Κυριακή 25 Ιουλίου 2021

 

Στην Φρυγία, ακούστηκε  για πρώτη φορά ο λόγος για την χριστιανική ελευθερία. Αυτή την εποχή, γεννιόταν στην Φρυγία το παιδί μιας δούλης, ι Επίκτητος.   Ο εκ γενετής χωλός, ο άνθρωπος αυτός με το αδύνατο κορμί,  ο απελεύθερος, είχε ψυχή με ασυγκράτητη   ορμή για την ελευθερία.  Μετά την εξορία των φιλοσόφων απ’ τη Ρώμη, επί Δομιτιανού, μάζεψε στην Νικόπολι, όπου πέρασε τον τελευταίο του χειμώνα ο Παύλος, το άνθος της ρωμαϊκής νεολαίας,  και την καθοδήγησε  για το πώς  θα μπορούσαν να κρατήσουν την ελευθερία της ψυχής τους μέσα στην αυλή του αυτοκράτορος και στις συγκρούσεις της υπαλληλικής ζωής. Μόνο  όταν την συγκρίνει με το στωϊκό κήρυγμα για την ελευθερία, μπορεί να μετρήσει κανείς την υπεροχή της διδασκαλίας του Παύλου πάνω στο ίδιο θέμα.  Η ιδέα του Επικτήτου για την ελευθερία είναι «ένας ύμνος στην αυτοκυριαρχία του ανθρώπου», που καταφεύγει στον εσωτερικό κόσμο με κάποια φαινομενική ελευθερία, όπου συζητεί κι’ απορρίπτει με διαλεκτική οξύνοια κάθε τι που είναι περιορισμός, δέσμευσις  και τύχη, και όμως, παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να  ελευθερωθεί απ’ την διάσπασι και το σχίσμα, που επικρατεί στην σκέψι του και στην θέλησί του, και παραμένει ο αιχμάλωτος του ίδιου του εαυτού του!  Αντιθέτως, το κήρυγμα του Αποστόλου για την ελευθερία είναι «ένας ύμνος στην αυτοκυριαρχία του Θεού», που μας δημιούργησε ένα αντικειμενικό, αιώνιο βασίλειο ελευθερίας «εν Χριστώ».  Επομένως ο Παύλος  με τον Χριστό, μετέχει σ’ έναν  ανώτερο κόσμο, που του δίνει τη δύναμι χωρίς επιφυλάξεις, ν’ αναγνωρίζει την πίεσι των εξωτερικών περιστάσεων που τον προορίζουν, και, μολαταύτα, να κατορθώνει να τις υπερνικά εντελώς.  Η χριστιανική ελευθερία, που διδάσκει ο Παύλος, κατευθύνει τον άνθρωπο σε μία ανήκουστη δραστηριότητα, και τον τοποθετεί σε μια υγιά αντίθεσι μεταξύ των τυφλών δυνάμεων της  μοίρας, του αιώνος τούτου, και των δυνάμεων του μέλλοντος.  Το κήρυγμα του Επικτήτου για την ελευθερία καταλήγει στην, από κόπωσι, υποταγή του ανθρώπου, που βασίζεται μόνο στον εαυτό του κι είναι αιχμάλωτος του εγώ του. Η βασική διαφορά, κατά ον Παύλο, βρίσκεται στο γεγονός ότι το να γίνεις ελεύθερος επιτυγχάνεται με το ν’ αγκαλιάσεις την ελευθερία που έχει κερδίσει ο Χριστός’    κατά τον Επίκτητο, η ελευθερία επιτυγχάνεται σαν μια βασανιστική αυτοαπελευθέρωσις με τη γνώσι, την διόρθωσι σφαλερών αντιλήψεων, με το τεχνητό κλείσιμο των ματιών μπροστά στη σκληρή πραγματικότητα.  Η χριστιανική ελευθερία είναι απελευθέρωσις απ’ το εγώ και σύνδεσις με τον Θεό (religio), η αυτόνομη ελευθερία της Στοάς και του μοντέρνου ανθρώπου είναι υποδούλωσις στο ίδιο αυτοκυρίαρχο, και όμως τόσο δυστυχισμένο, αυταρχικό, πλανερό εγώ.     

JOSEPH HOLZNER “ΠΑΥΛΟΣ” Εκδ. ΔΑΜΑΣΚΟΣ                                         

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

 


. . .  θα προσπαθήσω να κάνω μια σύνοψη.  Είπα πως η μόνη δυνατότητα σωτηρίας είναι να είμαστε μέλη του λαού του Θεού.  Επιτρέψτε μου αυτήν την απολυτότητα.  Δεν υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας.  Και εννοείται πως  μιλάμε για σωτηρία υπαρκτική, σωτηρία της φύσεως, σωτηρία της υπάρξεως, και δεν μιλάμε για σωτηρία ηθική, που είναι θέμα άλλης τάξεως και δεν ξέρω πόσο μας ενδιαφέρει. Θα μπορούσε ενδεχομένως να μας ενδιαφέρει αν ο  σκοπός μας ήταν να περάσουμε τη ζωή μας ειρηνικά και όμορφα και να πεθάνουμε ειρηνικά και όμορφα.  Εάν όμως ζητάμε αυτή τη σωτηρία της υπάρξεως, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την ένταξή μας μέσα στην Εκκλησία.  Αυτή η φράση του αγίου  Κυπριανού, «extra Ecclesiam nulla salus» (εκτός Εκκλησίας ουδεμία σωτηρία), έχει σκανδαλίσει πάρα πολλούς, ιδίως ανθρώπους των φώτων, της διανόησης, ανθρώπους φιλελεύθερους και καλλιεργημένους, όπως τους αποκαλούμε.  Και όμως αυτή είναι η πραγματικότητα.  Από  μια άποψη οι άνθρωποι είναι δικαιολογημένοι να μην μπορούν και να μη θέλουν να δεχθούν αυτή την πραγματικότητα, γιατί στη Δύση η Εκκλησία έχει έναν  εντελώς άλλο χαρακτήρα.  Και δεν είναι μόνο στη Δύση που έχει άλλο χαρακτήρα. Γιατί όσο και αν προσπαθούμε κι εμείς να εννοήσουμε την  Εκκλησία ως σώμα Χριστού και τον εαυτό μας ως μέλος αυτού  του σώματος, δεν μας είναι εύκολο. Ίσως  διανοητικά, με το μυαλό μας, μπορούμε να κάνουμε τις αναγκαίες αφαιρέσεις και να πούμε δεν είναι αυτό η Εκκλησία, είναι το άλλο.  Αλλά στην πραγματικότητα και στην καθημερινότητα του βίου μας αντιμετωπίζουμε την Εκκλησία ως μια ετερότητα : η Εκκλησία και εγώ’ η Εκκλησία και εμείς.  Αυτή είναι η μεγάλη μας αδυναμία, λόγω και της αλλοιώσεως της διδασκαλίας των Πατέρων που έγινε στους τελευταίους αιώνες.  Χρειάζεται πολλή δουλειά και, θα τολμούσα να πω, χρειάζεται ένα πολύ μεγάλο άλμα για να φτάσουμε  να καταλάβουμε ότι είμαστε μέλη του λαού του Θεού, μέλη του σώματος του Χριστού, μέλη του σώματος της Εκκλησίας.

Δημήτρης Μαυρόπουλος, «ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ»

Σάββατο 3 Ιουλίου 2021

 

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. Δ’ 18-23)

Η ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ

«Δεύτε οπίσω μου»

        Ο ιστορικός Ιώσηπος, σύγχρονος του Ιησού, δυσκολευόμενος να εισχωρήσει στο μυστήριο της θείας φυσιογνωμίας και να ερμηνεύσει  τις ενέργειες του Διδασκάλου της Τιβεριάδος, τον χαρακτηρίζει ως «παραδόξων έργων ποιητήν».

        Ασφαλώς δε «παράδοξα έργα» θα εφαίνοντο στον ιστορικό όχι μόνον τα  θαύματα, αλλά και όλες οι άλλες ενέργειες και πράξεις του Ραββί.  Γιατί, μήπως η σημερινή ενέργεια της εκλογής των στενών συνεργατών δεν φέρει όλα τα χαρακτηριστικά του παραδόξου και θαυμαστού;

        Παράδοξος ο τόπος. Παραδοξώτερος ο τρόπος. Θαυμαστό και παράδοξο το αποτέλεσμα της προσκλήσεως.

 

         Από πιο τόπο κάνει την επιλογή των οπαδών Του; Πού αναζητεί τούς άξιους επιτελείς, με  τους  οποίους θα καταστρώσει τα μεγαλεπήβολα σχέδια της παγκοσμίου αναμορφώσεως;

         Ασφαλώς κάποιο πνευματικό ίδρυμα θα πρέπει να του προμηθεύσει τους αντάξιους συνεργάτες.  Από καμμιά αριστοκρατική οικογένεια με τίτλους και ισχύ και περγαμηνές θα εκλέξει τους στενούς οπαδούς Του.

        Αλλά όχι. Τίποτε από αυτά. Ο «παραδόξων έργων ποιητής» απευθύνεται σήμερα σε τέσσερις ανίδεους ψαράδες, που  μοναδική τους ως τώρα ασχολία είχαν το ψάρεμα.. Τα φτωχά, λοιπόν, ακρογιάλια της Τιβεριάδος είναι ο τόπος, από τον οποίο αλιεύει τους οπαδούς του ο Ιησούς.  Και προστάζει να τον ακολουθήσουν τέσσερις καϊξήδες, που εκείνη τη στιγμή μπάλωναν τα σάπια και τρύπια από την πολύχρονη χρήσι δίχτυα τους.

        Είναι φανερό, πως ο Διδάσκαλος δεν ενδιαφέρει για το από που, αλλά για το ποιός θάναι ο προσκαλούμενος. Και δεν προσέχει στην τριμμέμη εξωτερική περιβολή, αλλά παρατηρεί στο ποιόν και στην ύφανσι του ψυχικού χιτώνος.

        Ξέρει, πως τα πολύτιμα μαργαριτάρια ανασύρονται συνήθως από κάποιο περιφρονημένο θαλάσσιο βυθό.  Και δεν αγνοεί, πως στα στενά σοκάκια αναπτύσσονται πολλές φορές οι πλατειές καρδιές.  Κι’ από τα ταπεινά υπόγεια αναπηδούν τα μεγάλα ηθικά αναστήματα, που εμπνέουν και πηδιλιουχούν το κοινωνικό σκάφος.

        Προς αυτούς, λοιπόν, τους φτωχούς και ασήμους και ακόμη τους ηθικώς ρυπαρούς και παραστρατημένους στρέφει την προσοχή του ο Ιησούς και αυτούς καλεί συνεργούς στο έργο του.

         Παράξεονος, λοιπόν, θάναι πάντα ο τόπος της εκλογής. Παραδοξώτερος όμως  ο τρόπος.


        Με ποιο τρόπο απευθύνει τη μεγάλη και τιμητική αυτή πρόσκλησι;  Με τον απλούστερο και ασφαλέστερο.  Με τον περιεργότερο, θάλεγε κανείς.  Δυό μόνον λέξεις είναι το περιεχόμενο της προσκλήσεως : «Δεύτε οπίσω μου» λέγει στους  απλοϊκούς ψαράδες.

