Σάββατο 27 Ιουνίου 2015



.
 . . .  Ο βασικός προσανατολισμός της Ελληνικής συνείδησης, της «νοοτροπίας» (που αφορά το ΝΟΥ), ότι η ζωή της κοινωνίας σαν αυτοτελής σκοπός ολοκληρώνεται στη ζωή των ατόμων σαν αυτοτελούς σκοπού, αυτή η επιφανειακά αντιφατική, στο βάθος όμως σαφώς διαλεκτική αντίληψη, φαίνεται να έχει διατηρηθεί ως εκδήλωση συμπεριφοράς, που ποτέ δεν μπορεί να κατανοηθεί από λαούς οι οποίοι ζούν και πεθαίνουν για τον βασιλέα, για το βασίλειο, για μιά «ιδέα», και ακόμα για την δουλειά, την εργασία’ και έτσι δεν ξέρουν τι σημαίνει ζωή, ελευθερία, ανθρώπινη ύπαρξη . . . ανθρωπιά.

Γι αυτό η αξίωση του ποιητή, ότι αυτός ο μικρός λαός πολεμά «για όλου του κόσμου το ψωμί, το φώς και το τραγούδι» δεν είναι αλαζονική αυθάδεια, αλλά η συνειδητή αναφορά στην παράξενη ιδιομορφία των Ελλήνων.

Στίς Ευρωπαϊκές γλώσσες δεν υπάρχει η λέξη ΑΝΘΡΩΠΙΑ, που στην νεοελληνική γλώσσα διαμορφώνεται κατά το γραμματικό πρότυπο της ομορφιάς, της δροσιάς, της ζεστασιάς. Αρχίζοντας από τα λατινικά, στα γαλλικά και στά αγγλικά, η ανθρωπιά αποδίδεται με την ίδια λέξη που εκφράζει ολόκληρη την ανθρωπότητα : humanitas,humanite,humanity.  Στα γερμανικά το πρόβλημα στην όλη του διάσταση γίνεται σχεδόν γελοίο : menschlich  στην κυριολεξία σημαίνει «ανθρώπινο» «ανθρωποειδές».

ΛΑΟΣ
Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
Για όλου του κόσμου το ψωμί, το φώς και το τραγούδι.

Κάτω απ΄τη γλώσσα του κρατεί τού βόγγους και τα ζήτω
Κι αν κάνει πως τραγουδεί, ραγίζουν τα λιθάρα.

Γιάννης  Ρίτσος

Lorenz Gyοemoerey
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ  ΓΚΕΜΕΡΑΫ
«η δύση της δύσης» εκδόσεις παπαζηση


Σάββατο 20 Ιουνίου 2015




 « Ο λύχνος τού σώματος εστίν ο οφθαλμός’ εάν ούν ο οφθαλμός σου απλούς ή, όλον το σώμα σου φωτεινόν έσται’ εάν δε ο οφθαλμός σου πονηρός ή, όλον το σώμα σου σκοτεινόν έσται. ει ούν το φώς το εν σοί σκότος εστί το σκότος πόσον ;»

 «Το λυχνάρι του σώματος είναι τα μάτια.  Αν λοιπόν τα μάτια σου είναι γερά,όλο το σώμα σου θα είναι στο φώς.  Αν όμως τα μάτια σου είναι χαλασμένα,όλο το σώμα σου θα είναι στο σκοτάδι.  Κι αν το φως που έχεις, μεταβλήθεί σε σκοτάδι σκέψου πόσο θα ‘ναι το σκοτάδι !» (Ματθ.6,22)

«Επειδή ο λόγος ενταύθα ουχί περί του αισθητού, αλλά του εσωτερικού οφθαλμού, του νοός,διά τούτο ο Σωτήρ ημών περί της ποιότητος αυτού τον λόγον ποιούμενος, μεταχειρίζεται τα επίθετα απλούς και πονηρός, άτινα λέγονται εις καθαρώς ηθικήν σημασίαν.»  Ν. Δ.

«Ο τρόπος δε του φυλάττειν τόν οφθαλμόν υγιή είναι γενναιόδωρος ελεημοσύνη.» A. Plummer

«Ενταύθα θα ανεμένομεν αγαθός οφθαλμός εν αντιθέσει πρός τον επακολουθούν πονηρός.  Αλλά προετιμήθη η λέξις απλούς ίνα υποδηλωθή η έννοια της γενναιοδωρίας εν τη πρός ελεημοσύνην χρήσει του πλούτου»  Π.Ν.Τ.

«διπλούν υπομένουσι σκότος, από τε της του νού διαστροφής πεπηρωμένοι, από τε της των φροντίδων απάτης πολλήν την αχλήν υπομένοντες’ διόπερ ουδέ διαβλέψαι ραδίως δύνανται.» (Χρυσόστομος)

Κυριακή 14 Ιουνίου 2015



      
ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ, ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΑ, Ιούλιος 2000
         
Η
γιορτή (feast) αδύνατο να γίνει δίχως τη νηστεία (fast), και η νηστεία είναι ακριβώς η μετάνοια και ο γυρισμός, η σωτήρια εμπειρία της πίκρας και της εξορίας.  Η Εκκλησία είναι το δώρο της Βασιλείας – ωστόσο το ίδιο αυτό δώρο είναι που φανερώνει ταυτόχρονα την απουσία μας από την Βασιλεία, την αποξένωσή μας από τον Θεό.  Η μετάνοια ειναι αυτή που μας οδηγάει πάλι και πάλι στη χαρά του Πασχαλινού συμποσίου, όμως η χαρά αυτή φανερώνει την αμαρτωλότητά μας και μας μπάζει σε κρίση.
        Το μυστήριο της Μετάνοιας δεν είναι λοιπόν, μιά ιερή νομική «εξουσία» παραχωρημένη από το Θεό στούς ανθρώπους.  Αλλά είναι η εξουσία του Βαφτίσματος καθώς αυτό ζεί μέσα στην Εκκλησία.  Το μυστηριακό χαρακτήρα τ ον λαβαίνει από το Βάφτισμα.  Στο Χριστό τα αμαρτήματα όλα συχωρέθηκαν μιά γιά πάντα, γιατί ο Ίδιος Εκείνος είναι η συχώρεση των αμαρτημάτων και καμιά «καινούργια» άφεση δε χρειάζεται.  Όμως αληθινά για μας που αδιάκοπα αφήνομε το Χριστό καί αφορίζομε (excommunicate)  τον εαυτό μας από τη Ζωή Του, χρειάζεται να ξαναγυρνάμε σε Εκείνον και να δεχόμαστε πάλι και πάλι το δώρο πού μέσα σε Εκείνον κάποτε προσφέρθηκε μιά γιά πάντα.  Και η άφεση είναι το σημάδι πώς πραγματοποιήθηκε ο γυρισμός αυτός.  Και όπως η Ευχαριστία δεν είναι μιά «επανάληψη», αλλά είναι το ανέβασμά μας, το δέξιμό μας στο ίδιο αιώνιο συμπόσιο – έτσι και το μυστήριο της μετάνοιας δεν είναι μιά επανάληψη του Βαφτίσματος, αλλά ο γυρισμός μας στην «καινότητα της ζωής» που ο Θεός μας πρόσφερε κάποτε μιά για πάντα.
Alexander Schmemann, “For the Life and the World “- «Γιά να Ζήσει ο Κόσμος» εκδ. Ακρίτας

