Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018




Η θεία Λειτουργία είναι η Δευτέρα Παρουσία, είναι η πραγματοποίηση της Βασιλείας του Θεού.  Εκεί βρισκόμαστε για να υπάρξουμε ζώντες.  Αυτό μας χαρίζεται.  Γι’  αυτό κοινωνούμε σώματος και του αίματος του Χριστού. Επαναλαμβάνω ότι αυτό μας χαρίζεται.  Είμαστε οι άγιοι της Δευτέρας Παρουσίας. Συγχρόνως βέβαια δεν έχουμε νικήσει τον θάνατο. Τελειώνοντας η θεία Λειτουργία, βρισκόμαστε και πάλι στην πραγματικότητα της οδοιπορίας. Όμως η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, με κεντρικό πυρήνα τη θεία Ευχαριστία, επενδύει, εμποτίζει και ανανοηματοδοτεί την πραγματικότητα αυτή της οδοιπορίας. Έτσι όλες οι ακολουθίες της Εκκλησίας, όλος ο εβδομαδιαίος κύκλος, όπως και ο ημερήσιος κύκλος του εικοσιτετραώρου, όπως και ο ενιαύσιος, ο ετήσιος κύκλος, υπάρχουν εν σχέσει προς τη θεία Ευχαριστία. Κι έτσι όλα αυτά μεταβάλλουν τη ζωή μας σε νιά όδευση προς τη θεία Ευχαριστία.  Οδεύοντας προς τη θεία Ευχαριστία, για να αποδεχθούμε την αγιότητα, είμαστε εν μετανοία και γονατίζουμε και σταυροκοπιόμαστε και παρακαλούμε, και κάνουμε όσα προβλέπει η λειτουργική μας παράδοση, γιατί έχουμε επίγνωση της δικής μας αδυναμίας και της αναξιότητάς μας σε σχέση με αυτό που μας δωρίζεται εκεί.  Αλλά την ώρα της θείας Ευχαριστίας μόνο ευχαριστούμε και δοξολογούμε.  Η θεία Ευχαριστία έχει δοξολογικό χαρακτήρα.


Ερώτηση: Τί γίνεται όμως για όσους δεν έχουν επίγνωση αυτής της οδού;

Είναι ηθικό το ερώτημα. Όταν τα λέμε αυτά τα πράγματα δεν αξιολογούμε τη δικαίωση των ανθρώπων. Να το πω με έναν άλλο τρόπο, ένα παραδοξολόγημα. Μπορώ να σας πω ποιος δρόμος οδηγεί στην Εκκλησία, στη θεία Ευχαριστία. Δεν μπορώ να σας πω ποιος δρόμος δεν οδηγεί στη θεία Ευχαριστία. Μπορώ να σας πω ποιος δρόμος οδηγεί στην Εκκλησία, δεν μπορώ να σας πω ποιος δρόμος δεν οδηγεί στην Εκκλησία. Θέλω να πω ότι πολλές φορές κάποιοι άνθρωποι λόγω του περιβάλλοντος στο οποίο γεννήθηκαν, ή λόγω των γονέων τους, ή λόγω της παιδείας τους κλπ., δεν ακολουθούν αυτό το δρόμο προς τη θεία Ευχαριστία. Ταλαιπωρούνται σε διάφορους άλλους δρόμους.  Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα φτάσουν στη θεία Ευχαριστία. Εγώ μπορώ να σας πω ποιος δρόμος οδηγεί εκεί, σύμφωνα με την παράδοσή μας, αλλά δεν μπορώ να κρίνω ποιός δρόμος αποκλείεται μα οδηγήσει εκεί, γιατί για τον Θεό τίποτα δεν αποκλείεται.
                                Δημήτρης Μαυρόπουλος, ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ, εκδόσεις Δόμος

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018



Αυτή η κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο έχει πάρει διάφορες ονομασίες  κατά τη διαδρομή των ιστορικών εποχών, στην Παλαιά Διαθήκη και στην Εκκλησία. Αυτή η κίνηση είναι κίνηση δωρεάς, δεν είναι κίνηση συναλλαγής ή ανταλλαγής. Δεν μπορεί να είναι κίνηση ανταλλαγής, γιατί δεν έχουν ομοιότητα οι δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη. Είναι μία κίνηση που χαρίζεται στην κτιστή φύση, στον άνθρωπο, χωρίς ο Θεός να ζητάει από  τον άνθρωπο κάποιο αντάλλαγμα έναντι αυτής της δωρεάς. Στην ιερή γλώσσα αυτή η κίνηση ονομάζεται θεία  Χάρη. Ονομάζουμε θεία Χάρη την παρουσία του Θεού  στον άνθρωπο. Πώς γίνεται η παρουσία του Θεού μέσα στον άνθρωπο; Δεν είναι δυνατό να αναμειχθεί η φύση του Θεού με τη φύση του ανθρώπου, όχι γιατί δεν θέλει ή γιατί δεν είναι σωστό, αλλά γιατί είναι πέραν της φύσεως. Η φύση της θεότητας δεν αναμειγνύεται  με τη φύση της ανθρωπότητας, και ευρύτερα με τη κτιστή φύση. Αυτό λοιπόν με το οποίο ενώνεται ο άνθρωπος δεν είναι αυτή η ίδια η φύση του Θεού, αλλά οι ενέργειές της, ή, να το πω με μια άλλη λέξη, οι δυνάμεις της φύσεως. Η φύση έχει δυνάμεις και αυτές οι δυνάμεις τις ονομάζουμε ενέργειες. Το άκτιστον  εκχέει αυτές τις ενέργειές του μέσα στην κτίση, στο κτιστόν. Το κτιστό συνδέεται ή, αν θέλετε, διαποτίζεται από αυτές τις ενέργειες. Η παρουσία αυτών των ενεργειών μεταποιεί το κτιστόν σε μη θνητόν, σε μη φθαρτόν’ το αφθαρτοποιεί, του αφαιρεί την κίνησή του προς την ανυπαρξία ,προς το μηδέν.

Αλλά εδώ προκύπτει ένα τεράστιο θέμα. Αυτές οι ενέργειες που  διαποτίζουν το κτιστόν δεν είναι ενέργειες αφηρημένες, ούτε είναι δυνάμεις κτιστές, όπως είναι π.χ. η μαγνητική δύναμη ή η δύναμη του ηλεκτρισμού. Αν ακουμπήσεις μια ηλεκτρική πηγή θα σε διαποτίσει η ενέργεια του ηλεκτρισμού, είτε το θέλεις είτε δεν το θέλεις. Αντίθετα, οι ενέργειες του Θεού είναι ενέργειες που πηγάζουν από προσωπική υπόσταση και έχουν απαραίτητο στοιχείο τον διάλογου, τη σχέση, την απόκριση. Αυτό στην εκκλησιαστική γλώσσα το ονομάζουμε «ελευθερία» ή, για να  χρησιμοποιήσω  μια λειτουργική έκφραση,    «προαίρεση». Τί σημαίνει ότι  προαιρούμαι, ότι θέλω  να αποδεχθώ αυτές τις ενέργειες; Το «θέλω» δεν είναι μια παθητική στάση, είναι  μια στάση ενεργητική. Πρέπει δηλαδή και εγώ, τις δικές μου κτιστές φυσικές ενέργειες να τις ενεργοποιήσω προς τα έξω’ να φύγω από τον εαυτό μου και να βρεθώ «εκτός εαυτού», προς τον άλλον.  Αυτό το ονομάζουμε στη νηπτική μας παράδοση έκσταση (από το «έξω ίσταμαι», βγαίνω από τον εαυτό μου). Έτσι η Εκκλησία υιοθετεί τώρα την πρώτη κίνηση που ανέφερα, την κίνηση του ανθρώπου προς τον Θεόν, αφού την «διορθώνει», δίνοντάς της ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο : κίνηση του ανθρώπου προς τον Θεό σημαίνει απάντηση στην κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο. Κι αυτό είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής ζωής.

                Δημήτρης Μαυρόπουλος, ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ, εκδόσεις Δόμος

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2018


       

Η τομή μέσα στην ιστορία γίνεται με τη σάρκωση του Λόγου, με την οποία η κίνηση του Θεού παίρνει σάρκα και οστά. Ο Λόγος γίνεται ένας από εμάς, γίνεται άνθρωπος σαν κι εμάς. Αλλά είναι πλέον ο άνθρωπος ο ενωμένος με μία από τις υποστάσεις της θεότητας, με τον Λόγο.  Γι’ αυτό είναι σώος.

       Στο σημείο αυτό θα  ανοίξω μία παρένθεση για να εξηγήσω τί θα πει «σώος» και «μη σώος», κατ’ ουσίαν τί θα πει ζωή και τί θα πει θάνατος΄.  Το κτιστό από μόνο του δεν ζει, δεν μπορεί να ζήσει. Το κτιστό δημιουργείται από το μηδέν και έχει φορά επιστροφής στο μηδέν.  Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Το κτιστό έχει  μέσα του ροπή προς την ανυπαρξία.  Για να μπορεί το κτιστό  να  ζήσει πρέπει  να συνδεθεί με μία πηγή, που του επιτρέπει να μην επιστρέψει στην ανυπαρξία.  Την ονομάζουμε πηγή ζωής.  Το κτιστό έχει ανάγκη συνδέσεως με κάτι που δεν έχει σχέση ούτε με την ύπαρξη ούτε με την ανυπαρξία, με κάτι που δεν δημιουργείται εκ του μηδενός, αλλά που υπάρχει εσαεί – με το «υπάρχειν» λοιπόν. Όπως βλέπετε ακόμα δεν χρησιμοποιώ τη λέξη Θεός.  Λέω απλώς πως το κτιστό για να υπάρξει έχει ανάγκη να είναι συνδεδεμένο με το υπάρχειν.  Όμως αυτό  το υπάρχειν δεν είναι μια απρόσωπη και ανυπόστατη κατάσταση των κτιστών όντων.  Το υπάρχειν έχει υπόσταση, έχει ουσία, είναι τί.  Με τη σάρκωση του Λόγου στην πραγματικότητα αποκαλύπτεται το υπάρχειν.  Ο άνθρωπος Ιησούς δεν πεθαίνει, γιατί είναι συνδεδεμένος με την υπόσταση της θεότητας. Συνδέθηκε πώς;  Δεν πήγε ο άνθρωπος Ιησούς να βρει και να συνδεθεί με τη θεότητα, αλλά η θεότητα ήρθε να ενωθεί με την ανθρώπινη φύση.  Έτσι, στο πρόσωπο του Ιησού έχουμε  την  παρουσία του σώου ανθρώπου, του ανθρώπου που βρίσκεται εκτός της δυνατότητος του θανάτου. Σώος λοιπόν είναι ο άνθρωπος  ο οποίος είναι συνδεδεμένος με την πηγή της ζωής, είναι ο άνθρωπος ο οποίος συνδέεται με τον Θεό.  Μη σώος είναι ο άνθρωπος ο οποίος δεν έχει σχέση με την πηγή της ζωής.  Θάνατος είναι η απουσία της πηγής της ζωής, η απουσία του Θεού. Όταν λοιπόν μιλάμε για αγιασμό των πιστών θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας αυτή τη δεύτερη κίνηση, την κίνηση του Θεού  προς τον άνθρωπο.
. . . Όταν λοιπόν μιλάμε για «αγιασμό» των πιστών, μιλάμε κατ’ ουσίαν για μια σχέση.  Αγιασμός των πιστών είναι η παρουσία μιάς σχέσης.  Τη σχέση αυτή οι νηπτικοί Πατέρες ονομάζουν «ερωτική σχέση». Η σχέση αυτή περιλαμβάνει την κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο και την απάντηση του ανθρώπου προς τον Θεόν.
. . . Δεν είναι δυνατόν να φτάσει ο άνθρωπος να νικήσει την εντός του φθορά, τη φυσική του δηλαδή φθορά, αν δεν απαντήσει ενεργητικά, αν δηλαδή δεν κινητοποιήσει μέσα του όλες τις ενέργειες σε μία φορά προς το θείο.
. . . φθορά σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι υποδουλωμένος στον τρόπο νοήσεως του κτιστού.  Δεν μπορεί να νοήσει το άκτιστο, να έρθει σε σχέση με το άκτιστο.

                          Δημήτρης Μαυρόπουλος, ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ, εκδόσεις.  Δόμος


Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

        
        Κι έτσι ερχόμαστε στην έννοια του προσώπου. Εάν θέλουμε στη δική μας παράδοση να μιλήσουμε περί γνώσεως του Θεού, όχι ψυχολογικής, όχι συναισθηματικής, όχι γνωσιολογικής, αλλά πραγματικής και κατά φύσιν, τότε πρέπει να μιλήσουμε για γνώση εν προσώπω.  Μόνο πρόσωπα μπορούν να γνωσθούν, γιατί μόνο πρόσωπα μπορούν και θέλουν να έχουν σχέση μεταξύ τους.  Γι’ αυτό η Εκκλησία επέμενε πάντοτε ότι πρέπει να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από την ατομικότητα του και να υπάρξει ως πρόσωπο μέσα στην ιστορία.  Γι’ αυτό – για την παράδοσή μας – μόνο εν προσώποις γνωρίζεται ο Θεός.
       Δεν μπορεί να υπάρξει ένα μόνο πρόσωπο. Για να χρησιμοποιήσω μια παραδοξολογία, εάν υπήρχε ένα πρόσωπο σε όλη την οικουμένη, τότε αυτό το πρόσωπο δε θα υπήρχε. Είναι παραδοξολογία, αλλά το λέω για να φανεί ότι το πρόσωπο υπάρχει μόνο εν σχέσει, εν αναφορά προς ένα άλλο πρόσωπο. Αυτό υπογραμμίζεται σε όλη τη βιβλική παράδοση, ακόμα και στην Παλαιά Διαθήκη, κυρίως όμως στην Καινή Διαθήκη, κι είναι αυτό που ονομάζουμε αγάπη.  Δεν είναι ο έρως της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, ο οποίος ενέχει αναγκαιότητα, εφόσον, για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, η φύση αναγκάζεται να εράται του κάλλους.  Εδώ  πρόκειται για μια άλλη αγάπη, αγάπη εν ελευθερία. Δεν με αναγκάζει τίποτα ν’ αγαπήσω. Θέλω και αγαπάω.
. . .  και είπαμε για γνώση ως σχέση, μιλήσαμε για γνώση εν προσώποις, και τώρα μπορούμε  να μιλήσουμε για γνώση εν αγάπη. Μόνο εν αγάπη μπορεί να υπάρξει η γνώση, όχι μόνο η γνώση του Θεού, αλλά γενικά η γνώση των κτιστών και του ακτίστου,  η γνώση των προσώπων.  Η αγάπη βέβαια είναι μια παρουσία σχέσεως, αλλά αυτή η αγάπη δεν είναι ούτε συναισθηματική, ούτε διανοητική, ούτε ηθική.  Τόσο η συναισθηματική όσο και διανοητική αγάπη κινούνται, όπως είπα, και πιο πριν, στα όρια της φύσεως, δεν προϋποθέτουν σχέση προσώπων.  Μπορεί στο κέντρο μιας τέτοιας συναισθηματικής ή διανοητικής αγάπης να υπάρχει το άτομο.  Ή, για να το πω με άλλα λόγια, η συναισθηματική και η διανοητική αγάπη δεν είναι γνώση του άλλου’ είναι μια (ψευδής) «ολοκλήρωση» του ατομικού «Εγώ». Η αγάπη για την οποία μιλάμε, η αγάπη που είναι γνώση του άλλου, πρέπει να πραγματοποιείται εμπειρικά, στην πράξη τα ίδιας της σχέσης, κι όχι αφηρημένα στα συναισθήματά μου ή στα διανοήματά μου.  Από την άποψη αυτή, αγάπη σημαίνει έναν συνεχή προσδιορισμό της υπάρξεώς μου εν σχέσει προς τους άλλους.

                                                                                                                  Δημήτρης Μαυρόπουλος, ΔΙΕΡΧΟΜΑΝΟΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ, εκδ. Δόμος

Σάββατο 2 Ιουνίου 2018


        Εάν ο Θεός δεν θέλει να γίνει γνωστός, τότε σημαίνει ότι δεν μπορώ ποτέ να γνωρίσω τον Θεό.  Βέβαια αυτό θα σήμανε και κάτι άλλο (και ας μη θεωρηθεί βλάσφημο αυτό που θα πω): εάν ο Θεός δεν ήθελε να γίνει γνωστός, τότε δεν θα υπήρχε Θεός. Αλλά πριν φτάσουμε στο σημείο να διερωτηθούμε περί της θελήσεως του Θεού να γνωσθεί από εμάς, έχουμε τη σχέση Πατέρα και Υιού.  Ο Πατήρ θέλει και αγαπά τον Υιό, ο Υιός θέλει και αγαπά τον Πατέρα. Υπάρχει λοιπόν μια γνώση εξ αγάπης και εν αγάπη (γνώση, με την έννοια της σχέσης) που είναι ελεύθερη, είναι σχέση εν ελευθερία.  Επομένως και ο Πατήρ προς  τον κόσμο, προς την κτίση, θέλει και γνωρίζεται.  Είναι ο  τρόπος με τον  οποίο  υπάρχει ο Θεός, να θέλει να γίνεται γνωστός. Εάν απαντήσουμε κι εμείς μ’ ένα «θέλω», τότε αρχίζει η οδός της γνώσεως.
        Στην εικόνα που μας παραδίδει η διήγηση της Γεννέσεως περιγράφεται το λάθος του ανθρώπου: ο Αδάμ δεν θέλησε να γνωρίσει τον Πατέρα, αλλά θέλησε στη θέση του Πατρός να βάλει ένα είδωλο θεότητας.  Θέλησε να γίνει Θεός κατά ένα αυθαίρετο, δικό του τρόπο.  Έκανε μια ανταρσία απέναντι σ’ αυτή τη σχέση που του πρότεινε ο Θεός, και αυτό που εισέπραξε ως καρπό αυτής της ανταρσίας ήταν η διακοπή της σχέσης με τον Θεό. Σας έλεγα, πόσο ενδεικτική είναι στη διήγηση της πτώσεως η εικόνα όπου ο Αδάμ κρύβεται μόλις ακούει τα βήματα του Θεού γιατί τον φοβάται.  Κι αυτό είναι μια διεστραμμένη γνώση περί Θεού.  Αντί η παρουσία του Θεού να είναι πηγή χαράς γι’  αυτόν, γίνεται πηγή τρόμου.
                                 
                                                             Δημήτρης Μαυρόπουλος, ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ, εκδ. Δόμος