Σάββατο 27 Ιουλίου 2019


        Υπάρχουν τρόποι να γνωρίσουμε τον εαυτό μας που δεν απαιτούν διαρκή αυτοαπασχόληση. Υπάρχουν τρόποι αναπτύξεως αυτοπεποιθήσεως που δεν μας κάνουν να βλέπουμε τον εαυτό μας σαν το κέντρο του κόσμου. Υπάρχει τρόπος να δεχθούμε τον εαυτό μας χωρίς να  απορρρίψουμε τους άλλους και στην πραγματικότητα, μόνο αν δεχθούμε τον εαυτό μας δεν θα απορρίψουμε τους άλλους και μόνο αν δεχθούμε τους άλλους δεν θα απορρίψουμε τον εαυτό μας. Η αγριότητα που μπορεί να ανακαλύψουμε μέσα μας δεν θα πρέπει να είναι αναγκαστικά η καταδίκη μας, αντίθετα μπορεί να είναι η σωτηρία μας.  Αν και μπορεί πολλοί από εμάς συχνά να αισθάνονται ευχαριστημένοι και ολοκληρωμένοι, πολλοί λίγοι από εμάς επιτυγχάνουν την αυτοπραγμάτωση, που μόνο μια επισταμένη αυτοέρευνα κάνει δυνατή. Αν και δεν είναι απαραίτητο για ένα φυτό  να καταλάβει τί είναι να είσαι φυτό για να είσαι φυτό, ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι αρκετά ανθρώπινος αν δεν ξέρει ποιος και τί είναι. Και επιτυγχάνει αυτή την κατανόηση γνωρίζοντας τον εαυτό του όχι μόνο σαν άγγελο αλλά και σαν ζώο. Μερικές φορές η αυτογνωσία μπορεί να μην είναι ευχάριστη αλλά η ευχαρίστηση δεν είναι αναγκαστικά ο σκοπός της αυτοέρευνας. Ο άνθρωπος που τελικά μπορεί να ανακαλύψουμε με την αυτοέρευνα, μπορεί να είναι πολύ λιγότερο επαρκής απ’ ότι είχαμε φανταστεί τον εαυτό μας. Αν και μπορεί να αναγκαστούμε να θυσιάσουμε πολύ περισσότερο ή πολύ λιγότερο απ’ ότι έχουμε φανταστεί, στην προσπάθειά μας να γνωρίσουμε και να αποδεχθούμε αυτό που είμαστε, φοβόμαστε περισσότερο την απώλεια των φαντασιώσεων για τον εαυτό μας παρά την πραγματική απώλεια του εαυτού μας.
        Πρέπει να γνωρίσουμε τις δυνατότητές μας έτσι χωρίς τη διακόσμηση των φαντασιώσεων, πριν αρχίσουμε ακόμη και να ζούμε. Ορισμένες κοινωνικές αξίες και συχνά οι αξίες μιας διεστραμμένης θρησκευτικής παραδόσεως τείνουν να νεκρώσουν τη ζωή μέσα μας. Μας διδάσκουν να αποφεύγουμε το πόνο  και τη θλίψη και να αρνιόμαστε την εσωτερική μας αγωνία, και εμείς συχνά εγκολπωνόμαστε ενθουσιασμένοι αυτή την απάτη. Παραιτούμαστε από την πραγματική μας ταυτότητα για μια ταυτότητα που μας επιβάλλουν απ’ έξω. Αλλά ούτε η ψεύτικη ταυτότητα ούτε η απάτη μπορούν να λειτουργήσουν. Ο πόνος και η θλίψη μας βρίσκουν οπωσδήποτε κι εμείς αναιμικοί και απροπαρασκεύαστοι αρρωσταίνουμε και γινόμαστε δυστυχείς. Αποφεύγοντας να εξερευνήσουμε τον εαυτό μας έχουμε χάσει την πανοπλία που θα μας προστάτευε στις δοκιμασίες της ζωής.
        Η άρνησή μας να ερευνήσουμε τον εαυτό μας, μας λιγοστεύει κατά τι μόνο από την αυτοκτονία και είναι ταυτόχρονα   άρνηση του πλησίον και του Θεού. Γινόμαστε πραγματικά ο εαυτός μας στην ένωσή μας με τους άλλους’ έτσι η απόρριψη του βαθύτερου και αληθινού εαυτού μας είναι και απόρριψη του πλησίον, και εφ’ όσον είμαστε η εικόνα του Θεού η άρνηση της ταυτότητάς μας είναι μια  άρνηση να δούμε την πλήρη εικόνα του Θεού μέσα μας και επομένως είναι σαν να βλέπουμε λιγότερο απ’ όσο θα μπορούσαμε να δούμε από το Θεό.
        Όσο δεχόμαστε ανεξέταστα τα εξωπραγματικά ιδεώδη όπως εκείνο της επιτυχίας, ή της πουριτανικής καθαρότητας γι’ αυτά τα εξωπραγματικά ιδεώδη, αξιόλογες διάνοιες θα καταστρέφονται ανεξερεύνητες. Μόνο όταν γνωρίσουμε τους εαυτούς μας μπορούμε  να αμφισβητήσουμε τους  καταστρεπτικούς   μύθους, γιατί μόνο τότε μπορούμε να δεχθούμε τους εαυτούς μας γι’ αυτό που είναι.
        Για χιλιάδες  χρόνια ο άνθρωπος προσπάθησε να γνωρίσει τον εαυτό του. Αλλά για τους πιο πολλούς ανθρώπους η έρευνα ήταν μάταιη, γιατί την έκαναν με τα πνευματικά τους μάτια κλειστά.
        Η αυτογνωσία ήταν πάντα ένα μακρύ και δύσκολο προσκύνημα. Ένα προσκύνημα, που δεν ήταν ποτέ εύκολο και τπου κατά κάποιο τρόπο μπορεί να είναι δυσκολότερο τώρα παρά ποτέ. Αλλά σήμερα ίσως περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε, ο άνθρωπος έχει ανάγκη να επιχειρήσει αυτό το προσκύνημα για την αυτοανακάληψή του. Αυτή η ίδια η επιβίωσή του μπορεί να εξαρτηθεί απ’ αυτό. Ας μη μας παραλύει η ανάγκη για επιτυχία και οι κίνδυνοι αυτού του εσωτερικού ταξιδιού. Αλλ’ ας μην το επιχειρήσουμε αυτό το ταξίδι με τα μάτια κλειστά και μην απατώμεθα πιστεύοντας ότι θα ανοίξει τα κλειστά μας μάτια η ακαδημαϊκή, ή η επιστημονική γνώση.