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015



        Η κοσμικότητα είναι μιά θρησκεία επειδή έχει τη δικιά της πίστη, τη δικιά της εσχατολογία και τη δικιά της ηθική.  Και «έχει πέραση» και «βοηθάει».  Αν η «βοήθεια» ήταν το κριτήριο, θα έπρεπε κανένας να παραδεχτεί με απόλυτη ειλικρίνεια πώς η ζωοκεντρική κοσμικότητα πραγματικά βοηθάει περισσότερο από τη θρησκεία.  Η θρησκεία για να συναγωνιστεί μαζί της έχει ανάγκη να παρουσιάζεται ως «προσαρμογή στη ζωή», ως «συβουλάτορας», ως «πλουτισμός», να διαφημίζεται στούς υπόγειους σιδηροδρόμους και στα λεωφορεία ως ένα αξιόλογο συμπλήρωμα στην «Τράπεζά σου» και σε όλα τα άλλα «καταστήματα» που σε εξυπηρετούν : δοκίμασέ τη, βοηθάει !  Και η θρησκευτική επιτυχία της κοσμικότητας είναι τόσο μεγάλη, ώστε κάνει μερικούς χριστιανούς θεολόγος να «παραιτηθούν» από την κατηγορία του «υπερβατικού»  ή, με πολύ απλούστερα λόγια, από την ίδια την ιδέα του «Θεού».  Αυτό είναι το τίμημα πού χρειάζεται να πληρώσομε, αν θέλομε να μας «κατανοήσει» και να μας «παραδεχτεί» ο Σύγχρονος Άνθρωπος – κηρύχνουν οι Γνωστικοί του 20ού αιώνα.
        Και στο σημείο τούτο φτάνομε στην καρδιά του προβλήματος.  Για το Χριστιανισμό το κριτήριο δεν είναι η βοήθεια. Το κριτήριο είναι η Αλήθεια.  Σκοπός του Χριστιανισμού δεν είναι να βοηθήσει τον κόσμο ή τούς ανθρώπους συμφιλιώνοντάς τους με το θάνατο, αλλά να αποκαλύψει την  Αλήθεια για τη Ζωή και το θάνατο, ώστε με την Αλήθεια αυτή να μπορέσει ο κόσμος να σωθεί.  Η σωτηρία ωστόσο δεν είναι μονάχα διαφορετική από τη βοήθεια, αλλά στην πραγματικότητα είναι αντίθετη.  Ο Χριστιανισμός τα βάζει με τη θρησκεία και με την κοσμικότητα, όχι επειδή παρέχουν «ανεπαρκή βοήθεια», αλλά επειδή ακριβώς «αρκούν», επειδή «ικανοποιούν» τις ανάγκες των ανθρώπων.  Αν σκοπός του Χριστιανισμού ήταν να βγάλει από τον άνθρωπο το φόβο του θανάτου, να τον συμφιλΙώσει με το θάνατο, δε θα χρειαζόμαστε το Χριστιανσμό, γιατί κάθε θρησκεία μπορεί να πεί κανένας πως το έκανε αυτό καλύτερα από το Χρισταινισμό.  Και με την κοσμικότητα πλησιάζομε σήμερα στη δημιουργία ενός ανθρώπου πού δε θα ζεί μονάχα, αλλά και πού θα πεθαΊνει χαρούμενα και συνεταιρικά (corporately) για το θρίαμβο του Σκοπού, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός.
         Ο Χριστιανισμός δεν είναι συμφιλίωση με το θάνατο.  Είναι αποκάλυψη του θανάτου. Και ο Χριστιανισμός είναι αποκάλυψη του θανάτου, επειδή είναι αποκάλυψη της Ζωής.  Η Ζωή αυτή είναι ο Χριστός.  Μονάχα αν ο Χριστός είναι η Ζωή, ο θάνατος γίνεται τότε αυτό που ο Χριστιανισμός διακηρύχνει πώς είναι ο Εχθρός πού χρειάζεται να βγάλομε από τη μέση, και όχι ένα «μυστήριο» πού χρειάζεται να το εξηγήσομε.
Alexander Schmemann. For the Life and the World. “Για να ζήσει ο κόσμος» εκδ. Ακρίτας