Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

 


 

Υπερβατικότητα

… απευθύνεται σ’ αυτούς που δεν αρνούνται, αλλά αντικρύζουν με τόλμη το γεγονός ότι φέρουν μια πεπτωκυία φύση και ότι η αμαρτία και η αποτυχία είναι η κοινή μοίρα των ανθρώπων και στους οποίους το ενδεχόμενο αλλαγής δεν προκαλεί τρόμο αλλά ενθουσιασμό.                                 π, Φιλόθεος Φάρος

 

Η λέξη στη συνήθη χρήση της φέρνει στον νου εικόνες απόστασης: το υπερβατικό είναι κάτι ανέφικτα μακρινό, έξω από την εμβέλεια της αντίληψής μας. Ο Λιούις (Clive Staples Lewis), όπως και οι καλύτεροι χριστιανοί θεολόγοι ανά τους αιώνες, μας βοηθάει να δούμε ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι η απόσταση αλλά η διαφορά· όχι μια απροσμέτρητη διάσταση, αλλά μια αστείρευτη καινότητα (strangeness) – και η άρνηση αυτή η καινότητα να αιχμαλωτιστεί. Στην αφήγηση του Λιούις αυτό εκφράζεται με όρους εξέγερσης, η χαρούμενη ανατροπή μιας αυτάρκους τάξης στο όνομα μιας αχώρητης αλήθειας. Υπερβατικότητα είναι η μανικότητα της χαράς. Η αλήθεια του Θεού γίνεται μια επανάσταση ενάντια σ’ αυτό που έχουμε φτιάξει ως εαυτό. Όπως με τους χαρακτήρες του Τσέστερτον, σε όλους μας έχει δοθεί η ευκαιρία μιας γοητευτικής περιπέτειας στην οποία καλούμαστε να γίνουμε επαναστάτες. Το κακό προβάλλει ως η ύστατη δύναμη αντίδρασης. Καλούμαστε να δούμε τους εαυτούς μας σαν να ζούμε «υπό κατοχή» και μας επιστρατεύουν να ενταχθούμε σ’ ένα κίνημα αντίστασης. Η αναγνώριση της υπερβατικότητας γίνεται η γνώση ότι υπάρχει ζωή πέρα από τη μονοτονία του «σοβιετικού» κόσμου των περιορισμένων δυνατοτήτων και των προκαθορισμένων υποχρεώσεων.

Καλά μέχρι εδώ. Άλλωστε, είναι απολαυστικό να θεωρούμε τους εαυτούς μας όχι μόνο θύματα καταπίεσης, αλλά και δραστήριους επαναστάτες εναντίον της. Τα προβλήματα εμφανίζονται…

 Εμείς είμαστε οι δυνάμεις κατοχής. Εμείς έχουμε αιχμαλωτίσει τους εαυτούς μας. Έτσι, προτού συγχαρούμε τους εαυτούς μας που καταταχθήκαμε στα επαναστατικά στρατεύματα, πρέπει να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι αυτό ενάντια στο οποίο επαναστατούμε, είναι αυτό που έχουμε επιλέξει – και ακόμη επιλέγουμε. Καλούμαστε σε μια επανάσταση ενάντια σ’ αυτό που επίμονα νομίζαμε ότι θέλαμε και αυτό που επίμονα νομίζαμε ότι ήμασταν. Θα μπορέσουμε να κρατήσουμε όρθια την επανάστασή μας μόνο εάν αποκτήσουμε μια ρωμαλέα, νέα αίσθηση του ποιοι μπορούμε να γίνουμε. Μια τέτοια αίσθηση δεν μπορεί να προέλθει από τη φαντασία μας και την αυτοεξέτασή μας. Βέβαια, είναι καλό να εξετάζουμε τον εαυτό μας, αλλά αυτό μας ανοίγει νέες πόρτες μόνο εάν ξέρουμε τι είναι αυτό που θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Για να το μάθουμε αυτό, πρέπει να εμπλακούμε σε μια συζήτηση με έναν πολύ επικίνδυνο Ξένο. Το πώς θα τον εμπιστευτούμε, παρόλα αυτά, είναι μια μεγάλη ιστορία, οι λεπτομέρειες της οποίας διαφέρουν πολύ από άνθρωπο σε άνθρωπο. Σίγουρα, πάντως, έχει να κάνει με την πεποίθηση ότι ενώπιόν του μπορούμε «με ασφάλεια» (δεν είναι ακριβώς η κατάλληλη λέξη) να αντιμετωπίσουμε την αναλήθειά μας, γιατί αυτός ο Ξένος δεν θα μας καταδικάσει ούτε θα φύγει. Μόλις καταλάβουμε αυτό, αρχίζουμε να αισθανόμαστε τι σημαίνει ή με τι μοιάζει η απαλλαγή μας από την κατάσταση «κατοχής».