π. Φιλόθεος Φάρος, «ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ», Εκδόσεις Ακρίτας.

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019


      

  Γιατί όμως φοβόμαστε να αναγνωρίσουμε και να δεχθούμε τις εσωτερικές μας δυνάμεις, τη δυνατότητα που έχουμε να θεωθούμε; Γιατί κρύβουμε αυτές τις δυνάμεις πίσω από ανακριβείς αξιολογήσεις και παράλογους φόβους; Μερικές φορές  ασυνείδητα αποκρούουμε τις κρυφές μας δυνάμεις γιατί συνδέονται με παρορμήσεις που δεν είναι αποδεκτές είτε από μας τους ίδιους είτε από την κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε.  Στην πραγματικότητα όμως, οι αμαρτωλές παρορμήσεις είναι εκφάνσεις μιας δημιουργικής εσωτερικής δυνάμεως που παίρνει λανθασμένη κατεύθυνση. Η εσωτερική δύναμη για αγάπη ξεστρατίζει και γίνεται λαγνεία, η  εσωτερική  δύναμη για θέωση, αντί να πραγματώνεται με τη χάρη του Θεού γίνεται χωρίς αυτή ναρκισσισμός, η εσωτερική δύναμη για την επιδίωξη της τελειότητας γίνεται τελειομανία, δηλαδή η τρομερή νεύρωση που κάνει τον άνθρωπο να αυτοβασανίζεται επειδή δεν είναι τέλειος, κ.ο.κ.  Αλλά ο λόγος για τον οποίο αρνιόμαστε αυτές τις δημιουργικές εσωτερικές μας δυνάμεις είναι συνήθως άλλος. Δεν θέλουμε να τις αναγνωρίσουμε και τις παραδεχτούμε γιατί όταν αναγνωριστούν θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν.
      Η δυνατότητα έχει απαιτήσεις’ πρέπει να εκφραστεί. Πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Αλλιώς γίνεται κακό. Το κακό είναι καταδικασμένο καλό, όπως η κόλαση είναι καταδικασμένος παράδεισος. Ο άνθρωπος που ξέρει ότι έχει τη δυνατότητα να βοηθάει άλλους αλλά βοηθάει μόνο τον εαυτό του, τελικά δεν θα μπορεί να ζήσει με τον εαυτό του. Θα γίνει ο χειρότερος βασανιστής του εαυτού του. Εκείνος που ξέρει ότι μπορεί να θεραπεύσει ανθρώπους, αλλά φοβάται να ριψοκινδυνεύσει κάποια θυσία, φοβάται την ευθύνη, την ταλαιπωρία, αλλά και την ταπεινωτική διαπίστωση ότι μερικές φορές δεν μπορεί να θεραπεύσει’ τελικά ο άνθρωπος αυτός αυτοκαταδικάζεται μη πραγματοποιώντας τις δυνατότητές του και μη ικανοποιώντας τις πιο βαθιές ανάγκες του. Ο άνθρωπος που δεν θα ριψοκινδυνεύσει την προσφορά και την αποδοχή της αγάπης, θα ζήσει και θα πεθάνει με ένα απέραντο εσωτερικό κενό.
        Η λογοτεχνία είναι γιομάτη από ιστορίες ανθρώπων που είχαν δυνατότητες και ταλέντα και δεν τα χρησιμοποίησαν., όπως ο δούλος της παραβολής των ταλάντων, που φοβήθηκε να ριψοκινδυνεύσει και καταχώνιασε και αχρήστευσε το τάλαντό του.  Υπάρχουν όμως και οι ανείπωτες ιστορίες εκατομμυρίων ανθρώπων, που ασυνείδητα παράλλαξαν τις δυνατότητές τους για να μην υποχρεωθούν να τις πραγματοποιήσουν και έτσι έχασαν τους θησαυρούς της αληθινής ζωής.  Στο σημείο αυτό εμείς οι άνθρωποι μοιάζουμε με τις μπαταρίες του κλεφτοφάναρου, που όταν   δεν χρησιμοποιούνται καταστρέφονται. Ό,τι δεν χρησιμοποιούμε καταστρέφεται, ότι δεν μοιραζόμαστε με τους άλλους δεν μπορούμε να το κρατήσουμε για τον εαυτό μας. Κάνουμε πραγματικά κτήμα μας εκείνο που μοιραζόμαστε με τους άλλους.
        Τα ταλέντα πρέπει να επενδυθούν. Από την παραβολή των ταλάντων μπορούμε να συμπεράνουμε ότι είναι ριψοκίνδυνο να γνωρίσουμε πραγματικά τους εαυτούς μας, όπως είναι ριψοκίνδυνη κάθε επένδυση. Μπορεί να μη σας αρέσουν μερικά από τα πράγματα που θα ανακαλύψουμε ή μπορεί να μην καταφέρουμε να αξιοποιήσουμε μερικές από τις δυνατότητές μας. Αλλ’ αν αφήσουμε  τους φόβους μας να φτάσουν στην υπερβολή, μπορεί να παραλύσουμε. Αν φοβόμαστε πολύ μην πέσουμε δεν θα περπατήσουμε ποτέ. Αν φοβόμαστε να αγαπήσουμε δεν θα ζήσουμε.

παπα-Φιλόθεου Φάρου, «ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ», Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ.
     
