Βρισκόμαστε
πνιγμένοι μέσα στὶς φανερὲς καὶ
ἀφανεῖς εὐεργεσίες
Του. Κυριολεκτικά τὰ
χάνομε μέσα σ’αὐτὸν τὸν
κατακλυσμό τοῦ ἐλέους
καὶ τῆς ἀγάπης
Του: προσφέρεται κλώμενος καὶ ἐκχυνόμενος
σὲ μᾶς. Δὲν
ξέρομαι τί νὰ κάνωμε.
Δὲν βρίσκομε τίποτε δικό μας νὰ
Τοῦ δώσωμε ὠς εὐχαριστία «οὐ γὰρ
ἐποιήσαμέν τι ἀγαθόν
ἐπὶ τῆς
γῆς».
Γι’αὐτὸ
παίρνομε πάντα τὰ δικά Του καὶ εὐγώμονα
τὰ προσφέρομε:
Τὰ
σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα.
Αὐτὴ ἠ ὁλοκληρωτικὴ
λειτουργικὴ ἀντιπροσφορὰ στὸν ἀεὶ
σφαγιαζόμενο Κύριο -πρᾶξι εὐχαριστίας καὶ ἐλευθερίας-
ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τοῦ μυστηρίου,
τὴν πηγή του ἁγιασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου
καὶ τῶν τιμίων δώρων…
…
Αὐτὴ ἡ
προσφορὰ μᾶς ἀπογυμνώνει
ἀπ’ὅλα. Ἀπολλύμεθα. Παύομε νὰ ὑπάρχωμε.
Πεθαίνομε. Συγχρόνως εἶναι
ἠ στιγμὴ ποὺ
γεννιόμαστε στὴ ζωή’ κοινωνοῦμε
τῆς θείας ζωῆς, μὲ
τὸ νὰ
προσφέρωμε τὰ πάντα, μὲ τὸ
νὰ γίνωμε μιὰ εὐχαριστιακὴ
προσφορά… Ἀρχιμ.
Βασίλειος, ΕΙΣΟΔΙΚΟΝ