Το εδραιωμένο και αναμφισβήτητο γεγονός είναι ότι στην πρώτη Εκκλησία η Θεία Κοινωνία ήταν ένας αυτονόητος κανόνας για όλους τους πιστούς σε κάθε θεία Λειτουργία. Εκείνο που πρέπει δε να τονιστεί ιδιαίτερα είναι ότι αυτή την «ἐν σώματι» και τακτική Θεία Κοινωνία δεν την καταλάβαιναν ούτε τη βίωναν μόνο σαν μια πράξη προσωπικής ευσέβειας και εξαγιασμού αλλά, πάνω απ’ όλα, σαν μια πράξη που προέρχεται από το γεγονός ότι ο καθένας είναι μέλος της Εκκλησίας, δηλαδή σαν μια ολοκλήρωση, μια πραγματοποίηση αυτής της ιδιότητας του μέλους. Η Θεία Μετάληψη ονομαζόταν αλλά και βιωνόταν σαν το Μυστήριο της Εκκλησίας, το Μυστήριο της «ἐπί τῷ αὐτῷ συνάξεως», το Μυστήριο της ενότητας. «’Αναμείχτηκε με μᾶς», γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «καὶ εξαφάνισε το Σῶμα Του μέσα μας ἔτσι ὥστε ἐμεῖς νὰ μπορέσουμε νὰ ἀποτελέσουμε μιά ὁλότητα καὶ νὰ γίνουμε ἔνα σῶμα ἐνωμένο μὲ τήν Κεφαλή». Πραγματικά στην πρώτη Εκκλησία δεν δέχονταν κανένα άλλο δείγμα ή κριτήριο ότι κάποιος είναι μέλος της Εκκλησίας παρά μόνο τη συμμετοχή του στη θεία Μετάληψη : «ἧταν ἀπ’ ὅλους ἀποδεχτό ὅτι ὄταν κάποιος δεν κοινωνοῦσε για μερικές ἐβδομάδες ἀναθεματιζόταν, αφοριζόταν ἀπό το Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας». Η Θεία Μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού ήταν η αυτονόητη ολοκλήρωση του Βαπτίσματος και του Χρίσματος και δεν χρειαζόταν άλλες προϋποθέσεις για να κοινωνήσει κανείς (Βλέπε ευχή του μύρου: Αὐτός οὖν, Δέσποτα παμβασιλεῦ, εὔσπλαχνε, χάρισαι αὐτῷ (τόν νεοβαπτισθέντα) καί τήν σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ ἀγίου καί παντοδυνάμου και προσκυνητοῦ σου Πνεύματος, καί τήν μετάληψιν τοῦ ἁγίου Σώματος καί τοῦ τιμίου Αἵματος τοῦ Χριστοῦ σου…». Όλα δηλαδή τα άλλα μυστήρια έπικυρώνονται με τη συμμετοχή στη Θεία Μετάληψη. Τόσο καταφανής ήταν η σχέση αυτή μεταξύ της ιδιότητας του μέλους της Εκκλησίας και της Θείας Κοινωνίας ώστε σ ’ένα παλιό λειτουργικό κείμενο βρίσκουμε την απόλυση, πριν από τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, αυτών που «δέν μποροῦσαν νά πάρουν μέρος στη Θεία Κοινωνία». Θα πρέπει εδώ να διευκρινιστεί ότι όσο και αν αργότερα έγινε σκοτεινή και περίπλοκη αυτή η πρωταρχική αντίληψη της θείας Κοινωνίας δεν έχει ποτέ απορριφτεί εντελώς και παραμένει πάντοτε ο ουσιαστικός κανόνας της εκκλησιαστικής παράδοσης.
Θα πρέπει, λοιπόν, κανείς να ρωτήσει όχι
για τούτο τον κανόνα αλλά για το τί έγινε αργότερα. Γιατί τον ξεχάσαμε τόσο ώστε και μια απλή και
μόνο αναφορά για πιο συχνή (για να μη μιλάμε για τακτική) Θεία Κοινωνία να
φαίνεται σε πολλούς (και ειδικά στον κλήρο) μια πρωτάκουστη κίνηση καινοτομίας
που, κατά τη γνώμη τους, καταστρέφει τα θεμέλια της Εκκλησίας. Πως είναι
δυνατόν, για αιώνες, οι εννέα στις δέκα Θείες Λειτουργίες να είναι χωρίς
κοινωνούς (ανθρώπους που να κοινωνούν) ; Γιατί
αυτό, ένα απίστευτο γεγονός, δεν προκαλεί ούτε κατάπληξη, ούτε τρόμο,
ενώ η επιθυμία για πιο συχνή Θεία Κοινωνία ξεσηκώνει το φόβο, την αντίθεση, την
αντίδραση. Πώς μπορεί το παράξενο δόγμα της «ἄπαξ τοῦ
ἔτους»
θείας Κοινωνίας να εμφανίζεται στην Εκκλησία και να θεωρείται σαν «κανόνας»
και κάθε παρέκκλιση απ’ αυτόν να μην είναι μια εξαίρεση ; Πώς με άλλα λόγια,
συνέβηκε να καταλαβαίνουμε τη Θεία Κοινωνία τόσο ατομικιστικά, τόσο ξεκομένα
από το δόγμα της Εκκλησίας σαν Σώματος Χριστού, τόσο δηλ. βαθιά αντίθετα στην
ίδια την ευχή της Θείας Ευχαριστίας : «ἡμᾶς
δέ πάντας, τούς ἐκ τοῦ ἑνός
Ἄρτου και τοῦ
Ποτηρίου μετέχοντας, ἐνώσαι ἀλλήλοις
εἰς ἑνός
Πνεύματος κοινωνίαν»;
Alexander Schmemann, GREAT LENT,
Journey to Pascha