        Δεν τους αναπτύσσει μεγαλεπήβολα προγράμματα, για να τους θαμπώσει. Δεν τους εκθέτει μελλοντικές  επιδιώξεις για να τους ελκύσει. Δεν σκορπίζει υποσχέσεις, για να τους συγκινήσει. Η πρόσκλησις είναι λιτή, λακωνική, απέριττη : «Δεύτε οπίσω μου».  Και η υπόσχεσις: Σκοτεινή και δυσνόητη : «Και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Θα σας κάμω, τους λέγει, ψαράδες ανθρώπων ! Τί παράδοξα λόγια ! Τί ακατανόητες επιδιώξεις ! Πόσο περίεργος ο τρόπος της προσκλήσεως !  Δεν είναι  πρόσκλησις, με λόγια πλούσια και φανταχτερά, ουδέ «εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις» όπως θα έγραφε ο Παύλος, αλλά δυό λέξεις σύντομες, χωρίς επεξήγηση και δίχως αιτιολογία.

        Δίκαια, λοιπός, ο Ιώσηπος τον εχαρακτήριζε ως «παραδόξων έργων ποιητήν».

        Παραδοξώτερο όμως όλων είναι το αποτέλεσμα της προσκλήσεως.


        «Οι δε ευθέως αφέντες το  πλοίον και τον πατέρα αυτών, ηκολούθησαν αυτώ». Να το αποτέλεσμα της προσκλήσεως. Θαυμαστό και απρόβλεπτο. Τα εγκαταλείπουν αμέσως όλα. Και  πλοίο και δίχτυα και πατέρα και οικογένεια  και ακολουθούν οπίσω του.

       Βέλος αληθινό στάθηκε η παράδοξη αυτή πρόσκλησις, που διεπέρασε τις απαλές καρδιές των παιδιών του Ιωνά και του Ζεβεδαίου και τους έκαμε να τιναχτούν όρθιοι, ηλεκτρισμένοι από έμπνευσι θεία.

       Ποιός ξέρει ποιες μυστικές χορδές της καρδιάς τους άγγιξε με το δοξάρι του θείου λόγου του ο Μέγας Σαγηνευτής της Τιβεριάδος !

       Ήταν ο ίδιος λόγος, που εγοήτευσε ως τώρα μύριες όσες καρδιές.  Κι’  έφερε λυγμούς. Κι’ απέσπασε δάκρυα. Και δημιούργησε θαυμαστές ηθικές αλλοιώσεις και ψυχικές μεταμορφώσεις.

       Ο απλούς, ο σύντομος, ο διειδυτικός, ο θαυματουργός λόγος του Ιησού ήταν εκείνος, που επέτυχε και επιτυγχάνει τα πιο παράδοξα αποτελέσματα.

       Από το ακρογιάλι της Τιβεριάδος ανέδειξε σήμερα έναν πυρφόρο Πέτρο κι’ έναν υψιπετή αετό, τον Ιωάννη.  Από το αισχρό τελώνιο αλιέυσε έναν Ευαγγελιστή, τον Ματθαίο.  Από τη Δαμασκό εκέρδισε ένα πελώριο πνευματικό ανάστημα’ τον Παύλο. Από τα βρωμερά υπόγεια της Αφροδίτης αφήρπασε μια έκλεκτή διάνοια’ τον φιλόσοφο Αυγουστίνο. Από την αποκαρδιωτική φυλακή του σκεπτικισμού και της αμφιβολίας ελύτρωσε  μια μεγαλοφυία’  τον Πασκάλ.  Και η προσκλητήρια φωνή του, μένει για κείνους, που θέλησαν να την ακούσουν, ρομφαία πύρινη, που λυτρώνει τις ψυχές από της αμαρτίας τον Γόρδιο δεσμό κι’ οδηγεί από τα σκοτάδια της απιστίας στο άπλετο φως της Χριστιανικής ζωής.


      Αλήθεια ! Πόσα «παράδοξα» και θαυμαστά θα συμβούν σ’ εκείνους, που θ’ ακούσουν την πρόσκλησι και θα εγκαταλείψουν «ευθέως» τα δίχτυα των παθών, για ν’ ακολουθήσουν οπίσω Του !

Κωνσταντίνου Κούρκουλα «ΚΟΓΧΥΛΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΙΒΕΡΙΑΔΑ»