Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΡΙΣΗ
'Οταν ο Χριστός θα έρθει να μας κρίνει ποιό θα είναι το κριτήριό Του;
Η παραβολή μας δίνει την απάντηση: η αγάπη - όχι ένα απλό ανθρωπιστικό ενδιαφέρον για μια αφηρημένη δικαιοσύνη και για κάποιους, ανώνυμους "φτωχούς", αλλά η συγκεκριμένη και προσωπική αγάπη για τον άνθρωπο, για κάθε ανθρώπινο πρόσωπο με το οποίο ο Θεός με φέρνει σε επαφή στη ζωή μου.
. . .  Η χριστιανική αγάπη είναι "δυνατή αδυνατότητα" να βλέπω το Χριστό στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός, και τον οποίο ο Θεός, μέσα στο αιώνιο και μυστηριώδες σχέδιό Του, έχει αποφασίσει να φέρει μέσα στη ζωή μου έστω και για λίγες στιγμές να τον φέρει κοντά μου όχι σαν ευκαιρία για "καλή πράξη" η για εξάσκιση της φιλανθρωπίας μου, αλλά σαν αρχή μιας αδιάκοπης συντροφιάς μέσα στον ίδιο το Θεό.
        Αληθινά τι άλλο είναι αγάπη παρά αυτή η μυστηριώδης δύναμη που ξεπερνάει το τυχαίο και το εξωτερικό στον "άλλο"- ξεπερνάει δηλαδή την εξωτερική του εμφάνιση, την κοινωνική του θέση, την εθνική του καταγωγή, τη διανοητική του ικανότητα - και φτάνει στην ψυχή του, τη μοναδική και μοναδικά προσωπική "ρίζα" της ανθρώπινης ύπαρξης, το αληθινό κομμάτι του Θεού μέσα του;  Άν ο Θεός αγαπάει κάθε άνθρωπο είναι ακριβώς γιατί Αυτός μόνο γνωρίζει τον ατίμητο και απόλυτα μοναδικό θησαυρό, την "ψυχή" ή το "πρόσωπο", που έδωσε στον  κάθε άνθρωπο. Η χριστιανική αγάπη λοιπόν είναι η συμμετοχή σ' αυτή τη θεϊκή γνώση, είναι το δώρο αυτής της θεϊκής αγάπης.  Δεν υπάρχει "απρόσωπη" αγάπη γιατί  αγάπη είναι η υπέροχη ανακάλψη του "προσώπου" στον "άνθρωπο", η ανακάλυψη του συγκεκριμένου και μοναδικού προσώπου μεσα στο σύνολο γενικά.  Είναι η ανακάλυψη σε κάθε άνθρωπο αυτού που τον κάνει "αξιαγάπητο" και που είναι δοσμένο από το Θεό.
        Από αυτή την άποψη η χριστιανική αγάπη είναι μερικές φορές το αντίθετο από την "κοινωνική δραστηριότηα" με την οποία συχνά σήμερα ταυτίζεται ο Χριστιανισμός.  Για έναν άνθρωπο με κοινωνική δραστηριότητα το αντικείμενο της αγάπης δεν είναι το "πρόσωπο" αλλά ο "άνθρωπος", μια δηλαδή αφηρημένη μονάδα μιάς, όχι λιγότερο, αφηρημένης "ανθρωπότητας".  Αλλά για το χριστιανισμό, ο άνθρωπος είναι "αξιαγάπητος" ακριβώς γιατί είναι πρόσωπο.  Εκεί το πρόσωπο χάνεται μέσα στον άνθρωπο'  εδώ ως άνθρωπος θεωρείται μόνο το πρόσωπο.  Ο "κοινωνικός εργάτης" δεν ενδιαφέρεται για τα συγκεκριμένα πρόσωπα και άνετα τα θυσιάζει για το "γενικό συμφέρον".  Ο χριστιανισμός μπορεί να φαίνεται ότι είναι - και  σε μερικές περιπτώσεις πραγματικά είναι - μάλλον διστακτικός γι' αυτή την αόριστη "ανθρωπότητα", αλλά διαπράττει θανάσιμη αμαρτία εναντίον του εαυτού του κάθε φορά που αδιαφορεί και δεν αγαπάει το συγκεκριμένο πρόσωπο.  Η κοινωνική δραστηριότητα είναι πάντοτε "φουτουριστική" στην προσέγγισή της.  Ενεργεί πάντα στο όνομα της δικαιοσύνης, του νόμου, της ευτυχίας που πρόκειται να έρθει, να κερδιθεί.  Ο χριστιανοσμός ελάχιστα ενδιαφέρεται γι' αυτό το προβληματικό μέλλον αλλά βάζει όλη την έμφαση  στο τώρα, που είναι ο μόνος αποφασιστικόε χρόνος για αγάπη.  Οι δύο αυτές στάσεις δεν αποκλείον η μία την άλλη αλλά δεν πρέπει να συγχέονται.  Οι χριστιανοί βεβαιότατα, έχουν ευθύνες απέναντι "στον κόσμο τούτο" και πρέπει να τις εκπληρώσουν.  Ακριβώς αυτή είναι η περιοχή ης "κοινωνικής δραστηριότητας" που ανήκει εντελώς στον "κόσμο τούτο".  Οπωσδήποτε όμως η χριστιανική αγάπη σκοπεύει πέρα από το "κόσμο τούτο". 
                                                                                                (Alexander Schmemann)


Επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθήσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς την Σιών . . .
. . . πώς άσομαι την ωδήν Κυρίου επί γης αλλοτρίας;
εάν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου'
κολληθείη η γλώσσα μου τω λαρυγγί μου, εάν μη σου μνησθώ
εάν μη προανατάξωμαι την Ιερουσαλήμ ως εν αρχή της ευφροσύνης μου . . . (Ψαλμ. 136)
 
Είναι ο ψαλμός της εξορίας.  Τον έψαλλαν οι Εβραίοι κατά την βαβυλώνια αιχμαλωσία τους καθώς σκέφτονταν την ιερή πόλη τους, Ιερουσαλήμ.  Από τότε ο ψαλμός αυτός έγινε ο ψαλμός του ανθρώπου που συνειδητοποιεί την αποξένωσή του από το Θεό και συναισθανόμενος αυτή την εξορία γίνεται πάλι άνθρωπος.
"Αναστάς πορεύσομαι . . . ". Πόσο απλό αλλά και πόσο δύσκολο.  Από αυτά όμως τα λόγια εξαρτώνται όλα τα άλλα, στη ζωή μου αλλά και στη ζωή του κόσμου που με περιβάλλει.  Όλα εξαρτώνται από την αυθεντική μετάνοια, από τον φωτισμό του νού, της καρδιάς και της ψυχής που αναγνωρίζει ταυτόχρονα το σκοτάδι, την πίκρα και τη θλίψη της πεσμένης μας ζωής, και το φως της θείας  αγάπης που προσδοκά ανά πάσα στιγμή να πληρώσει αυτή τη ζωή.
                                                                                      ( Alexander Schmemann)

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014



ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ, Η ανταρσία του νεώτερου υιού . . .
. . .  Αυτός ο χωρισμός  που γίνεται μέσα του είναι η αμαρτία.
 . . . Του έδωσε το κομμάτι που ζητούσε.  Αλλά το κομμάτι αυτό, αποκομμένο από το σύνολο της αλληθείας της αμπέλου της ζωής, δεν μπορεί να ζήση, να καρποφορήση.  Το κομμάτι αυτό, όταν το παίρνουμε δυναστικά, αντάρτικα-όπως και όταν θέλουμε-δεν μας οδηγεί, δεν μας φέρνει στη ζωή, στον Παράδεισο, αλλά στην απόγνωσι και καταστροφή.  Αυτό που συνάγομε με το επαναστατημένο θέλημά μας-"συναγαγών άπαντα"- το σκορπίζομε ασώτως- "διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως" (α-σωτηρία, α-σώον, μισερά, αμαρτωλά, εκτός Θεού, σε παρά φύσιν κατάστασι).
      Μαραίνεται και ξηραίνεται σύντομα.  Σκορπίζεται.  Τελειώνει σε μια κατάστασι στείρα, όπου χωρίζεται η ζωή από την πνευματική ζωή.  Σε μια κατάστασι που δεν έχει φως, καρποφορία, συνέχεια για τον άνθρωπο.  Όπου τα πάντα μυρίζουν φθορά και είναι θάνατος. 
      Το κομμάτι που μας δίνει ο Θεός είναι από ένα σώμα θεανθρώπινο που μερίζεται και δεν διαιρείται, που εσθίεται και ουδέποτε δαπανάται.  Είναι μικρό προζύμι με όλον τον δυναμισμό της βασιλείας, που σώζει τα σύμπαντα και ζυμοί τα τρια σάτα της δημιουργίας ολόκληρης. 
. . .  Στη μακρινή χώρα κανείς δεν ζη καλά για πάντα.  Στο τέλος ισχυρός λιμός βασανίζει όλους.  Κανείς δεν μπορεί να βοηθήση κανένα. Υπάρχει μιά έκπτωσι, εξαθλίωσι, τελική απώλεια του ανθρώπου.  Και όταν ζητάς βοήθεια, όταν πας να προκολληθής "ενί των πολιτών της χώρας εκείνης", αυτός σε σπρώχνει πιό χαμηλά, σε στέλνει να βόσκης χοίρους, να ποιμαίνης πάθη.
. . .  Θα σηκωθώ και θα γυρίσω πίσω και θα πω στον πατέρα μου . . .
. . . Έρχομαι προς εσένα, τραβηγμένος απο σένα από την αγάπη σου, που με έλκει έσωθεν και μου κάνει συντροφιά. . . 
. . . Εξουθενώνει τον ευατό του και δοξάζεται. . .
. . . Όταν ζητάς κάτι μικρό, ένα ερίφιο, δεν παίρνεις τίποτε. Όταν δεν ζητάς τίποτε-ούτε να γίνης δούλος- τα παίρνεις όλα . . .

( Η  ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ, Αρχιμ. Βασιλείου, Καθηγουμένου Ι.Μ. Ιβήρων, κεντρική διάθεσι: εκδόσεις "Αρμός" )

Μερικές φορές έχω λατρέψει την γαλήνη μιας συνηθισμένης Κυριακής.
Είναι σαν να στέκεσαι σε φρεσκοφυτεμένο κήπο μετά από ζεστή βροχή.
Μπορείς να νιώσεις τη σιωπή και αθέατη ζωή.
Το μόνο που απαιτεί από σένα είναι να προσέξεις να μην τον ποδοπατήσεις.
(Μέριλιν Ρόμπισον)

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014



Η υπαρξιακή μοναξιά του Φαρισαίου.
        Η προσπάθεια του Φαρισαίου να αυτοαποθεωθεί είναι ένδειξη βαθιάς εσωτερικής απελπισίας, που προέρχεται από την αδυναμία του να βρεί τον πραγματικό Θεό και τελικά δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο γιατί τον απομακρύνει όλο και περισσότερο από το Θεό' και όσο πιο πολύ απομακρύνεται από το Θεό τόσο περισσότερη απελπισία αισθάνεται και τόσο εντείνει την αυτοαποθέωσή του.
        Ακόμη ο Φαρισαίος αισθάνεται την ανάγκη να αυτοεξυψωθεί, γιατί στην πραγματικότητα βαθιά μέσα του αυτοπεριφρονείται. Επειδή όμως δεν μπορεί πραγματικά να εξυψώσει τον εαυτό του, χαμηλώνει τούς άλλους για να κερδίσει από τη σύγκριση. Ταπεινώνοντας του άλλους, τους απορρίπτει και απορρίπτοντάς τους, τους αποκόπτει και αποκόπτεται απο αυτούς.  Έτσι, δεν μπορεί να συναντήσει ούτε το Θεό ούτε το συνάνθρωπο και δοκιμάζει μια συγκλονιστική υπαρξιακή μοναξιά.

                                                                                  (π. Φιλόθεος Φάρος)

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

                                                                                                                                                                                                                                                                                             
        Η ύπαρξη μου φαίνεται πλέον ως το πιο αξιοσημείωτο πράγμα που μπορεί κανείς να φανταστεί.  Είμαι έτοιμος να ενδυθώ αφθαρσία.  Μέσα σε μια στιγμή, σ' ένα σπίθισμα του ματιού.
        Το σπίθισμα ενός ματιού.  Αυτή είναι η πιο υπέροχη έκφραση.  Κάπου κάπου σκεφτόμουν ότι αυτό ήταν το καλύτερο πράγμα στη ζωή, αυτή η μικρή πυράκτωση που βλέπεις στους ανθρώπους όταν πέφτουν πανω στη γοητεία ενός πράγματος, ή στο χιουμορ του.  " Καταλάμπον οφθαλμός ευφραίνει καρδίαν" ( Παροιμ. 15, 30).  Αυτό είναι γεγονός.   


                                                                              (Μέριλιν Ρόμπινσον)