      


Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019


        Ποιος όμως θα διάλεγε εκούσια  να μην  εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να γνωρίσει τον εαυτό του; Ποιος θα πέταγε τους κρυμμένους θησαυρούς, που όταν τους εξορύξει μπορούν να τον κάνουν ένα Σωκράτη, ένα Ιωάννη Χρυσόστομο, ένα Μακρυγιάννη, ένα Θεόφιλο ή ένα παπα-Νικόλα Πλανά; Ποιος δεν θα ‘θελε να ανακαλύψει μέσα του τη δύναμη να συμπονεί,  να συντρέχει, να στηρίζει τον άνθρωπο που υποφέρει.

        Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι πολύ θλιβερή. Σ’ ένα  μεγάλο ποσοστό όλοι μας φοβόμαστε να κάνουμε τις απαραίτητες προσπάθειες να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Αρχικά βέβαια αποφεύγουμε να ερευνήσουμε τα τρίσβαθά μας γιατί φοβόμαστε πώς ψάχνοντας για κάτι καλό μπορεί να ανακαλύψουμε αποκρουστικούς σκελετούς «είδωλα, δαίμονες, ξωθιές, φαντάσματα, σκυλιά».  Φοβόμαστε ότι θα ανακαλύψουμε ένα στοιχείο της προσωπικότητάς μας που θα είναι  απαράδεκτο για την οικογένειά μας, τους φίλους μας και την κοινωνία. Φοβόμαστε πως μπορεί να ανακαλύψουμε αποκρουστικές παρορμήσεις, παντελή έλλειψη  πίστεως, βλασφημία, αδιαφορία,  σκληρότητα,  απεριόριστη φιλαυτία. Ίσως ακόμη να φοβόμαστε ότι αυτή η ίδια η έρευνα του εαυτού μας θα καταδικαστεί από το περιβάλλον μας, που μπορεί να μας κατηγορήσει ότι η αναζήτησή μας είναι μια εγωιστική αυτοαπασχόληση και πρόσχημα, που καλύπτει την απροθυμία μας να ενδιαφερθούμε για τις ανάγκες των άλλων. Πραγματικά, τόσο το σχετικό κλίμα που επικρατεί ανάμεσα σε αξιοσέβαστους θρησκευτικούς κύκλους αποθαρρύνει κάθε προσπάθεια αυτοαναζητήσεως και καλλιεργεί ένα κλίμα ακτιβισμού, που υποτίθεται ότι αποβλέπει άλλοτε στην αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης και τη συμπαράσταση στους φτωχούς και τους αδικημένους και άλλοτε στη σωτηρία των αμαρτωλών. Οι δύο  αυτές όψεις του ακτιβιστικού κλίματος, όσο και αν φαίνονται διαφορετικές, έχουν σαν κοινή προέλευση μια έντονη ανάγκη αυτοδικαιώσεως, που αφ’ ενός ικανοποιείται με τη συμμετοχή στα κινήματα των «καθαρών». Είτε τα ιδεολογικά, είτε τα ευσεβιστικά, εφ’ ετέρου με την αποφυγή κάθε ευκαιρίας που θα ανάγκαζε τον άνθρωπο να κοιτάξει λίγο τον πραγματικό εαυτό του. Πολύ συχνά είναι έκδηλο, ότι άνθρωποι που δεν λείπουν από καμιά κοινωνική αγωνιστική προσπάθεια θα έκαναν οτιδήποτε για να αποδράσουν  από μια χαώδη οικογενειακή κατάσταση, ή για να αποφύγουν οικογενειακές ευθύνες και συναισθηματικές απαιτήσεις που τους προκαλούν πανικό, ή για να μη δουν ένα στοιχείο της προσωπικότητάς  τους που τους προκαλεί απερίγραπτο τρόμο.

        Αλλά κυρίως και παραδόξως, ο λόγος που αποφεύγουμε να ερευνήσουμε τη βαθύτερη ύπαρξή μας είναι, γιατί φοβόμαστε πως μπορεί  να ανακαλύψουμε κάτι καλό. Ίσως να είναι δύσκολο να το πιστέψουμε  αυτό αλλά είναι αλήθεια.


