποτελεί τη βάση της χριστιανικής πνευματικότητας. «Ουκ οίδατε», γράφει ο Απ. Παύλος στους Κορινθίους, «ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστίν, ου έχετε από Θεού, και ουκ εστέ εαυτών; ηγοράσθητε γαρ τιμής’ δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινα εστί του Θεού» (Α Κορ.6, 19-20). Τα λόγια αυτά είναι μια πραγματική περίληψη της έκκλησης που συνέχεια έκανε ο Παύλος στους χριστιανούς : πρέπει να ζούμε σύμφωνα με ό,τι έκανε ο Χριστός για μας’ και μπορούμε να ζούμε έτσι μόνο χάρη σ’ αυτά που μας έχει κάνει, γιατί η σωτηρία, η επιστροφή, η συμφιλίωση και η «εξαγορά» μας μάς έχει δοθεί και μείς «ουκ εσμέν εαυτών».  Μπορούμε και πρέπει να δουλέψουμε για τη σωτηρία μας, γιατί ήδη είμαστε «χάριτι σεσωσμένοι» και ακριβώς επειδή είμαστε «σεσωσμένοι» μόνο γι αυτό μπορούμε να προσπαθήσουμε για τη σωτηρία μας. Πρέπει πάντοτε σε όλες τις περιστάσεις να γινόμαστε και να είμαστε αυτό που ήδη εν Χριστώ είμαστε : «υμείς εστέ Χριστού, Χριστός δε Θεού».
        Αυτή η διδασκαλία του Απ. Παύλου έχει πολύ βασική σημασία για τη χριστιανική ζωή γενικά και ειδικότερα για τη μυστηριακή ζωή.  Αποκαλύπτει την ουσιαστική τάση στην οποία βασίζεται αυτή η ζωή, και από την οποία πηγάζει και η οποία δεν μπορεί να μετατοπιστεί  γιατί αυτό θα σήμαινε εγκατάλειψη και έναν άμεσο ακρωτηριασμό της ίδιας της χριστιανικής πίστης.  Αυτή η τάση που υπάρχει  στον καθένα μας ανάμεσα στον «παλαιό άνθρωπο τον φθειρόμενον κατά τας επιθυμίας της σαρκός» και τον «καινόν άνθρωπον τον κατά Θεόν κτισθέντα», τον ανακαινισμένο μέσα από τον «διά του βαπτίσματος» θάνατο και την ανάσταση’ είναι η τάση ανάμεσα στα χαρίσματα της νέας ζωής και στην προσπάθεια να τα οικειοποιηθούμε και να τα κάνουμε ζωή μας ΄ανάμεσα στη χάρη την οποία «ουκ εν μέτρω δίδει ο Θεός» και στην πάντοτε ανεπαρκή και μετρημένη δική μας πνευματική ζωή.
        Έτσι λοιπόν ο πρώτος και ο ουσιαστικός καρπός όλης της χριστιανικής ζωής και πνευματικότητας, όπως παρουσιάζεται στη ζωή των αγίων είναι το αίσθημα όχι κάποιας «αξίας» αλλά της αναξιότητας.  Όσο πιο κοντά στο Θεό είναι κανείς τόσο πιο πολύ συνειδητοποιεί την οντολογική αναξιότητα όλων των δημιουργημάτων μπροστά στο Θεό, και την εντελώς ελεύθερη δωρεά του Θεού.
          Μια τέτοια γνήσια πνευματικότητα είναι πέρα για πέρα ασυμβίβαστη με κάθε έννοια «αξίας», με κάθετί που μόνο του θα μπορούσε να μας κάνει «άξιους» αυτής της δωρεάς.  Γι αυτό ο Απ. Παύλος γράφει : «…Χριστός, όντων ημών ασθενών,  κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε.  Μόλις γαρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται’ υπέρ γαρ του αγαθού τάχα τις και τολμά αποθανείν.  Συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε …» (Ρωμ. 5, 6-8).  Το «μέρτημα» αυτής της δωρεάς με βάση τα προσόντα μας και την αξία μας είναι η αρχή της υπερηφάνειας που αποτελεί την ουσία της αμαρτίας.

Alexander Schmemann, ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ, Πορεία προς το Πάσχα, εκδ. Ακρίτας
Alexander Schmemann, GREAT LENT, Journey to Pascha, ST. VLADIMIR’S SEMINARY PRESS
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου