Παρασκευή 27 Μαΐου 2016



        Η κύρια και διαρκής αίσθησή μου είναι η αίσθηση της ζωής. Είναι αρκετά δύσκολο να το εκφράσω με λόγια. Ίσως η πληρέστερη λέξη σ’ αυτό το αίσθημα να είναι το θαύμα, η αντίληψη πώς κάθε στιγμή, η κάθε κατάσταση είναι ένα δώρο (και όχι κάτι  το προφανές, το δεδομένο). Το καθετί είναι  πάντα νέο, το καθετί δεν είναι απλώς ζωή, αλλά συνάντηση με τη ζωή, και γι’ αυτό μια αποκάλυψη. Το γράφω  αυτό και συνειδητοποιώ  πώς αυτές δεν είναι οι σωστές λέξεις, αλλά δεν μπορώ να βρώ άλλες.  Το μόνο που ξέρω είναι πως αυτή η ζωή ως δώρο απαιτεί την προσοχή μου, μιάν απάντηση εκ μέρους μου’ μ άλλα λόγια ότι η ζωή  είναι μια συνεχής αποδοχή ενός δώρου. Ίσως όλοι να αισθάνονται  μ αυτόν τον τρόπο, αλλά μερικές φορές εγώ δεν σκέφτομαι έτσι.  Φαίνεται πώς πολλοί άνθρωποι ίσως η πλειονότητα, να ζει  δίχως να προσέχει τη ζωή. Η ζωή είναι γι αυτούς ένα κατά κάποιο τρόπο, ουδέτερο, απρόσωπο πλαίσιο, η ουσία τους, αλλά δεν είναι ούτε συνάντηση, ούτε δώρο. Όπως όταν κοιταζόμαστε σ έναν καθρέφτη, δεν βλέπομε τον ίδιο τον καθρέφτη. Έτσι και στη ζωή, μπορούμε αρκετά εύκολα να μη βλέπομε τη ζωή.  Ή, η ζωή είναι μια διαφανής τσάντα γεμάτη από τον εαυτό μου, τη δουλειά μου, τα ενδιαφέροντά μου, τις ανησυχίες μου, κ.λπ. Και αυτή η πληρότητα δίνει ένα αίσθημα ζωής – «η ζωή αναβράζει, βρίσκεται σε πλήρη κίνηση» …

        Συνεχίζοντας τις χθεσινές σκέψεις :  μήπως η ζωή δεν οδηγεί επίσης σε μια αντίληψη πώς και ο θάνατος είναι ένα δώρο ’ μια συνάντηση, η τελευταία και αποφασιστική συνάντηση μ’ αυτό που από μόνο του κάνει τη ζωή να ζει, που καθιστά τη ζωή ένα δώρο ; «Εμοί το ζήν Χριστός , και το αποθανείν κέρδος», έλεγε ο Απόστολος Παύλος. Ναι, αν η ζωή γίνει Χριστός, όσο γίνεται Χριστός, αν Αυτός αποτελεί αυτό το δώρο, τότε όντως ο θάνατος είναι κέρδος, μια ευλογημένη, πρόσωπο προς πρόσωπο, συνάντηση μαζί Του, για την οποία διψά ο άνθρωπος.  Ο φόβος, η φρίκη του θανάτου, εστιάζεται σ’ ένα πράγμα : « όλα θα συνεχίσουν να υπάρχουν, αλλά εγώ δεν θα βρίσκομαι εδώ ‘ ο ήλιος θα λάμπει, οι άνθρωποι θα σπεύδουν στις δουλειές τους, κι εγώ δεν θα βρίσκομαι εδώ ». Αυτό είναι το αίσθημα πού τρέφει το φόβο και τη φρίκη. Η « πίστη στην αιώνια ζωή» δεν βοηθά.  Τότε, σκέφτεται  αυτός που πεθαίνει, καλύτερα τίποτε. Και δεν τον βοηθούν, ούτε τον παρηγορούν  τα γλυκά λόγια για την « ευλογημένη κατάσταση των καθαρών πνευμάτων». Ο άνθρωπος θέλει μόνο την ευτυχία πού γνωρίζει, και πού βρίσκεται μόνο εδώ, στην εμπειρία της ζωής. Η αιωνιότητά μας βρίσκεται μόνο εδώ.  Και ο Χριστιανισμός  διαβεβαιώνει πως βρίσκεται μόνο στο Χριστό.  Ήλθε σε μας, σ’ αυτή τη ζωή, έτσι ώστε αυτή η ζωή να γίνει συνάντηση μαζί Του, η έσχατη αναμέτρηση  μαζί Του –στον θάνατο.  Ο θάνατος γίνεται κέρδος. Τότε, το «εί  αγαπάς Με …» γίνεται η προφανής συνθήκη.  Δεν μπορείς να αγαπάς τη διδασκαλία, ή τις εντολές ή τις επαγγελίες.  Μπορείς να αγαπάς μόνο αν υπάρχει μια αναμέτρηση, αν ο Χριστός γίνεται το δώρο των πάντων στη ζωή.
Alexander Schmemann, “The Journals of Father Alexander Schmemann” ,  ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 1973-1983 εκδ. Ακρίτας