        Ξανά και ξανά γιατροί ή ψυχολόγοι που φροντίζουν δυστυχισμένα και ανικανοποίητα άτομα, ανακαλύπτουν ότι τα άτομα αυτά δεν στερούνται ικανοτήτων, αλλά κρύβουν τις ικανότητές τους από  τους ίδιους τους εαυτούς τους.  Αντί να αξιοποιούν τις δυνατότητές τους αυτά τα άτομα συμπεριφέρονται σαν να είναι κατώτερα, ηλίθια ή αποκρουστικά.  Ένα παιδί που φοβάται πως δεν το συμπαθεί κανείς, δεν θα ανακαλύψει ποτέ πόσο συμπαθητικό μπορεί να γίνει. Ένα κορίτσι που πιστεύει ότι είναι τόσο αποκρουστικό, ώστε ποτέ δεν θα το προσέξει κάποιο αγόρι, συμβάλλει με το άγχος του στην κακή του εμφάνιση, που κάνει πραγματικότητα τους φόβους του.  Ο μαθητής που φοβάται υπερβολικά ότι δεν θα επιτύχει στις εξετάσεις εμποδίζει τη μελέτη του σε τέτοιο βαθμό, ώστε τελικά να αποτυγχάνει. Ένα άτομο που φοβάται πως δεν μπορεί  να αγαπήσει το Θεό, καταλήγει να απομακρύνει απ’ το νου του κάθε σκέψη γι’ Αυτόν και να ισχυρίζεται με έμφαση ότι δεν πιστεύει. Αυτά είναι τα άτομα που επισκέπτονται ψυχίατρο.    Είναι άρρωστα. Και είναι η ζωτικότητά τους, η πηγή των εσωτερικών τους δυνάμεων που χρησιμοποιείται στην υπηρεσία της αρρώστιας.  Αν και μπορεί το άτομο να κατηγορεί αυτές τις εσωτερικές του δυνάμεις, οι δυνάμεις αυτές δεν έχουν τίποτε το  παθολογικό και το αρνητικό, και υπάρχουν και στα πιο  υγιή άτομα. Όλοι μας πρέπει να αγωνιστούμε για να αναγνωρίσουμε  και να δεχθούμε την εικόνα του Θεού που βρίσκεται μέσα μας και όλοι αποτυγχάνουμε σε κάποιο ποσοστό να κάνουμε αυτόν τον αγώνα.

παπα-Φιλόθεου Φάρου, «ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ», Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ
         

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019


      

  Η προσπάθεια να γνωρίσουμε τον εαυτό μας γίνεται ασφαλώς θυελλώδης περιπέτεια. Συχνά μας αναγκάζει να επανεξετάσουμε ποιοι είμαστε, γιατί υπάρχουμε, τί πρέπει να γίνουμε ή να κάνουμε, ή τί πραγματικά πιστεύουμε και αισθανόμαστε και σαν συνέπεια θε χρειασθεί να πάρουμε ορισμένες αποφάσεις που θα αλλάξουν σημαντικά τη ζωή μας.
        Εκείνοι που φωτίστηκαν αρκετά από το πνεύμα του Θεού, ώστε να μπορούν να δουν πραγματικά τον εαυτό τους, όπως οι νηπτικοί Πατέρες, η ο Ντοστογιέφσκυ, μπορούν να χρησιμεύσουν σαν καθρέφτες για όποιον θέλει να αποδυθεί στην ευλογημένη περιπέτεια της γνήσιας αυτοανακαλύψεως. Όποιος χρησιμοποιήσει αυτούς τους καθρέφτες δεν θα ξαναδεί ποτέ τον εαυτό του όπως πριν, σαν τον γεωργό της ιστορίας, που μετά το όραμα δεν μπορούσε να ξαναδεί μόνο τη μια όψη του αγροκτήματός του.
        Είναι τόσο οδυνηρό να δούμε τις δυνατότητες για το κακό και για το καλό που υπάρχουν μέσα μας, που πολλοί από μας ζούμε όλη τη ζωή μας σε μια φυτική μακαριότητα, χωρίς ποτέ να δούμε ούτε τις μεν ούτε τις δε. Από φόβο για το άγνωστο αρνιόμαστε τη δυνατότητα που έχουμε να κάνουμε κακό και τελικά το κάνουμε ασυνείδητα και ανεύθυνα. Με το αρνούμεθα την ευθύνη και την ανάγκη να πάρουμε κάποια απόφαση, αρνιόμαστε τις εσωτερικές μας πηγές και δυνάμεις, αρνιόμαστε την πρόκληση να γίνουμε αυτό του είμαστε ή που μπορούμε να γίνουμε. Ανεμοδερνόμαστε σαν ένα παροπλισμένο πλοίο. Το παροπλισμένο πλοίο είναι σαν  ένα φυλακισμένος άνθρωπος. Παραβίασε  τους κανόνες  της ναυσιπλοϊας και φυλακίστηκε για την αποτυχία του. Όπως ο φυλακισμένος άνθρωπος, το παροπλισμένο πλοίο έχει χάσει την κατεύθυνση, την κινητικότητα και τον έλεγχο. Μπορεί μόνο να μένει ακίνητο και να παρασύρεται προς τα πίσω.
        Ένας άνθρωπος σε ανάλογη κατάσταση ίσως αντανακλά ένα πολιτισμό που έχει σαν ιδεώδες του την επιτυχία, την προσαρμογή, την ευχαρίστηση, την ικανοποίηση, την ασφάλεια και ότι άλλο υποτίθεται ότι θα μας κάνει μια προοδευμένη κοινωνία.
        Όλα αυτά, που το καθένα ξεχωριστά μπορεί να είναι χρήσιμο, συγκεντρωμένα μαζί σ’ ένα σύστημα αξιών που κυριαρχεί στον κόσμο μας σήμερα μας αποκόπτουν από τις πραγματικές δυνατότητες της ζωής, γιατί μας αποκλείουν την αναζήτηση των μοναδικών ιδιοτήτων μας που κάνουν τον καθένα από μας να είναι παιδί του Θεού. Από φόβο μήπως δεν συμπεριληφθούμε ανάμεσα στους προοδευτικούς ανθρώπους, που κηρύσσουν έναν προοδευτισμό σύγχρονο της Σάρας Μπερνάρ, πιέζουμε τους εαυτούς μας να αρνηθούν αυτήν την εσωτερική αναζήτηση που είναι η πείνα και η δίψα για το Θεό.
        Γιατί όμως αποκοπτόμαστε από τους ίδιους τους εαυτούς μας; Ένας λόγος είναι γιατί αυτά που μας υπόσχεται η σύγχρονη κοινωνία μας γοητεύουν.  Πολύ λίγοι άνθρωποι θα απέρριπταν μία Mercedes, μία εξοχική βίλλα ή ένα σκάφος. Μας αρέσουν οι εντυπωσιακές εμφανίσεις και το καλό φαγητό. Θέλουμε επίσης να εξασφαλίσουμε το θαυμασμό των ανθρώπων του κύκλου μας, αλλά για να το καταφέρουμε αυτό πρέπει να επιτύχουμε σύμφωνα με τα κριτήρια του κόσμου.

παπα-Φιλόθεου Φάρου, «ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ», εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2019


       

Τον εαυτό μας τον γνωρίζουμε πολύ λίγο και δεν θέλουμε πραγματικά να τον γνωρίσουμε περισσότερο, γιατί φοβόμαστε τί θα ανακαλύψουμε ή ίσως φοβόμαστε ότι δεν θα ανακαλύψουμε τίποτε, ή ακόμη περισσότερο από το κενό μπορεί να φοβόμαστε τις δυνατότητες που μπορεί να ανακαλύψουμε
.

        Μια ιστορία περιγράφει το τρομακτικό όραμα που είδε κάποιος γεωργός στο αγρόκτημά του. Καθώς μπήκε στο αγρόκτημα, είδε τις αγελάδες να αναμασάνε ήσυχα, τις κότες να κακαρίζουν με τα κλωσσόπουλα τριγύρω τους, μια σαύρα να λιάζεται άφοβα. Ξαφνικά όμως έγινε μια απίστευτη μεταμόρφωση. Οι αγελάδες μεταβλήθηκαν σε δεινόσαυρους, οι κότες σε κοράκια, η σαύρα έγινε ένα τεράστιος πύθωνας και το αγρόκτημα μια άγρια και τρομακτική ζούγκλα. Η τρομακτική σκηνή διατηρήθηκε για λίγο και μετά εξαφανίστηκε. Ο γεωργός μπορούσε και πάλι να δει τις ήσυχες αγελάδες, τις κότες με τα κλωσσόπουλα, τη νωχελική σαύρα. Τελικά ο τρόμος του υπαναχώρησε, αλλά ποτέ πιά δεν μπορούσε να δει το αγρόκτημά του όπως το έβλεπε πριν.  Απορούσε πάντα ποια ήταν η πραγματικότητα’ η οικιακή σκηνή ή η πρωτόγονη αγριότητα.

        Όλοι μας απορούμε συνειδητά  ή ασυνείδητα ποιος είναι ο πραγματικός  εαυτός μας, αυτός που φανταζόμαστε ή αυτός που βρίσκεται κρυμμένος βαθιά  μέσα μας. Αν κοιτάξουμε λίγο μέσα μας, θα αρχίσουμε να ανακαλύπτουμε ότι ο πραγματικός εαυτός μας κρύβεται για χρόνια. Συχνά προσπαθούμε να κάνουμε το καλό  και να αποφύγουμε το κακό  και πιστεύουμε ότι συμπεριφερόμαστε «σωστά», αλλά τα κριτήρια του σωστού δεν είναι δικά μας. Αν κοιτάξουμε τον εαυτό μας καλύτερα, ανακαλύπτουμε ότι έχουμε ιδιότητες που βλέπουμε και αποδοκιμάζουμε στους άλλους. Ανακαλύπτουμε ότι είμαστε φίλαυτοι, εκδικητικοί, σκληροί, λάγνοι, φθονεροί και τυραννικοί αλλά αποφεύγαμε να παρατηρούμε τις ιδιότητές μας αυτές.

        Όταν όμως βρούμε το κουράγιο να δούμε αυτούς τους εσωτερικούς σκελετούς, βλέπουμε επίσης ότι έχουμε δυνατότητες που δεν είχαμε διαπιστώσει ποτέ προηγουμένως. Όλες αυτές οι κοινωνικές και προσωπικές πιέσεις που ενεργούσαν απάνω μας για να μας προστατέψουν από το κακό, δεν μας άφησαν να δούμε τη δυνατότητα που έχουμε να αισθανθούμε συμπάθεια  για τους ανθρώπους. Ο φόβος μήπως γίνουμε έρμαια των αμαρτωλών  μας παθών δεν μα άφησε να αναγνωρίσουμε τη δυνατότητα και τη γνήσια διάθεση που είχαμε να συμμεριστούμε τις ανησυχίες και τις αγωνίες των άλλων. Ο φόβος για το αμαρτωλό πάθος μας έκανε να θάψουμε μέσα μας και το ιερό πάθος. Ο φόβος μήπως νιώσουμε κάποια αμαρτωλή έλξη δια τον συνάνθρωπο μας κάνει να θάβουμε τη δυνατότητα που έχουμε να αισθανθούμε γι’ αυτόν γνήσια αγάπη.

        Όταν κάνουμε αυτές τις ανακαλύψεις, διαπιστώνουμε ότι αν θέλουμε να είμαστε πραγματικά πρόσωπα και όχι μάσκες θα πρέπει να δούμε και να παραδεχτούμε τόσο το κακό όσο και το καλό που βρίσκονται μέσα μας.

        Η προσπάθεια να γνωρίσουμε τον εαυτό μας γίνεται ασφαλώς θυελλώδης περιπέτεια.


π. Φιλόθεος Φάρος, «ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ» Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ.