Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018


. . . θα μιλήσουμε για το τί σημαίνει ελευθερία. Το πρώτο που θέλω να σας θυμίσω είναι ότι η ελευθερία ως λέξη , και στα εβραϊκά ακόμα, είναι το αντίθετο της δουλείας. Αυτό είναι ένα πρώτο στοιχείο. Δούλος είναι αυτός που δεν έχει ίδιον θέλημα, αλλά είναι υποτεταγμένος  στο θέλημα του άλλου. Εάν ο άλλος τον απαλλάξει, τότε γίνεται ελεύθερος, εισάγεται στην κοινότητα των ελευθέρων. Το «εισάγεται στην κοινότητα των ελευθέρων» δηλώνει και μία  κίνηση. Κινείται «προς». Κι αυτό μου επιτρέπει να θυμίσω ότι η λέξη ελευθερία προέρχεται από τον παρακείμενο του ρήματος «έρχεσθαι», από το «εληλυθέναι»:αυτός που έχει έρθει, ο ήδη ερχόμενοε ή ο ήδη ελθών.  Επομένως, αυτός που υπάρχει εν σχέσει.  Το να έρθεις «κάπου» που υπάρχει «τι», σημαίνει ότι έρχεσαι να ενωθείς με αυτό το «τι». Δεν είναι λοιπόν ο δουλεύων, ο δούλος, αλλά είναι ο εν σχέσει  υπάρχων. Για να το καταλάβουμε καλύτερα θα σας θυμίσω τη φράση από το Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, όπου η ελευθερία δηλώνεται ως άμεση σχέση με την αλήθεια, αλλά με την υποστατική αλήθεια: ¨Γνώσεσθαι την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωαν.8,32). Για να ελευθερωθείς από τη δουλεία των τέκνων του κόσμου τούτου, πρέπει να γνωρίσεις την αλήθεια, που στον Ιωάννη έχει πρόσωπο, έχει υπόσταση, είναι ο ίδιος ο Χριστός. Και μάλιστα το ρήμα «γινώσκειν» στον Ιωάννη ταυτίζεται με την έννοια της σχέσεως. Επομένως, κατά την Εκκλησία, η μόνη δυνατότητα ελευθερίας που υπάρχει, το φυσικό μέγεθος της ελευθερίας που υπάρχει, είναι να βρίσκεσαι εν σχέσει.



Επεκτείνω λίγο την παρένθεση για  σας εξηγήσω ότι ο άνθρωπος -οντολογικά, όχι  ηθικά  ούτε φυσιοκρατικά, αλλά οντολογικά- υπάρχει κατά την Εκκλησία μόνο ως σχέση, ως προσωπική σχέση. Υπάρχει μόνο ως πρόσωπο. Κατά το ποσοστό που αμαυρώνεται ή προσβάλλεται αυτή η προσωπική του ύπαρξη, τότε λειτουργεί ως άτομο. Το άτομο δεν είναι ελεύθερο. Ο κίνδυνος  και, η παρεξήγηση που γίνεται σήμερα είναι ότι, λόγω  των ιδεολογιών που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη τους τελευταίους αιώνες, σχετίζουμε τη λέξη ελευθερία με τη λέξη «ατομικό», με την έννοια «ατομικό δικαίωμα» .Δικαίωμα έχει το άτομο. Ελευθερία έχει το πρόσωπο. Σχεδόν καταντούν αυτές οι δύο λέξεις να έχουν αντίθετη  μεταξύ τους σημασία. Επομένως, θα μπορούσα να υπογραμμίσω και να πω ότι ελεύθερος είναι αυτός που υπάρχει εν αγάπη, ή αυτός που εξ αγάπης και δι’ αγάπης γεννάται. Γι’  αυτό  ο νηπιοβαπτισμός είναι πράξη ελευθερίας, γιατί η αγάπη της κοινότητας, της ευχαριστιακής κοινότητας, γεννά έναν άνθρωπο. Η πρώτη γέννηση, η βιολογική, οφείλεται ασφαλώς (τηρουμένων των εξαιρέσεων) στην αγάπη  ενός άνδρα και μιας γυναίκας, αυτή όμως η αγάπη είναι δυαδική, δεν είναι η λεγόμενη προσωπική αγάπη.     Γι’ αυτό  αυτό  που γεννάται έχει σχέση  με τον θάνατο, όχι με την ζωή. Για να το πω  διαφορετικά, η πρώτη γέννηση, κάθε ανθρώπου έχει σχέση με τον θάνατο.  Γεννάς το παιδί για να πεθάνει, όχι για να ζήσει. Η ευχαριστιακή κοινότητα, ή ο πατέρας και η μάνα μέσα στην ευχαριστιακή κοινότητα αποφασίζουν να γεννήσουν για δεύτερη φορά το παιδί -αυτή τη φορά για να ζήσει. Γι’ αυτό και από την κοινότητα λαμβάνεται ένας εγγυητής στον νηπιοβαπτισμό.  Ο εγγυητής αυτός είναι ο ανάδοχος. Αναδέχεται εξ ονόματος της ευχαριστιακής κοινότητος το νέο μέλος.  Και γίνεται εγγυητής αυτής της ελευθερίας που προσφέρεται στο νέο μέλος.

                                                                  Δημήτρης Μαυρόπουλος,  ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ,  εκδόσεις Δόμος

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018



Η θεία Κοινωνία, όπως λέει η ίδια η λέξη, είναι κοινωνία των προσώπων. Η κοινωνία των προσώπων με τον Χριστό και μεταξύ τους συντελείται στην έσχατη κατάσταση της ιστορίας.  Ωστόσο  εμείς ονομάζουμε κοινωνία αυτή την πρόγευση της έσχατης πραγματικότητας που τη ζούμε ως παρόν.  Την ζούμε ως παρόν όχι γιατί μπορέσαμε να το καταφέρουμε με τις δικές μας δυνάμεις, αλλά γιατί μας χαρίζεται αυτή η  δυνατότητα,  να είμαστε μία κοινωνία αγίων.

Η θεία Λειτουργία είναι το κέντρο της ζωής των πιστών. Ναι μεν έχει ως βάση την παράδοση της ευχαριστιακής πράξης από τον ίδιο τον Χριστό  κατά το τελευταίο δείπνο με τους  μαθητές του, τον Μυστικό Δείπνο, το περιεχόμενό της όμως το θεμελιώνει στο γεγονός της Πεντηκοστής, όταν το Άγιο Πνεύμα διά της επιφοιτήσεως συγκροτεί το σώμα της Εκκλησίας. Επομένως δεν είναι απλή ανάμνηση μια πράξης που άπαξ  τελέστηκε  κατά το Μυστικό Δείπνο, αλλά ένα διαρκές άνοιγμα προς την αιώνια Βασιλεία του Θεού. Το νόημά της το λαμβάνει εκ του μέλλοντος που γίνεται παρόν.  Η ευχαριστιακή πράξη στη θεία Λειτουργία είναι διαρκές παρόν της Βασιλείας του Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τέλος του πρώτου αιώνα ο συγγραφέας της Αποκάλυψης, ενός κειμένου   που αποτελεί  υπομνηματισμό της ευχαριστιακής εμπειρίας της χριστιανικής κοινότητας, περιγράφει τη θεία λειτουργία ως διαρκή πράξη που τελείται στον ουρανό, ως ουράνια λειτουργία.

Βέβαια το θέμα της μη συμμετοχής όλων των παρισταμένων πιστών στη θεία Κοινωνία είναι τεράστιο και δεν είναι τωρινό.  Άρχισε να εμφανίζεται από τον 9ο αιώνα, όταν οι πιστοί που είχαν λόγο να μην κοινωνήσουν παρέμεναν στον ναό, αντί να μεταβούν στον νάρθηκα.  Μετά τον  12ο αιώνα, όταν το δικανικό πνεύμα της Δύσεως άρχισε να επηρεάζει την Ορθόδοξη παράδοση, όλο  περισσότεροι πιστοί δεν προσέρχονταν στη θεία Κοινωνία, γι’ αυτό και άρχισε να εμφανίζεται ως αντίδραση η ύψωση του τέμπλου και η συνήθεια της μυστικής ανάγνωσης των περισσοτέρων ευχών της θείας Λειτουργίας. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας το φαινόμενο πήρε καθολικές πλέον διαστάσεις -οι πιστοί κοινωνούσαν μία ή δύο φορές το χρόνο.  Στα τέλη του 18ου αιώνα άρχισε να εμφανίζεται μία τάση διόρθωσης αυτής της απαράδεκτης κατάστασης, κυρίως με τη θεολογία που αναπτύσσεται από ομάδα αγιορειτών Πατέρων, γνωστών με την επωνυμία Κολυβάδες.  Χαρακτηριστικό είναι το σύγγραμμα του αγίου Μακαρίου Κορίνθου (επεξεργασμένο από τον άγιο Νικόδημο Αγιορείτη) με τίτλο Περί συνεχούς μεταλήψεως των αχράντων του Χριστού μυστηρίων. Το ζήτημα όμως δεν λύνεται και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αποτελεί θέμα μέγα, γιατί επιμένουμε να συγχέουμε τη δυνάμει αγιότητα, που είναι δώρο και χάρισμα του Θεού  σε μας, με μια δικανική ακρίβεια και καθαρότητα.  Δεν καταλαβαίνουμε ότι ούτως ή άλλως δεν είμαστε άξιοι της αγιότητας που μας χαρίζεται με τη θεία Κοινωνία, γιατί ένας είναι ο Άγιος, ένας ο Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, και χάρη σ’ αυτόν αποδεχόμαστε «απρουϋπόθετα» τη δωρεά της υιοθεσίας.


Ερώτηση: Θέλετε να πείτε ότι δεν χρειάζεται προετοιμασία για να κοινωνήσουμε; Εννοώ την εξομολόγηση και τη νηστεία.

Έχετε δίκιο, εκ πρώτης όψεως αυτό φαίνεται να εννοώ, ότι δηλαδή  δεν χρειάζεται να νηστέψω για να κοινωνήσω, ούτε χρειάζεται να προηγηθεί οπωσδήποτε εξομολόγηση. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα και θα ήταν βλασφημία έτσι απλουστευτικά να διατυπώσω μια τέτοια θέση. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι μια τέτοια αντίληψη εξάρτησης της θείας Κοινωνίας από την οδό της  μετανοίας  και την άσκηση της νηστείας αφαιρεί το στοιχείο της δωρεάς, της χάρης.  Όσο ενάρετος κι αν είμαι, όσο κι αν τηρώ τις παραπάνω προϋποθέσεις, δεν αποκτώ «δικαίωμα» να κοινωνήσω. Στη θεία Κοινωνία προσέρχομαι ως αμαρτωλός, ως ανάξιος, και αποδέχομαι τη δωρεά του Ουρανίου Πατρός.

               Δημήτρης   Μαυρόπουλος,  ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ, εκδόσεις Δόμος.

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018


Αν λοιπόν οι Πατέρες μας λένε ότι η θεία Ευχαριστία ή, αν θέλετε η θεία Κοινωνία είναι «φάρμακο αθανασίας», δεν το λένε με ηθική διάσταση. Η θεία Κοινωνία είναι φάρμακο αθανασίας, δηλαδή «φάρμακο» ζωής αιωνίου, χωρίς θάνατο, γιατί μας καθιστά  αγίους εκείνη τη στιγμή. Μας καθιστά οντολογικά αγίους. Η ύπαρξή μας θεραπεύεται. Συντελείται μια αλλοίωση τη ίδιας της φύσεως του ανθρώπου.  Μπορεί να μην αντέχουμε αυτή την καλή αλλοίωση. Φεύγοντας από τη θεία Ευχαριστία η φύση ξαναεπαναστατεί και επαναλαμβάνεται το λεγόμενο προπατορικό αμάρτημα. Ξανά ορεγόμαστε τον Θεό, θέλουμε να είμαστε με τον Θεό, αλλά θέλουμε να είμαστε με τον Θεό με τις δικιές μας δυνάμεις, με τη δική μας αυτονομημένη αντίληψη περί ζωής. Πασχίζουμε να κάνουμε το καλό, όπως εμείς το αντιλαμβανόμαστε. Κατ’ ουσίαν πασχίζουμε να κρατήσουμε το «εγώ» μας. Εκείνο που ακόμα δεν έχουμε επιτύχει είναι να χαθούμε, να πεθάνουμε, να τα χάσουμε όλα. Αφού όλα μας χαρίζονται, δηλαδή η αγιότητα και η θέωση, δεν χρειαζόμαστε τίποτα. Μπορούμε όλα να τα χάσουμε. Και τα κρατάμε. Κρατάμε το «εγώ» μας, μέχρι κάποια στιγμή μέσα σ’ αυτήν την εκκλησιαστική κοινότητα να συμβεί κάτι – κάποιο γεγονός, κάποιο περιστατικό, μια οδύνη, ένας σταυρός, μια χαρά – που θα μας δημιουργήσει ρωγμή.  Κι απο τη ρωγμή αυτή αρχίζουμε σιγά σιγά ν αδειάζουμε από το «εγώ» μας, μέχρι να καταφέρουμε -αν το καταφέρουμε- να το χάσουμε εντελώς. Αν δεν χάσεις την ψυχή σου ,δηλαδή αν δεν πεθάνεις, δεν πρόκειται να ζήσεις, λέει ο Χριστός.  Για να κερδίσεις την ψυχή σου πρέπει ν; την χάσεις, πρέπει να την σκοτώσεις.
Θέλω να πω μ’ αυτά ότι στη θεία λειτουργία δεν πηγαίνουμε για να γίνουμε καλοί άνθρωποι. Κανένα καθήκον δεν μας καλεί να πηγαίνουμε στη θεία λειτουργία, Δεν είναι αμαρτία να μην πηγαίνεις στην εκκλησία την Κυριακή. Κανείς δεν πρόκειται να σε τιμωρήσει. Απλώς είναι θάνατος να μην πηγαίνεις εκεί, αφού μόνον εκεί μπορείς να υπάρξεις, εκεί μόνον μπορείς να ζήσεις.
Ένα ερώτημα είναι το πώς μπορούμε να φτάσουμε μέχρι τη θεία Ευχαριστία. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Πριν απ’ αυτό θα έλεγα ότι αρκεί να φτάνουμε στη θεία Ευχαριστία, όπως επισημαίνει ο άγιος Μάξιμος, ακόμα κι αν δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τα τελούμενα και συντελούμενα.  Εκεί η παρουσία του Αγίου Πνεύματος ενεργεί δια της χάριτος τη μεταμορφωτική αλλαγή. Και βέβαια εκεί βιώνουμε αυτή την εκ πρώτης όψεως τραγική ή χαροποιό  κατάσταση, αυτή τη συνεχή εναλλαγή: φεύγουμε από τη θεία Ευχαριστία λαχταρώντας αυτό που χάσαμε’ περιμένουμε να πάμε στη θεία Ευχαριστία λαχταρώντας αυτό που θα βρούμε. Μέσα σ’ αυτήν την εναλλαγή -από Κυριακή σε Κυριακή, από ευχαριστιακό τραπέζι, σε ευχαριστιακό τραπέζι- παίζεται ουσιαστικά η ζωή μας, κι αυτός είναι ασφαλώς ένας σταυρός.

                  Δημήτρης  Μαυρόπουλος,  ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ,  εκδόσεις Δόμος