Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016



Η ΖΩΗΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
5
        Το βιβλίο αυτό δεν είναι πραγματεία συστηματικής θεολογίας.  Δεν πρόκειται εδώ να ερευνήσομε όλες τις απόψεις και τα επακόλουθα αυτής της Απόκρισης.  Δεν έχομε την αξίωση να προσθέσομε τίποτα – στο μικρό τούτο χώρο – στη σοφία τη συναθροισμένη μέσα σε αναρίθμητους τόμους από «Θεολογίες» και «Δογματικές».  Ο σκοπός μας είναι ταπεινός.  Είναι να θυμίσουμε στούς αναγνώστες πώς με το Χριστό η ζωή – η ζωή ατόφια στην ολότητά της – αποδόθηκε πάλι στον άνθρωπο, χορηγήθηκε ξανά ως μυστήριο (sacrament) και ως κοινωνία (communion),γίνηκε ευχαριστία (eucharist).   Και είναι να δείξομε – έστω μονάχα μερικά και επιφανειακά – τη σημασία πού έχει αυτό για την αποστολή μας στον κόσμο.  Ο Χριστιανός της Δύσης έμαθε να στοχάζεται το μυστήριο (sacrament) σε αντίθεση με το λόγο και συνδέει με τον Λόγο την αποστολή (mission) και όχι το μυστήριο.  Έχει ακόμη συνηθίσει να θεωρεί  το μυστήριο ως ένα ουσιαστικό, μπορεί, μα ωστόσο με σαφήνεια καθορισμένο κομμάτι ή θεσμό ή πράξη της Εκκλησίας και που περιέχεται μέσα στην Εκκλησία, αλλά όχι να θεωρεί την ίδια την Εκκλησία ως το μυστήριο (sacrament) της παρουσίας και της πράξης ή δράσης του Χριστού.  Και τελικά  ενδιαφέρεται πρωταρχικά για ορισμένα πολύ  «μορφικά» ζητήματα σχετικά με τα μυστήρια : τον αριθμό, την «εγκυρότητα», το θεσμό τους κλπ.  Σκοπός είναι να δείξομε πώς υπάρχει και πώς πάντα υπήρξε μια διαφορατική προοπτική, ένα διαφορετικό πλησίασμα του μυστηρίου (sacrament)  και πως το πλησίασμα αυτό μπορεί να έχει σταυρική σημασία ακριβώς για ολόκληρο το «φλέγον ζήτημα» της αποστολής (mission), για τη χριστιανική μαρτυρία στον κόσμο. Γιατί το βασικό ρώτημα είναι : Τίνος πράγματος είμαστε μάρτυρες ; Τί πράγμα είδαμε,αγγίξαμε με τα χέρια μας ; Τίνος πράγματος μεταλάβαμε, γίναμε κοινωνοί ; Πού καλούμε τους ανθρώπους : Τι πράγμα μπορούμε να τους προσφέρουμε ;
        Η μελέτη αυτή είναι γραμμένη από έναν Ορθόδοξο της Ανατολής και μέσα στην προοπτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας.  Δεν είναι όμως ένα βιβλίο για την Ορθοδοξία της Ανατολής, όπως γράφομε και εννοούμε σήμερα τα βιβλία  για την Ορθοδοξία.  Υπάρχει ένα «Δυτικό» πλησίασμα της Ανατολής, που οι ιδιοι οι Ορθόδοξοι το έχουν αποδεχτεί.  Η Ορθοδοξία παρουσιάζετα ως μιά ειδίκευση στο «μυστικισμό» και στην «πνευματικότητα», ως η πιθανή ή δυνητική πατρίδα όλων όσων διψάνε και πεινάνε για το «πνευματικό συμπόσιο».  Στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχει δοθεί η θέση  και ο ρόλος της «λειτουργικής» και της «μυστηριακής» εκκλησίας, επομένως τη θεωρούν λιγότερο ή περισσότερο αδιάφορη προς την αποστολή (mission).  Αυτά όλα είναι λάθος.  Οι Ορθόδοξοι μπορεί πάρα πολύ συχνά να μήν κατάφεραν να δούνε τα πραγματικά επακόλουθα της «μυστηριακότητάς» τους, όμως η θεμελιακή σημασία της μυστηριακότητας αυτής δεν είναι,βέβαια, φυγή μέσα σε μια άχρονη  «πνευματικότητα»  μακριά από τον βαρετό κόσμο της «δράσης».  Αυτή την αληθινή σημασία θα θέλαμε να φανερώσομε και να μοιραστούμε με τούς αναγνώστες μας.
        Όμορφες Εκκλησιές με «ολονύχτιες αγρυπνίες», εικόνες και λειτανείες, λειτουγία που χρειάζεται για να την τελέσομε καταπώς πρέπει, όχι λιγότερα από εικοσιεφτά βαριά λειτουργικά βιβλία – αυτά όλα φαίνονται να έρχοται σε αντίφαση με όσα είπαμε παραπάνω για το Χριστιανισμό (πως σημαίνει το « τέλος της θρησκείας ».  ‘Ομως  έρχονται πραγματικά σε αντίφαση ; Και αν όχι, ποιά είναι η σημασία όλων αυτών μέσα στον πραγματικό κόσμο όπου ζούμε, στον κόσμο πού – για να ζήσει – ο Θεός έδωσε τον Υιό  Του ; 

Alexander Schmemann, “For the Life and the World”, «για να Ζήσει ο Κόσμος» εκδ. Αρμός

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016



Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
 4
        Εδώ μπορούμε για λίγο να διακόψομε το θέμα αυτό της τροφής.  Αρχίσαμε με αυτό για να απαλλάξομε του όρους «μυστηριακός» και «ευχαριστιακός» από τους συνειρμούς πού απόχτησαν μέσα στη μακρόχρονη ιστορία της τεχνικής θεολογίας, όπου τους χρησιμοποιούν αποκλειστκά μέσα στα πλαίσια του «φυσικού» σε αντίθεση με το «υπερφυσικό» και του «ιερού»  σε αντίθεση με το «βέβηλο», μέσα στην ίδια παναπεί αντίθεση ανάμεσα στη θρησκεία και στη ζωή, που αφήνει τη ζωή τελικά δίχως λύτρωση και θρησκευτικά δίχως νόημα.  Σύμφωνα με την άποψή μας όμως το «προπατορικό» αμάρτημα δεν είναι πρωταρχκά πώς ο άνθρωπος «παράκουσε» το Θεό.  Το αμάρτημα είναι πώς έπαψε να πεινάει για Εκείνον και μόνο για Εκείνον, έπαψε να βλέπει τη ζωή του ολάκερη εξαρτημένη από ένα κόσμο που ήταν ολάκερος ένα μυστήριο (sacrament) κοινωνίας με το Θεό.  Το αμάρημα στάθηκε πώς ο άνθρωπος στοχάστηκε το Θεό  σύμφωνα με την άποψη της θρησκείας, δηλαδή το Θεό σε αντίθεση με τη ζωή.  Η μόνη πραγματική πτώση του ανθρώπου είναι η μή ευχαριστιακή ζωή του μέσα σε ένα μη ευχαριστιακό κόσμο. Η  πτώση δεν είναι πώς προτίμησε τον κόσμο από τον Θεό, πώς διατάραξε την ισορροπία ανάμεσα στα πνευματικά και στά υλικά πράγματα, αλλά πώς έκανε τον κόσμο υλικόν ενώ έπρεπε να τον μετασχηματίσει σε «ζωή εν Θεώ», να τον γεμίσει νόημα και πνεύμα.
        Αλλά το χριστιανικό ευαγγέλιο είναι πώς ο Θεός δεν παράτησε τον άνθρωπο στην εξορία του, στενεμένο από την ταραχή της νοσταλγίας.  Δημιούργησε  τον άνθρωπο «με την καρδιά Του» (“After His own heart”, αμερικανισμός που σημαίνει :με αγάπη, με λαχτάρα.) και για Εκείνον, και ο άνθρωπος πάλεψε ελεύθερος να δώσει απόκριση στη μυστηριακή πείνα που κουβαλούσε μέσα του.  Στη φάση αυτή  του ριζικά ανεκπλήρωτου για τον άνθρωπο, όπου ο εξόριστος ψηλαφούσε να βρεί τον Παράδεισο, Εκείνος έστειλε φώς.  Και το έκανε αυτό,  όχι σα μιά σωσίβια επιχείρηση για να αναχτήσει το χαμένο άνθρωπο : το έκανε μάλλον για να συμπληρώσει αυτό που Εκείνος καταπιάστηκε από την αρχή. Ο Θεός ενέργησε με τρόπο που ο άνθρωπος να μπορέσει να καταλάβει πραγματικά ποιός ήταν και κατά πού τον οδηγούσε η πείνα του.
       Το φώς πού έστειλε ο Θεός ήταν ο Υιός Του: το ίδιο φως πού πάντα έλαμπε ανέσπερο μέσα στα σκοτάδια του κόσμου, ιδωμένο τώρα ολόλαμπρο.
        Προτού έρθει ο Χριστός, ο Θεός Τον είχε επαγγελθεί στον άνθρωπο.  Το  έκανε αυτό μεγαλότροπα, μιλώντας διάμεσα από τούς προφήτες του Ισραήλ, αλλά καί με πολλούς άλλους τρόπους με τούς οποίους Εκείνος επικοινωνεί με τον άνθρωπο.  Εμείς πιστεύομε ως Χριστιανοί πώς ο Χριστός , πού είναι η αλήθεια σχετικά και με το Θεό και με τον άνθρωπο, δίνει μια πρόγευση της σάρκωσής Του σε όλες τις αποσμασματικές αλήθειες.  Πιστεύομε ακόμα εμείς πώς ο Χριστός είναι παρών σε κάθε ζητητή της αλήθειας.  Η Simone Weil είπε πως με όση γρηγοράδα και να μακραίνει κανένας από το Χριστό – αν πηγαίνει  προς εκείνο που θεωρεί για αληθινό – στην πραγματικότητα πηγαίνει ολόισια στην αγκαλιά του Χριστού.
        Πολλές αλήθειες για το Θεό αποκαλύφτηκαν ακόμα μέσα στη μακρόχρονη ιστορία της θρησκείας και τούτο μπορεί να αποδειχτεί για το Χριστιανό, αν κανένας αναφερθεί στον αληθινό κανόνα του Χριστού.  Στις μεγάλες θρησκείες που χάρισαν μορφή στις ανθρώπινες επιδιώξεις, ο Θεός παίζει με μια ορχήστρα του απέχει πολύ απο το σωστό τόνο, αλλά που συχνά μας έδωσε θαυμαστή και πλούσια μουσική.
        Χριστιανισμός σημαίνει στο βάθος το τέλος κάθε θρησκείας. Στην ευαγγελική ιστορία της Σαμαρίτισσας στο πηγάδι ο Ιησούς το ξεκαθάρισε αυτό. Κύριε, λέει σε Εκείνον η γυναίκα, θεωρώ ότι προφήτης εί σύ. Οι πατέρες ημών εν τώ όρει τούτω προσεκύνησαν και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις  εστί ο τόπος όπου δεί προσκυνείν.  Ο Ιησούς της λέει : Γύναι, πίστευσόν  μοι ότι έρχεται ώρα ότε ούτε εν τώ όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω πατρί... αλλ΄έρχεται ώρα, και νύν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία και γαρ ο πατήρ τοιούτους ζητεί τούς προσκυνούντας  αυτόν (Ιωάν. 4,19-21,23). Του έκανε ένα ερώτημα γιά τη λατρεία και ο Χριστός αποκρίθηκε αλλάζοντας ολόκληρη την προοπτική του ζητήματος. Πραγματικά σε κανένα μέρος της Καινής  Διαθήκης δεν παρουσιάζεται ο Χριστιανισμός ως λατρεία ή ως θρησκεία.  Η θρησκεία χρειάζεται εκεί όπου υπάρχει ένα τείχος διαχωριστικό ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο.  Μα ο Χριστός πού είναι και Θεός και άνθρωπος γκρέμισε το τείχος ανάμεσα στον άνθρωπο και στο Θεό.  Ο Χριστός εγκαινίασε μιά νέα ζωή και όχι μιά νέα θρησκεία.
        Αυτή η ανεξαρτησία της πρώτης Εκκλησίας από τη «θρησκεία», με τη συνηθισμένη κατά παράδοση σημασία αυτής της λέξης, είναι πού οδήγησε τούς ειδωλολάτρες να κατηγορήσουν τούς Χριστιανούς για αθεϊσμό.  Οι Χριστιανοί δε νοιάζονταν διόλου για ιερή γεωγραφία και οι ναοί και η λατρεία τους ήταν τέτοια πού δεν μπορούσαν να γίνουν παραδεχτά από τις  γενιές θρεμμένες με την επισημότητα των μυστηριακών τελετών.  Δεν υπήρχε ιδιότυπο θρησκευτικό ενδιαφέρον για τα μέρη εκείνα όπου έζησε ο Χριστός.  Δεν υπήρχαν προσκυνήματα.  Η παλιά θρησκεία είχε  χιλιάδες ιερούς τόπους και ναούς.   Για τούς Χριστιανούς όλα αυτά ήταν περασμένα ξεχασμένα.  Δεν υπήρχε ανάγκη για ναούς χτισμένους από λιθάρια : το σώμα του Χριστού, η ίδια η Εκκλησία, ο νέος λαός, ο συναθροισμένος γύρω από Εκείνον, ήταν ο μόνος πραγματικός ναός. Λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν . . .  (Ιωαν. 2,19).
        Η ίδια η Εκκλησία ήταν η νέα και ουράνια Ιερουσαλήμ.  Η Εκκλησία στην Ιερουσαλήμ  ήταν αντίθετα δίχως σημασία. Το γεγονός πώς ο Χριστός έρχεται και είναι παρών είχε μεγαλύτερη σημασία από τα μέρη όπου Εκείνος βρέθηκε. Η ιστορική πραγματικότητα του Χριστού φυσικά στάθητε το αδιαφιλονίκητο έδαφος της πίστης των πρώτων Χριστιανών.  Δε θυμόντουσαν όμως τόσο Εκείνον, όσο προπάντων ήξεραν πώς Εκείνος βρισκόταν μαζί τους.  Καί σε Εκείνον βρισκόταν το τέλος της «θρησκείας», επειδή Εκείνος ο ίδιος ήταν η Απόκριση σε όλες τις Θρησκείες, σε όλη την ανθρώπινη πείνα για Θεό, επειδή σε Εκείνον η ζωή πού είχε χαθεί για τον άνθρωπο – και που η θρησκεία μπορούσε μονάχα να τη συμβολίσει, να τη σημάνει, να την αναζητήσει – η ζωή αυτή είχε σε Εκείνον αποκατασταθεί για τον άνθρωπο. 

Alexander Schmemann,”For the Life and the World”, «Για να Ζήσει ο Κόσμος» εκδ. Αρμός   

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016



Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
3
        Δεν είναι, λοιπόν, συμπτωματικό πως η βιβλική ιστορία της Πτώσης έχει και αυτή επίκεντρο την τροφή.  Ο άνθρωπος έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό.  Ο καρπός του ενός αυτού δένδρου, οποιαδήποτε άλλη  σημασία και άν έχει, δεν έμοιαζε με κανέναν από τους καρπούς του Παραδείσου : Δεν τον είχε δώσει, δεν τον είχε ευλογήσει ο  Θεός : μια τροφή που η βρώση της έμεινε καταδικασμένη να είναι κοινωνία μόνο με τον εαυτό της και όχι με το Θεό.  Είναι η εικόνα της αγάπης του κόσμου μόνο για τον κόσμο και η βρώση από τον καρπό αυτό είναι η εικόνα της ζωής όταν την νοήσουμε ως αυτοσκοπό.
        Η αγάπη δεν είναι εύκολο πράγμα και η ανθρωπότητα προτίμησε να μην ανταποδώσει την αγάπη του Θεού.  Ο άνθρωπος το έκανε αυτό συστηματικά, ώστε τώρα αυτό πέρασε μέσα στην «ατμόσφαιρα», καθώς λένε.  Το βρίσκει φυσικό να νιώθει τον κόσμο θολωμένο, όχι διαπερασμένο από τη μιά άκρη ως την άλλη από την παρουσία του θεού.  Το βρίσκει φυσικό να μη ζεί μια ζωή ευχαριστίας απέναντι στο Θεό που του χάρισε τον κόσμο. Το βρίσκει φυσικό να μην είναι ευχαριστιακός.
        Ο κόσμος είναι ένας πεσμένος κόσμος, επειδή ξέπεσε μακριά από την επίγνωση πως ο Θεός είναι τα πάντα εν πάσι (all in all).  Το προπατορικό αμάρτημα που μαραζώνει τον κόσμο είναι η συσσώρευση αυτού του παραμελήματος του Θεού από μέρους μας.  Και ακόμα και η θρησκεία του πεσμένου αυτού κόσμου δεν μπορεί να γιάνει ή να τον νλυτρώσει, γιατί η θρησκεία αυτή δέχτηκε να περιορίσει το Θεό σε μιά περιοχή λεγόμενη «ιερή» («πνευματική», «υπερφυσική») – περιοχή αντίθετη απο το «βέβηλο» κόσμο.  Παραδέχτηκε την κοσμικότητα (secularism), που όλα θέλει να τα περιλάβει και που δοκιμάζει να κλέψει με τρόπο  τον κόσμο από τον  Θεό.
    Η φυσική εξάρτηση του ανθρώπου απο τον κόσμο ήταν προορισμένη να μεταμορφώνεται ολοένα σε κοινωνία με το Θεό, στον οποίο βρίσκεται κάθε ζωή.  Ο άνθρωπος ήταν προορισμένος να είναι ο ιερέας μιάς Ευχαριστίας, μιάς προσφοράς του κόσμου στο Θεό, και στην προσφορά αυτή να λαβαίνει το δώρο της ζωής.  Μα στον πεσμένο κόσμο ο άνθρωπος δεν έχει την ιερατική δύναμη να πράξει το όμοιο.  Η εξάρτησή του από τον κόσμο τον βραχυκυκλώνει, η αγάπη του ξεστρατίζει από τον προσανατολισμό της.  Εξακολουθεί να αγαπάει, εξακολουθεί να πεινάει.  Γνωρίζει πως εξαρτάται απο εκείνο που βρίσκεται πέρα από αυτόν.  Η αγάπη του όμως και η εξάρτησή του πηγαίνουν  μονάχα στον κόσμο καθαυτόν.   Δε γνωρίζει πως η ανάσα του μπορεί να γίνει κοινωνία με το Θεό.  Δεν καταλαβαίνει πώς με το φαγητό του μπορεί να λάβει από το Θεό μια ζωή που προχωράει πέρα από τη φυσική σημασία της.  Λησμονάει πώς ο  κόσμος,  ο αέρας του ή οι τροφές του δεν μπορούν απο μόνα τους να γεννήσουν ζωή, παρά μονάχα όταν τα λαβαίνομε και τα δεχόμαστε για χάρη του Θεού, μέσα στο Θεό, ως πράγματα που μεταφέρουν το θεϊκό δώρο της ζωής.  Απο μόνα τους μπορούν να γεννήσουν μονάχα μια φαινομενική ζωή.
    Όταν βλέπομε τον κόσμο ως αυτοσκοπό, το κάθε πράγμα γίνεται αυταξία, χάνει επομένως κάθε αξία.  Ο λόγος είναι πώς μονάχα στο Θεό βρίσκεται το νόημα (αξία) του κάθε πράγματος και ο κόσμος γεμίζει νόημα μονάχα όταν γίνεται το «μυστήριο» (sacrament) της παρουσίας του Θεού.  Τα πράγματα, θεωρημένα απλά και μόνο ως πράγματα καθαυτά, αυτοκαταστρέφονται, επειδή μονάχα μέσα στο Θεό αποχτούν την οποιαδήποτε ζωή τους.  Ο φυσικός κόσμος, αποκομμένος από την πηγή της ζωής, είναι ένας κόσμος που πεθαίνει.  Όποιος νομίζει πώς η τροφή καθαυτή αποτελεί την πηγή της ζωής, τρώγοντας κοινωνεί με τον κόσμο αυτόν που πεθαίνει, κοινωνεί με το θάνατο.  Η ίδια η τροφή είναι νεκρή, είναι ζωή απονεκρωμένη που πρέπει να διατηρηθεί σε ψυγεία σαν πτώμα.
        Τά γάρ οψώνια της αμαρτίας θάνατος.  Η ζωή που ο άνθρωπος διάλεξε ήταν μόνο μιά φαινομενική ζωή.  Ο Θεός του έδειξε πως μοναχός του αποφάσισε ο άνθρωπος να φάει το ψωμί του με τον τρόπο που θα τον έκανε απλά και μόνο να διαβεί πίσω στη γή όθε και αυτός ο ίδιος και το ψωμί του πάρθηκαν : ότι γή εί και εις γήν απελεύση.  Ο άνθρωπος έχασε την ευχαριστιακή ζωή, έχασε τη ζωή της ζωής, έχασε τη δύναμη να μετασχηματίσει τη ζωή σε Ζωή.  Έπαψε να είναι ο ιερέας του κόσμου και έγινε ο σκλάβος του κόσμου.
        Στην αφήγηση του Παραδείσου αυτό έγινε το δειλινό : δηλαδή τη νύχτα.  Και ο Αδάμ,όταν άφησε τον Παράδεισο, όπου η ζωή έμελλε να είναι ευχαριστία – μια ευχαριστιακή προσφορά του κόσμου στο Θεό – οδήγησε τον κόσμο ολόκληρο, σα να λέγαμε, στη σκοτεινιά.  Σε ένα από τα ωραία κομμάτια  της βυζαντινής Υμνογραφίας ο Αδάμ παρασταίνεται καθισμένος έξω, αντικρίζοντας τον Παράδεισο, κλαίγοντας. Εκάθεισεν Αδάμ απέναντι του Παραδείσου και την ιδίαν γύμνωσιν θρηνών ωδήρετο . . .   Είναι η εικόνα του ανθρώπου.

Alexander Schmemann,  “For the Life and the World”, «Για να Ζήσει ο Κόσμος» εκδ. Αρμός