Έτσι περνάμε στο τρίτο σημαντικό θέμα. Όταν τελικά απελευθερωθούμε από την κατοχή, αυτό που απλώνεται μπροστά μας είναι μια ατελείωτη πορεία μέσα στο φως και τη χαρά. Επιτέλους, ανοιγόμαστε δραστικά στην εν πολλοίς χαμένη δυνατότητα της πραγματικά αφίλαυτης απόλαυσης -τόσο ζωντανό και ατόφιο είναι αυτό που μπορούμε να βιώσουμε. Το όραμα ενός καινούργιου κόσμου προϋποθέτει ότι τόσο εγώ όσο και το περιβάλλον μου θα αποκτήσουν ένα βάθος αδιανόητο έως τώρα…

 

ΠΗΓΗ: enoriako.info/Ο Κόσμος του Λιονταριού (Επίλογος)

βιβλιοπαρουσίαση σχέσεις με τον Θεό Williams Rowan Lewis C.S. (περί) αγάπη Θεϊκή παιδιά υπερβατικότητα

 Δημιουργήθηκε : 29 Ιουλίου 2020

Συγγραφέας: Williams Rowan

 

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021



Μόνον αργότερα, ως χριστιανός, κατενόησε ο Παύλος την απατηλή τακτική της «αμαρτίας» στην δαιμονική πανουργία της.  Πολλές λύπες προέρχονται από την λανθασμένη θρησκευτική εκπαίδευσι, από ψεύτικη  εσωτερική ειρήνη, από την έλλειψι εμπιστοσύνης στον Θεό. Ο Παύλος, ύστερα, στην  προς Εφεσίους  Επιστολή, μας δείχνει το δρόμο της θεραπείας.

Μια καινούργια, θετική, βασική σχέσις προς τον Θεό.

Το μούδιασμα της ψυχής λύνεται, ο πόλεμος χαλαρώνεται, δεν επιτυγχάνεται η «υπεραντικατάστασις» με φανταστικές υπεραξίες, με καμιά πίεσι πάνω στην συνείδησι.

Μια καινούργια βασική κατεύθυνσις φανερώνεται, μια σχέσις εμπιστοσύνης, όμοια μ’ εκείνην που έχει το μικρό παιδί, που χαρακτηρίζεται από μια χαρά για την προσευχή, που δεν την ενοχλεί καμιά  ολιγοπιστία, και από μιάν έξερσι, που μέσα της η ψυχή βρίσκοντας την φυσική της φωνή, αλαλάζει : «Αββά, ο πατήρ».

Έτσι κατόρθωσε ο Παύλος, ως χριστιανός, να τακτοποιηθή με το παρελθόν του, να κυβερνήση την ζωήν του.  Δεν   βλέπομε να έχη το άρρωστο αίσθημα του αποστάτου, ούτε κανένα «μίσος για το παρελθόν του, το μίσος της αποτυχημένης αγάπης».  Τις παλιές αξίες δεν τις αρνήθηκε, ούτε τις φόρτωσε με μίσος, αλλ’ ανεγνώρισε την προσωρινή τους σημασία, -«Εβραίος εξ Εβραίων, Ιουδαίος εκ φυλής Βενιαμίν», -ή τους έδωσε τη χριστιανική τους σφραγίδα, - «ο νόμος καλός», «νόμον ιστώμεν».  Με πλήρη αταραξία στέκεται εμπρός στο παρελθόν.  Ολόκληρη η ζωή του θα γίνη αισθητή σαν μια γεμάτη νόημα ενότητα».

JOSEPH HOLZNER

 


Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

 


Ένας  Ορθόδοξος ιερέας, φίλος μου, μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι ένας Ρώσσος αξιωματικός είχε πάει σ’ αυτόν να εξομολογηθεί . Ο φίλος μου δεν ήξερε Ρωσσικά. Επειδή ήξερε ότι εγώ μιλούσα, του έδωσε τη διεύθυνσή μου. Την άλλη  μέρα αυτός ο άνθρωπος ήρθε σε μένα. Αγαπούσε το Θεό, λαχταρούσε  να είναι του Θεού, αλλά ποτέ δεν είχε δει μια Αγία Γραφή. Ποτέ του δεν παρεβρέθηκε σε θρησκευτική τελετή (οι εκκλησίες στη Ρωσσία είναι λίγες). Δεν είχε πάρει καθόλου θρησκευτική ανατροφή. Αγαπούσε το Θεό χωρίς να γνωρίζει τίποτε γι’ Αυτόν.

        Άρχισα να του διαβάζω την επί του όρους Ομιλία και τις παραβολές του Χριστού. Αφού τα άκουσε όλα, η χαρά και ο ενθουσιασμός του ήταν τόσο μεγάλος, ώστε άρχισε να αναφωνεί : «Τί εξαίσια πράγματα! Πώς θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτή τη γνώση αυτού του Χριστού!». Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα κάποιον με τέτοιο ασυγκράτητο ενθουσιασμό για τον Χριστό.

       Τότε ήταν που έκανα ένα σφάλμα. Στη συνέχεια του διάβασα για τα πάθη και τη σταύρωση του Χριστού, χωρίς να τον έχω προετοιμάσει γι’ αυτό. Δεν το περίμενε αυτό και όταν άκουσε πώς ο Χριστός χτυπήθηκε, πως ο Χριστός σταυρώθηκ και ότι στο τέλος πέθανε, έπεσε σε μια καρέκλα και άρχισε να καίει πικρά. Είχε πιστέψει σε ένα Σωτήρα ζωντανό και τώρα ο Σωτήρας του ήταν νεκρός.

       Τον κύτταξα και ντράπηκα. Ενώ ήμουνα χριστινός και ποιμένας, δάσκαλος των άλλων, δεν είχα ποτέ συμμεριστεί τα πάθη του Χριστού όπως αυτός ο Ρώσσος αξιωματικός τα συμμεριζόταν.  Βλέποντάς τον, ήταν σα να έβλεπα τη Μαρία Μαγδαληνή να κλαίει κάτω από το σταυρό όπως και στον τάφο του Ιησού.

       Κατόπιν του διάβασα την ιστορία της Αναστάσεως. Δε μπορούσε να φανταστεί ότι ο Σωτήρας του είχε εγερθεί από τον τάφο. Όταν άκουσε τα ευχάριστα αυτά νέα κτύπησε τα γόνατά του και έκανε ένα πολύ  ακάθαρτο όρκο, αλλά νομίζω ένα πολύ «ιερό» όρκο.  Τέτοιος σκληρός ήταν ο τρόπος  της ομιλίας του τότε. Ύστερα γεμάτος από ξέφρενη χαρά άρχισε να φωνάζει : «Ζει Ζει» . Και άρχισε να χορεύει στο δωμάτιο πλημμυρισμένος από ευτυχία.

Του πρότεινα να προσευχηθούμε.  Δεν ήξερε βέβαια από προσευχή, ούτε τις ευλαβικές μας εκφράσεις. ‘Επεσε στα γόνατα μαζί μου και οι λέξεις της προσευχής του ήταν : «Ω! Θεέ, τί σπουδαίος φίλος είσαι! Εάν εγώ ήμουνα Εσύ και Εσύ ήσουνα εγώ, δε θα είχα συγχωρήσει τις αμαρτίες Σου. Αλλά Εσύ είσαι αληθινά ένας πολύ καλός φίλος.  Σε αγαπώ με όλη μου την καρδιά».

Νομίζω πως όλοι οι άγγελοι του ουρανού σταμάτησαν να κάνουν τις υπηρεσίες τους και άκουγαν  αυτή την τέλεια προσευχή από ένα Ρώσσο αξιωματικό. Ο άνθρωπος αυτός είχε κερδηθεί για το Χριστό.

Richard Wurmbrand

(το γεγονός αναφέρεται στην εποχή, μετά την κατάληψη της Ρουμανίας 1945, από ρωσικά στρατεύματα)

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

 

ο Νήφωνας ο Κελλιώτης

 Όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Πορφύρης ήτανε δώδεκα χρονώ. Είδε που φέρανε από το χωράφι το ξυλιασμένο κορμί, τυλιγμένο σε μια κουβέρτα.  Μαζεύτηκε το χωριό, είπανε πως τον χτύπησε το μουλάρι στα νεφρά.

 Η μάνα του Πορφύρη είχε οχτώ παιδιά.

Έκλαψε τον σκοτωμένο μέρες και νύχτες, όσο μπορούν να κλάψουν δυό μάτια ανθρώπινα .Ύστερα ήρθε ο παπάς στο σπίτι, να κουβεντιάσουν με τη μάνα για τα παιδιά.  Είπανε, να κρατήσει η χήρα τα μισά, και τ’ άλλα μισά, να βρουν αλλού ψωμί.

 Ο παπάς έστειλε τα δυο μεγάλα αγόρια στη χώρα, στη δούλεψη του Δεσπότη. Ίσως αργότερα να πήγαιναν και στο σχολείο.  Τη μικρή αδελφούλα, τη Λενίτσα, ένα σγουρόμαλλο αγριμάκι, το πήρε η αδελφή του μακαρίτη, στο διπλανό χωριό. Και για τον Πορφύρη, αποφάσισαν να πάει λίγα χρόνια στο Όρος, στον αδελφό της μάνας, τον καλόγερο, κι’ αργότερα, αν θέλει να γίνει παπάς.

Έτσι ξεκίνησε ο Πορφύρης για το Όρος. Η μάνα ετοίμασε ένα μπογαλάκι ρούχα και λίγο παξιμάδι για το δρόμο.  Φίλησε τον Πορφύρη κι ο Πορφύρης έκλαιγε.

Έκλαιγε κι η μάνα, γιατί αυτός ο γιός ήταν ο πιο αγαπημένος.  Ύστερα ο παπάς τον πήγε στην Αρναία που δεν ήταν μακριά.  Βρήκε μια συντροφιά προσκυνητές και τους παράδωσε τον Πορφύρη.

 Ο δρόμος για το όρος πήγαινε τότε από την ξηρά κι ήταν λιθόστρωτος, από την Ιερισσό στη Λαύρα.

Ο Πορφύρης χάζευε τα δάση, τη θάλασσα κι όταν έφτασαν στο Όρος θαύμαζε  τα μεγάλα μοναστήρια και τις εκκλησιές.

Αλλά ο θείος του, ο καλόγερος, δεν ήταν σε μοναστήρι, ήταν από τους αυστηρούς και ζούσε στην έρημο. Όταν κάποτε έφτασε ο Πορφύρης ως εκεί , είδε ένα δίπατο καλύβι, χτισμένο άκρη στο βράχο. Μπροστά γκρεμός, στο πλάι γκρεμός, μόνο στο πίσω μέρος είχε μονοπάτι.  Ο γέροντας τον έστησε μπροστά του, τον κοίταξε ίσα στα μάτια, είπε πως μοιάζει του πατέρα του. Είδε και το παιδί τον γέροντα που έμοιαζε της μάνας έτσι ψηλός με ρουφηγμένο πρόσωπο και μεγάλη γενειάδα. Ήταν και ένας διάκος, υποτακτικός στο καλύβι.  Στρώσανε τον Πορφύρη για να κοιμηθεί, μια κουρελού για στρώμα και δυό κουβέρτες για σκέπασμα.

Ήρθε η νύχτα και το παιδί φοβότανε, τόση ερημιά στον τόπο και τόσο σκοτάδι.  Έπιασε να κλαίει κρυφά, μέχρι που αποκοιμήθηκε.

Έτσι ο Πορφύρης μπήκε στη ζωή των καλογέρων.  Του φόρεσαν ένα ρασάκι κι έναν σκούφο.  Έμεινε ακούρευτος κι όταν τρίχωσε το πρόσωπό του άρχισε να φτιάχνει γένι.  Έμαθε όλες τις δουλειές και τις έκανε πρόθυμα.  Άναβε φωτιά,  ψευτομαγείρευε, έφερνε νερό, μάζευε και το βρόχινο. 

Στο καλύβι του γέροντα δεν κοιμόντουσαν τη νύχτα.  Όταν σκοτείνιαζε, ο καθένας στο κελλί του έλεγε την ευχή του Ιησού, μετρώντας τούς κόμπους στο κομποσχοίνι.  Ο γέροντας δίδαξε και στο παιδί να λέει την ευχή. Τέσσερις ώρες από τη δύση του ηλίου, διάβαζαν τα γράμματα. Τελείωναν με την πρώτη αυγή.

Ύστερα αναπαύονταν λίγες ώρες. Τη μέρα πελέκαγαν μικρούς ξύλινους σταυρούς και φρόντιζαν δυο μέτρα περιβολάκι με κουκιά, ρεβύθια  και δυο μυγδαλιές. Μαγείρευαν κουκιά, ρεβύθια και στις γιορτές κανένα ψάρι από τη θάλασσα.

Τα χρόνια περνούσαν κι ο Πορφύρης δεν έδειξε ποτέ κόπο ή αντίρρηση.  Έλα εδώ Πορφύρη! Ευλογείτε γέροντα. Τρέξε εκεί Πορφύρη!  Ευλογείτε γέροντα.  Το πρόσωπό του στέγνωσε και σοβάρεψε, σα να μην ήταν πρόσωπο παιδιού. Οι αναμνήσεις απόμειναν μέσα  του μακρινές, λίγο τη μάνα θυμόταν, άλλη γυναίκα δεν ήξερε, αυτήν και την Κυρία Θεοτόκο, και συχνά κοιτάζοντας την εικόνα τις μπέρδευε. Άνθρωπος κοσμικός δεν έφτασε ποτέ στο καλύβι, ούτε ξυλοκόπος, μόνο τους καλογέρους έβλεπε στο πέρα κονάκι, όταν πήγαινε τους σταυρούς κι έπαιρνε τρόφιμα.

Έτσι έγινε είκοσι χρονώ ο Πορφύρης κι ο γέροντας είπε πως είναι καιρός να πάρει τη δωρεά του μεγάλου σχήματος. Τον  κάνανε λοιπόν μοναχό, μεγαλόσχημο.  Του άλλαξαν το όνομα, τον είπανε Νήφωνα.

Ο Πορφύρης απόμεινε μέσα στις αναμνήσεις μαζί με τη μορφή της μάνας και το κορμί του πατέρα τυλιγμένο στην κουβέρτα. Άλλο τίποτε δεν άλλαξε στη ζωή του, μόνο που φόρεσε τα σημάδια του μεγαλόσχημου. Ι(ησούς), Χ(ριστός), ΝΙ(κά), στη μέση ένας σταυρός πάνω από το κρανίο του Αδάμ. Τ(τούτο)Σ(ημείον)Φ(οβερόν)Δ(αίμοσι).

Στην άκρη του βράχου οι μέρες κι οι νύχτες κυλούσαν καθώς το βρόχινο νερό. Ο γέροντας κατάπεσε, σέρνονταν το βήμα του κι η φωνή αδυνάτισε.  Τότε ήταν που έφτασε στο καλύβι ο πρώτος άνθρωπος από τον κόσμο, ένας αρχιμανδρίτης, πρωτοσύγκελος, με σιδερωμένο ράσο κι άσπρα μανικέτια.  Τον κέρασαν σύκα και ρακί.  Έμεινε  μαζί τους και στην αγρυπνία.  Το πρωί ξεμονάχιασε τον Νήφωνα, ρωτούσε  τα χρόνια του και τα γράμματα που ξέρει. Να τον πάρω στην πόλη, είπε στον γέροντα.  Θα πάει στη σχολή να βγει κληρικός.  Ότι πει μοναχός του, απάντησε ο γέροντας. Κι ο Νήφωνας είπε όχι, χωρίς κι ο ίδιος να ξέρει γιατί, μόνο του είπε «όχι».

Δεν πέρασαν μέρες πολλές και κάποια νύχτα ο γέροντας άφησε στη μέση  την αγρυπνία του.  Ξάπλωσε στα στρωσίδια του κι όταν ο ήλιος ψήλωσε, το πρόσωπό του ήταν λευκό, σαν τη γενειάδα του.  Δε σάλεψε. Ήρθε ο παπάς από τη σκήτη, τον δίπλωσαν στο ράσο, τον έρραψαν μέσα, και τον απόθεσαν στη ρίζα της μυγδαλιάς, δίπλα στο περιβολάκι. Ο Νήφωνας μάζεψε αγριολούλουδα και στόλισε το σταυρό.

Έφτιαξε κι ένα καντήλι για τον τάφο, με το περισσευούμενο ποτήρι του γέροντα.

Ο καινούργιος γέροντας ήτανε δύστροπος, είχε ρευματισμούς και θύμωνε, τάβαζε με τον Νήφωνα. Ο Νήφωνας δεν ήταν πια παιδί, μα δε γύριζε ποτέ λέξη στο γέροντα. Πέρασαν οι δυο τους δέκα χρόνια ζωής.

Στο τέλος των δέκα χρόνων ήρθε ο δεύτερος επισκέπτης στο καλύβι.  Ήταν ο αδερφός του Νήφωνα, είχε γίνει στην πόλη παπάς. Ο Νήφωνας του φίλησε το χέρι κι εκείνος τον φίλησε στο μέτωπο.  Ήταν παντρεμένος, είχε και τρία παιδιά.  Του είπε για τη μάνα, που είχε πεθάνει πριν πέντε χρόνια. Του είπε και για την αδελφούλα, τη μικρή μικρή, τη Βάγγω που είχε πεθάνει με το Δάγκειο πυρετό.  Η Λενίτσα ήταν παντρεμένη στο χωριό, ο άλλος αδελφός βγήκε γιατρός και ζούσε στην πόλη, έμειναν κι άλλοι δυο, ο  πιο μικροί, που τελείωναν τώρα το γυμνάσιο.

Ο Νήφωνας χάραξε στη μέση ένα χαρτί.  Έγραψε στη μια τους ζώντες, στην άλλη τους τεθνεώτες. Έβαλε πρώτο το γέροντα, ύστερα τον πατέρα, τη μάνα και τη μικρή Ευαγγελία. Μα και οι ζώντες ήταν  στη μνήμη του τόσο μακρινοί, συχνά δε μπορούσε να τους ξεχωρίσει μες στη σκέψη του.

Ύστερα κι απ αυτά ο Νήφωνας πήρε την ευχή από το γέροντα να φύγει για τα Καρούλια.  Είχε πεθάνει ένας  ρώσος ασκητής κι ο Νήφωνας πήρε το κελλάκι του.  Ήταν χτισμένο καταμεσής στον κατακόρυφο βράχο, στο κοίλωμα της σπηλιάς.