Παρασκευή 20 Μαΐου 2016



        Η ανάσταση εξάλλου της ψυχής είναι η ένωση με τη ζωή.  Διότι όπως ακριβώς το νεκρό σώμα δεν λέμε ότι ζει ούτε και είναι δυνατόν να ζει αν δεν δεχθεί μέσα του την ψυχή, η οποία το ζωοποιεί, και αν δεν ενωθεί με αυτήν αχώριστα, έτσι και η ψυχή δεν μπορεί από μόνη της να έχει ζωή, εάν δεν ενωθεί αρρήτως και ασυγχύτως με το Θεό, που είναι η όντως αιώνια ζωή.   Η ψυχή δηλαδή, πριν από την ένωσή της με το Θεό – που συντελείται με τη βιωματική γνώση και τη μυστική όραση και αίσθηση – είναι νεκρή, παρόλο που είναι νοερά και αθάνατη.  Γιατί δεν έχει κανείς αυτή τη γνώση, εάν δεν βλέπει νοερώς, ούτε διαθέτει αυτή την όραση, εάν δεν αισθάνεται νοερώς.  Με αυτό που λέω εννοώ την όραση και την συνδεδεμένη με αυτή γνώση και αίσθηση – αναφέρομαι στη σφαίρα της πνευματικής ζωής’ διότι στη σωματική ζωή υπάρχει αίσθηση και χωρίς όραση.   Ας αναφέρω ένα παράδειγμα : ο τυφλός , όταν σκοντάψει σε μία πέτρα, το αισθάνεται αυτό ο νεκρός όχι.  Αντίθετα, στην πνευματική ζωή, εάν ο νους δεν δει όσα είναι πέρα από κάθε διανοητική κατάληψη, δεν αισθάνεται τη μυστική αναγεννητική ενέργεια της θείας χάριτος μέσα του. Επομένως, όποιος ισχυρίζεται ότι έχει πνευματική αίσθηση πριν φθάσει στη θεωρία όσων υπερβαίνουν τον νου και τον λόγο και κάθε έννοια, μοιάζει με τον τυφλό που αισθάνεται όσα καλά ή κακά του συμβαίνουν, αγνοεί όμως όσα είναι δίπλα του και όσα είναι γι’ αυτόν υπόθεση  ζωής ή θανάτου. Διότι δεν αντιλαμβάνεται καθόλου όσα κακά ή καλά τον πλησιάζουν, καθώς έχει χάσει τη δύναμη και την αίσθηση της οράσεως’ γι αυτό και συμβαίνει πολλές φορές να σηκώνει το ραβδί του γα να αμυνθεί ενάντια σε κάποιον που έρχεται να τον βλάψει, και αντί γι αυτόν να χτυπάει ενίοτε τον φίλο του, ενώ ο εχθρός στέκεται μπροστά στα μάτια του και τον περιγελά.

ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

Σάββατο 14 Μαΐου 2016



Συνεχίζω τις χθεσινές σημειώσεις μου για την υπερηφάνεια, τον εγωκεντρισμό, ως πηγή αμαρτίας, ως το περιεχόμενο της αμαρτίας και ως η καταστροφική , ολέθρια δύναμή της.  Σκεφτόμουν σήμερα τη σχέση ανάμεσα στην αμαρτία, στη σάρκα και στη λαγνεία.  Λαγνεία είναι ουσιαστικά η ίδια εγωκεντρικότητα, η ίδια υπερηφάνεια, πού στρέφει το  σώμα στον εαυτό του, στην αυτοδικαίωση και στην αυτοϊκανοποίησή του.  Έτσι, είναι αδύνατη η γνήσια ταπείνωση δίχως τη νίκη ενάντια στη σάρκα, η οποία τελικά συνίσταται στην πνευματοποίηση του σώματος.  Αλλά η μάχη με τη σάρκα μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε υπερηφάνεια και σε πηγή υπερηφάνειας αν δεν ριζώνει στην αναζήτηση και επιδίωξη της ταπείνωσης.  Ο ασκητισμός μπορεί να εντρυφά στον εαυτό του κι όχι στον Θεό.  Τα σημάδια είναι σαφή.  Ο φωτεινός ασκητισμός είναι χαρούμενος, απλός, ελπιδοφόρος.  Ο ψευδής ασκητισμός, χωρίς εξαίρεση, ζει απεχθανόμενος τη σάρκα, τον κόσμο, τη ζωή.  Τρέφεται με την περιφρόνηση, συμμετέχει στη βλασφημία του Διαβόλου απέναντι στην κτίση.  Για έναν τέτοιο ασκητή, η αμαρτία – όπως και ο πειρασμός και ο κίνδυνος – φαίνεται να βρίσκεται παντού.  Ενώ η νίκη πάνω στη σάρκα δεν γίνεται ποτέ απέχθεια και πάντα οδηγεί στον «καθαρό οφθαλμό».  «Εάν δε ο οφθαλμός σου πονηρός ή , όλο το σώμα σου σκοτεινόν έσται» (Ματθ. 6. 23).

Alexander Schmemann”The Journals of Father Schmemann 1973-1983” “ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 1973-1983, εκδ. Ακρίτας

Σάββατο 7 Μαΐου 2016




Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΝΗΤΕΣ ΤΗΣ»
Κ.Μπαστιά
Η Ανάσταση στάθηκε κάρφος στον οφθαλμό της απιστίας. Ο σκεπτικισμός την είδε σαν το μεγάλο παράδοξο μέσα στα πλαίσια της Ιστορικής μνήμης κι οι Κυριακάτικοι κι εποχιακοί Χριστιανοί προτιμούν να μην μιλούν γι' αυτήν. Τους δημιουργεί δυσάρεστες αντιευδαιμονιστικές αμηχανίες, ασυμβίβαστες προς το πνεύμα του κοινωνικά ταχτοποιημένου ανθρώπου, ή κείνου που έχει σαν μοναδικό ιδανικό την κοινωνική σταδιοδρομία και ταχτοποίηση.

Αν αφίσουμε όμως τους τελευταίους στο πνευματικό οστεοφυλάκιο, που αναπαύονται, κι αν ρωτήσουμε τον άπιστο σκεπτικισμό, γιατί πιστεύει πως δεν αναστήθηκε ο Χριστός, θα πληροφορηθούμε τα εξής καταπληχτικά. Πρώτο πως το φαινόμενο αυτό της σωματικής ανάστασης είναι αντιφυσικό και για τούτο αντιεπιστημονικό κι αντιϊστορικό. Και δεύτερο γιατί δεν υπάρχει καμμιά υπεύθυνη μαρτυρική βεβαίωση. Είμαστε σύμφωνοι με το μισό μέρος του πρώτου επιχειρήματος, αλλά νομίζουμε παράλογο το άλλο μισό κι ολόκληρο το δεύτερο επιχείρημα.
Η σωματική ανάσταση του Χριστού, είναι πραγματικά φαινόμενο αντιϊστορικό κι αντιεπιστημονικό, όσο η ιστορία είναι η ιστορία της βίας κι η επιστήμη καθαρή σύλληψη του νου, που τον υπηρετούν αποκλειστικά και μόνο οι πέντε αίσθησες. Όταν όμως κείνα που οι άνθρωποι λογαριάσανε και σεβαστήκανε επί δύο χιλιάδες και περισσότερα χρόνια ως φυσικό νόμο, η επιστήμη του εικοστού αιώνα τ’ αποδείχνει πειραματικώτατα λάθος, τότε ποιος είναι ο φυσικός νόμος και ποια τα σύνορά του; Χιλιάδες χρόνια ο άνθρωπος έζησε με τη γεωμετρία του Ευκλείδη. Κι όμως οι γεωμετρικοί νόμοι του Ευκλείδη χάσανε στον αιώνα μας το κύρος της αδιαφιλονείκητης αλήθειας. Ο Λουμπατσέφσκυ απόδειξε πως δεν είναι σωστό το Ευκλείδιο αξίωμα, κατά το όποιο, από ένα σημείο που βρίσκεται εκτός ευθείας μία μονάχα παράλληλη τραβιέται, κι απόδειξε πως μπορούν να τραβηχτούν πολλές παράλληλες. Μία ολότελα νέα γεωμετρία θεμελιώθηκε και το σπουδαιότερο είναι πως δεν είναι η μοναδική. Ποιος δεν θυμάται από τα μαθητικά του χρόνια, πως το άθροισμα των γωνιών παντός τριγώνου ισούται προς δύο ορθές; Κι όμως στη γεωμετρία του Λουμπατσέφσκυ, το άθροισμα αυτό είναι πάντοτε μικρότερο από δύο ορθές γωνίες και στη γεωμετρία του Ρήμαν πάντοτε μεγαλύτερο. Οι εργασίες του Πλανκ και του Αϊνστάιν, τροποποιήσανε κατά τρόπο απροσδόκητο τους νόμους της έλξης και της αδράνειας του Νεύτωνα, κι ο Πουανκαρέ σοφώτατα διακήρυξε πως «ποτέ το πείραμα δεν απόδειξε ότι ο χώρος έχει τρεις διαστάσεις, αλλ’ απόδειξε μόνο πως είναι βολικό στον άνθρωπο να του αποδώση τρεις διαστάσεις». Αν ο Νεύτωνας είναι μεγάλος, δεν λογαριάζεται τέτοιος μονάχα γιατί ανακάλυψε σημαντικούς νόμους, αλλά γιατί ποτέ δεν απομακρύνθηκε από τη στερεή πεποίθηση, πως τα όρια της επιστήμης είναι περιωρισμένα. «Ο άνθρωπος -έγραψε- που αναζητά την πρώτη αιτία των όντων δεν ανήκει στην επιστήμη». Τι άλλο κάνει η σημερινή, μετά τόσους αιώνες, διαπίστωση του Έντιγκτον, ότι γνωρίζουμε πώς συμπεριφέρεται ένα ηλεκτρόνιο, αλλά δεν γνωρίζουμε τι είναι, παρά να επιβεβαιώνη το Νεύτωνα;
Ας αφίσωμε λοιπόν ήσυχη την επιστήμη και το τι είναι φυσικό και τι αντιφυσικό, συζήτηση κατάλληλη για τον δέκατο όγδοο αιώνα και τον δέκατο ένατο, αλλ’ όχι για την φοβερή εμπειρία του εικοστού, κι ας έρθουμε στους υπεύθυνους και τους ανεύθυνους μάρτυρες του μεγάλου θαύματος.
Κανείς δεν αμφισβητεί πως κάποια στιγμή ο τάφος του Χρίστου βρέθηκε ανοιχτός και το ενταφιασμένο σώμα να λείπη. Τι έγινε λοιπόν το σώμα; Το κλέψανε, ωρύεται η απιστία. Αλλά ποιοι; Βέβαια, δεν το κλέψανε οι εχθροί του. Τότε ποιοι το κλέψανε; Κι η ομόφωνη απάντηση είναι μια, στερεότυπη κι απλοϊκή! «Οι μαθητές του, για να διαδώσουνε πως αναστήθηκε».
Αν όμως για μια στιγμή συμφωνήσουμε με την απιστία και παραδεχτούμε πως πραγματικά οι μαθητές κλέψανε το σώμα, για να διακηρύξουν ότι αναστήθηκε, πως αυτοί οι έντεκα άνθρωποι συνωμοτήσανε να διαδώσουνε ένα ψέμμα τόσο τερατώδες; Θα ρωτήσουμε αυτονόητα, τι είχαν να ωφεληθούν απ’ αυτή την απάτη;