            Εκεί έζησε τα υπόλοιπα χρόνια του ο Νήφωνας.  Κατέβαινε το βράχο κρατημένος από την αλυσίδα, πατώντας σ ασήμαντες προεξοχές της πέτρας, πάνω απ’ τη θάλασσα.  Το κελλί  είχε μια πορτούλα στο πλάγι, μπροστά ένα παραθύρι, το άνοιγες κι έχασκε από κάτω το χάος του γκρεμού.  Το χειμώνα η θάλασσα βόγγαγε σαν πληρωμένο θεριό.

Από δω και πέρα τα χρόνια δε μετριούνται. Ο Νήφωνας ήταν λευκός, κατάλευκος κι ολοένα περισσότερο κυρτωμένος. Τώρα σκάλιζε λιγώτερους σταυρούς, έτρωγε λιγώτερο παξιμάδι και τα κουκιά δεν τάβραζε στη φωτιά, μόνο που τα μούσκευε  για να ξεφλουδίσουν. Μάζευε τη βροχή με το λούκι σ’ ένα πιθάρι και το νερό ευωδίαζε σαν αγιασμός. Το πρόσωπο του γέροντα ήταν ήρεμο κι ένοιωθε χαρούμενος, όσο ποτέ άλλοτε δεν είχε νοιώσει στη ζωή.  Την Κυριακή σκαρφάλωνε στο βράχο, ν’ ανέβει στα Κατουνάκια να λειτουργηθεί, να κοινωνήσει.

Τις άλλες μέρες διάβαζε μόνος του τα γράμματα, όπως πάντα. Έλεγε και την ευχή, ασταμάτητα.

Τα καράβια περνούσαν αλάργα, μα δεν ήξερε να φανταστεί τον κόσμο και τους ανθρώπους μόνο που έκανε το σημείο του σταυρού στα καράβια που περνούσαν, νάχουν  ταξίδι καλό.

Είχε ακόμα κι εκείνο το χαρτί με τους ζώντες και τους τεθνεώτες κάτω από τις εικόνες του. Μόνο που τώρα δεν μπορούσε να ξέρει πια πόσοι από τους αγαπημένους ζουν και πόσοι έφυγαν, Γι’ αυτόν ήτανε όλοι ζωντανοί και τους μνημόνευε στους ζώντες. Ακόμα και τον πατέρα του που τον είδε τυλιγμένο στην κουβέρτα, ακόμα και το γέροντα, που τον έθαψε με τα χέρια του.

Ο Νήφωνας έφυγε τη Λαμπρή.

Είχε ανεβεί στα Κατουνάκια να λειτουργηθεί.  Έστησε τη λαμπάδα του αναμμένη στο στασίδι, προχώρησε στο Άγιο Βήμα και κοινώνησε. Ύστερα γύρισε στο στασίδι, σταύρωσε τα χέρια κι έτσι έγειρε το κεφάλι.

Μερικοί είπαν πως τον είδαν να χαμογελάει.  Η λαμπάδα έκαιγε δίπλα του.

Οι μοναχοί τον σήκωσαν, τον έρραψαν στο ράσο του και τον κατέβασαν στα Καρούλια.  Λίγα μέτρα από το κελλί του, έσκαψαν και τον απόθεσαν ν΄αναπαυτεί. 

Τον έβαλαν έτσι, σα να κοιτάζει το πέλαο.  Στο βράχο είχαν φυτρώσει αγριολούλουδα. Βρήκαν μεσ’ στο κελλί του και το σταυρό έτοιμο. Τον είχε φτιάξει ο ίδιος.

       «Νήφων μοναχός» έγραφε.

 Είχε χαράξει μόνος του τ’ όνομά του στα δίπτυχα των ζώντων.

 

(Του Χρ. Γιανναρά, περιοδικό ΣΥΝΟΡΟ, καλοκαίρι 1964)

Από το «ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΛΠΙΖΟΝΤΕΣ» έκδοση Ι.ΚΟΙΝΟΒΙΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ, ΠΕΝΤΑΛΟΦΟΣ ΠΑΙΟΝΙΑΣ