Δεν αποκλείω διόλου μια ομάδα ανθρώπων να μεταβληθεί σε σπείρα απατεώνων, αλλά δεν μπορώ να λησμονήσω σε τέτοια περίπτωση, τον αμείλικτο νόμο που ορίζει, πως τα αμαρτωλά μέσα κυνηγούν αμαρτωλούς σκοπούς. Τι κερδίσανε όμως οι Απόστολοι απ’ αυτή τη συνωμοσία της ψευτιάς και της απάτης; Μήπως χρήματα; Μήπως εγκόσμια αξιώματα; Μήπως σαρκικούς ευδαιμονισμούς, ή της δημαγωγίας τα άνθη; Ποιο αγαθό έφερε στα πόδια τους ένα τέτοιο αποκρουστικό έγκλημα; Μάς το φανερώνει η ζωή τους. Πείνα γνωρίσανε και δίψα και γύμνια και ψυχική και σωματική ταλαιπωρία και προδοσίες κι εξευτελισμούς και φοβερούς κατατρεγμούς και τέλος τα βασανιστήρια και τον μαρτυρικό θάνατο.
Μα είναι δυνατόν άνθρωπος, που δεν τούχει σαλέψει το λογικό, να παραδεχτή πως τόσοι άντρες δεχτήκανε να ζήσουνε τέτοια πανάθλια και μαρτυρική ζωή και να γνωρίσουνε ένα τόσο φριχτό και βασανιστικό θάνατο, για ένα ψέμμα; Κι είναι λογικό να παραδεχτούμε πως όσα πάνσοφα κηρύξανε κι όσα πράξανε θαυμαστά, ήταν ο καρπός μιας απάτης και μιας συνωμοσίας; Από ακανθών δεν βλασταίνουν σταφυλαί ούτε από τριβόλων σύκα. Κι αν ένας άνθρωπος «διά Χριστόν σαλός» μπορεί να οπτασιαστεί τις εικόνες των πόθων του, έντεκα μαζί είναι πολύ δύσκολο να το πάθουν και μάλιστα άνθρωποι σαν το Θωμά, που δεν πίστευε, αν δεν έβαζε το δάχτυλο «ἐπί τόν τῦπον τῶν ἥλων». Τον είδαν λοιπόν με τα μάτια τους και Τον άγγιξαν με τα χέρια τους τον αναστηθέντα Χριστό, και Του μίλησαν, και Τον άκουσαν, και πήραν την ευλογία Του, και θεμελιώσανε την Εκκλησία Του, και κηρύξανε, και πράξανε «μύρια, πᾶσαν ὑπερβαίνοντα φύσιν», όπως λέγει ο Χρυσόστομος.
Κι όπως δεν έπεσε απ’ το αέτωμα του ναού, ούτε κατέβηκε απ’ το Σταυρό, καθώς τον προκαλούσε η δαιμονική νόηση, έτσι και την Ανάστασή του δεν την προανάγγειλε παρά μονάχα στους μαθητές του. Έχει θεμελιακή σημασία, σε ποιους έκαμε αυτή τη δήλωση ο Ιησούς και σε ποιους δεν την έκαμε. Αποκάλυψε την Ανάστασή Του μονάχα στους πιστούς φίλους και μαθητές. Δεν την είπε ούτε στον Άννα, ούτε στον Καϊάφα, ούτε στον Πιλάτο. Δεν την ανακοίνωσε για να φοβίσει τους άπιστους, αλλά για να γιγαντώσει το θαυμασμό και να τονώσει την πίστη κείνων που θαύμαζαν, που αγαπούσαν και πίστευαν. Το θαύμα τ’ ανήγγειλε στα ώτα μονάχα των ακουόντων και κανένα στοιχείο προς κατάπληξη κι εκφοβισμό δεν μεταχειρίζεται, στην παρωδία, που λέγεται δίκη του Ιησού. Δεν λαλεί σε ώτα μη ακουόντων, ούτε προβάλλει το θαύμα στους θεληματικά τυφλούς.
Υπάρχει μια βαθύτερη οντολογική ενότητα στη στάση του Χριστού από τον πρώτο πειρασμό στο αέτωμα του ναού, ως την Ανάσταση και τις εμφανίσεις στους μαθητές Του.
Όταν ο Ωριγένης λέγει: «...Ἐκφῆναι οὖν ἐβούλετο τήν δύναμιν ἑαυτοῦ ὁ Ἰησοῦς, θείαν οὖσαν ἑκάστῳ τῶν δυναμένων αὐτήν ἰδεῖν», («... ήθελε ο Ιησούς να φανερώσει την δύναμή του, που ήταν θεϊκής φύσεως, στον καθένα απ’ όσους μπορούσαν να την δουν...»), ξεκαθαρίζει μ’ ασύλληπτη καθαρότητα αυτή τη Χριστολογική αρχή. Γι’ αυτό κείνοι που ακούσανε την πρόρρηση κι είδανε την Ανάσταση, οι μαθητές δηλαδή, «οἱ δυνάμενοι ἰδεῖν» του Ωριγένη, είναι οι πιο υπεύθυνοι μάρτυρες, το πιο αληθινό τεκμήριο. Τα όργανα της απάτης δεν γίνουνται μάρτυρες, που σημαίνει άνθρωποι που πάσχουν, επειδή βεβαιώνουν αυτό που πραγματικά είδαν: Την Ανάσταση.
ΠΗΓΗ : enoriako.info
Category: Κείμενα / Κωστής Μπαστιάς