Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

        Η Εκκλησία συγχέεται με τη λατρεία. Έφτασε μάλιστα  στο σημείο να κατανοείται σαν ένα μυστηριακό ιεραρχικό καθίδρυμα, που υπάρχει για να τελεί τη θεία λατρεία, σαν ένα ιερό , υπερχρονικό και αμετάβλητο μυστήριο. Η Εκκλησία είναι εκείνη που εγγυάται τον αντικειμενικό χαρακτήρα και την πραγματικότητα αυτής "της ιερής πράξης", και μ' αυτή την έννοια η Εκκλησία, στη μυστηριακή ιεραρχική δομή της είναι το όργανο αυτού του μυστηρίου και υποτάσσεται σ' αυτό.  Αλλ' η Εκκλησία δεν μπορεί να περιορίσει την έκφραση, αύξηση και τελείωσή της στα πλαίσια του μυστηρίου αυτού, διότι έξω από αυτό δεν υπάρχει Εκκλησία.  Υπάρχουν μόνο επί μέρους χριστιανοί, που σε μικρότερη ή μεγαλύτερη έκταση ζούν ατομικά, από μια ιερή σχέση μ' αυτό, με τον αγιασμό και την πνευματική τροφή που αυτό τούς παρέχει. Υπάρχει, δηλαδή, "η ενορία" ως μια οργάνωση ουσιαστικά των λαϊκών, που τους συνδέει μεταξύ τους το ενδιαφέρον για την παρουσία αυτού του "ιερού κάτι"- για τ0 ναό και τη φροντίδα του ιερατείου που αυτός χρειάζεται.  Αλλ' ο κάθε πιστός, μπαίνοντας στη Εκκλησία, δεν αισθάνεται ότι είναι κοινωνός και τελετουργός της λατρείας, δεν ξέρει ότι σ' αυτή την πράξη της λατρείας αυτός μαζί με τους άλλους και όλοι μαζί συγκροτούν την Εκκλησία ως μια καινούργια ζωή και να μετανορφώνονται ξανά σε μέλη της Εκκλησίας.  Ο πιστός έγινε ένα " αντικείμενο " της λατρείας, η οποία τελείται για την  "τροφοδοσία " του έτσι, ώστε να μπορεί ως άτομο να ικανοποιεί τις " θρησκευτικές " του ανάγκες.  Κατά τον ίδιο τρόπο η ενορία δεν ξέρει ΄
ότι η λατρεία ως έκφραση της ενορίας τη μεταμρφώνει σε Εκκλησία και της δίνει εκείνες τις " διαστάσεις ", που δε θα μπορούσε φυσιολογικά να έχει.  Έτσι παραμένει μια περιορισμένη ανθρώπινη και μόνο ανθρώπινη κοινότητα που ζεί, όχι ως Εκκλησία,αλλά μέσα στα αναγκαστικά περιορισμένα ανθρώπινα ενδιαφέροντα.  'Εχοντας μεταβληθεί σε κάτι "ιερό καθαυατό", η λατρεία δίνει την εντύπωση ότι κάθετι άλλο  στην Εκκλησία είναι "κοσμικό" : η διοίκησή της έγινε στά μάτια μας νομική και διοικητική η"υλική" ζωή της χωρίστκε αυστηρά από το πνευματικο της περιεχόενο' και τα μέλη της ιεραρχία (έχοντας γίνει οι τελετουργοί μόνο των μυστηρίων, στα οποία κανείς δε βλέπει την έκφραση, αύξηση και τελείωση της Εκκλησίας), έχουν φυσιολογικά απωθηθεί έξω από τη σφαίρα  της διοίκησης της Εκκλησίας, των οικονομικών, ακόμη και της διδασκαλίας, αφού όλες αυτές οι σφαίρες έγιναν κοσμικές και βέβηλες.  Σήμερα το μοναδικό περιεχόμενο της ζωής της Εκκλησίας, η λατρεία, έπαυσε να κατανοείται στο πραγματικό της περιεχόμενο, να είναι δηλαδή έκφραση, αύξηση και τελείωση της Εκκλησάς.

         ( Alexander Schmemann, INTRODUCTION TO LITURGICAL THEOLOGY-H ΕΚΚΛΗΣΙΑ       ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΗ εκδ.ΑΚΡΙΤΑΣ )

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014





        Η λειτουργική κρίση συνίσταται, πρίν απ όλα, στη λανθασμένη αντίληψη για το ρόλο και τη θέση της λατρείας στην Εκκλησία, στη βαθιά μεταβολή που υπέστη η έννοια της λατρείας μέσα στο πνεύμα της Εκκλησίας.  Πρέπει να τονίσουμε με έμφαση το γεγονός ότι ομιλούμε για κάτι πολύ πιό σπουδαίο από την παρανόηση των κειμένων, των ακολουθιών και της γλώσσας της θείας λατρείας.  Ομιλούμε για την καθολική προσέγγιση της λατρεάς και της "βιωσής" της.  Η λατρεία -η δομή της. ο τύπος και το περιεχόμενο της- παραμένουν ό,τι ήταν και πριν και ουσιαστικά ότι ήταν πάντοτε.  Μ' αυτή την έννοια είναι δίκαιο να ομιλούμε για πιστότητα της Ορθοδοξίας στη λατρεία της.  Αλλ' η κατανόηση και η χρήση είναι δύο διαφορετικά πράγματα.  Παρατητρείται, δηλαδή, μια ασυμφωνία ανάμεα στο βασικό σκοπό τηε λατρείας και στον τρόπο με τον οποίο αυτός κατανοείται, ενώ τα μέλη της Εκκλησίας απλώς δεν έχουν προσέξει αυτή τη διαφορά.  Και η "κλείδα" που υποθετικά θα οδηγούσε σε μια κατανόηση της λατρείας της Εκκλησίας , προς το παρόν, αποκλείει κάθε τέτοια δυνατότητα.  Αδιάφορο αν ηχεί παράδοξα, πάντως εκείνο που συσκοτιζει την έννοια της λατρείας είναι ότι έγινε για τους πιστούς ένα αντικείμενο αγάπης, αληθινά σχεδόν το μοναδικό περιεχόμενο της ζωής της Εκκλησίας.
        Όμως ποιά είναι ακριβώς η νέα "κλείδα" και πώς συμβαίνει να μήν ανταποκρίνεται στη φύση της λατρείας;  Γεγονός είναι ότι η λατρεία έπαυσε να κατανοείται ως μια λειτουργία της Εκκλησίας.  Αντίθετα η ίδια η ίδια η Εκκλησία έφτασε να θεωρείται ως μιά λειτουργία της λατρείας.  Η χριστιανική λατρεία με τη φύση, τη δομή και το περιεχόμενό της αποτελεί αποκάλυψη και πραγματοποίηση αυτής της ίδιας της πραγματικής φύσης της Εκκλησίας.  Και αυτή η φύση είναι η νέα εν Χρστώ ζωή - ένωση εν Χριστώ με το Θεό. το Άγιο Πνεύμα, γνώση της αληθείας, της ενότητας, της αγάπης, της χάρης, της ειρήνης, της σωτηρίας . . . Μ 'αυτή την έννοια η Εκκλησία δεν μπορεί να εξισώνεται ούτε να συγχέεται με τη λατρεία.  Δεν είναι η Εκκλησία που υπάρχει για τη "λατρεία", αλλ' η λατρεία που υπάρχει για την Εκκλησία, για την πρόοδο και την ανάπτυξή της " εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού" (Εφεσ. 4,13).  Ο Χριστός δεν ίδρυσε μιά κοινωνία για την τήρηση της λατρείας, μια "κοινωνία λατρείας",αλλά μάλλον την Εκκλησία ως οδό σωτηρίας, ως τη νέα ζωή του αναδημιουργημένου ανθρώπινου γένους.  Αυτό δεν συμαίνει ότι η λατρεία έχει δευτερεύουσα θέση μέσα στην Εκκλησία.  Αντίθετα δε χωρίζεται από την Εκκλησία  και χωρίς αυτήν δεν υπάρχει Εκκλησία. Όμως αυτό συμβαίνει διότι σκοπός της είναι να εκφράζει, να μορφοποιεί και να πραγμωτώνει την Εκκλησία - να είναι η πηγή αυτής της χάρης που κάνει πάντοτε την Εκκλησία Εκκλησία, λαό του Θεού,σώμα του Χριστού, "γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιερατευμα" (Α' Πέτρ. 2,9).

(Alexander Schmemann, INTRODUCTION TO LITURGICAL THEOLOGY-Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΗ,εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ)

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014





        Ο κόσμος τούτος δε δέχθηκε το Χριστό. Ο Χριστός ήταν η τέλεια έκφραση της ζωής όπως τη θέλησε ο Θεός.  Η αποσμασματική ζωή του κόσμου είχε συμμαζευτεί μέσα στη ζωή Του.  Ο Χριστός ήταν ο χτύπος της καρδιάς του κόσμου και ο κόσμος Τον θανάτωσε.  Όμως με αυτό το φονικό πέθανε ο ίδιος ο κόσμος.  Έχασε την τελευταία του ευκαιρία να γίνει ο παράδεισος που ο Θεός τον προόρισε να γίνει.  Μπορούμε να χτίζουμε ολοένα νέους και καλύτερους ουρανοξύστες.  Μπορούμε να οικοδομήσουμε μια ανθρωπινότερη κοινωνία που ενδεχόμενο να μας αποτρέψει ακόμα και από το να εξολοθρεύσομε ο ένας τον άλλο.  Αλλά την ωρα που ο Χριστός, η αληθινή  ζωή του κόσμου, διώχθηκε από τον κόσμο, την ώρα εκείνη σήμανε η αρχή του τέλους.  Το διώξιμο αυτό είχε κάτι τελειωτικό : Εκείνος σταυρώθηκε για πάντα.  Όπως είπε ο Pascal : "ο Χριστός βρίσκεται σε αγωνία ως το τέλος του κόσμου".
        Συχνά ο Χριστιανισμός φαίνεται μολοτούτο να κηρύχνει πως αν οι
άνθρωποι δοκιμάσουν, βάζοντας τα δυνατά τους, να ζήσουν τη χριστιανική ζωή, η σταύρωση μπορεί με κάποιο τρόπο να παραγραφτεί.  Αυτό συμβαίνει επειδή ο Χριστιανισμός λησμόνησε τον εαυτό του, λησμόνησε πως πρέπει πάντα πρώτα από όλα να βρίσκεται στο σταυρό.  Όχι πως ο κόσμος αυτός δεν μπορεί να γίνει καλύτερος.  Ένας από τους σκοπούς  που έχομε είναι ασφαλώς να εργαστούμε για την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία.  Όμως ενω μπορεί να γίνει μκαλύτερος, δεν μπορεί ποτέ να γίνει τόπος που ο Θεός θέλησε να είναι.  Ο Χριστιανισμός δεν καταδικάζει τον κόσμο.  Ο κόσμος καταδίκασε τον εαυτό του, όταν στο Γολγοθά καταδίκασε τον Ένα που ήταν ο αληθινός εαυτός του.   Εν τω κόσμω ήν, και ο κόσμος δι' αυτού εγένετο και ο κόσμος αυτόν ούκ έγνω (Ιωάν. 1,10).   Αν συλλογιστούμε σοβαρά το αληθινό νόημα - την αληθινή έκταση που παίρνουν αυτά τα λόγια- τότε γνωρίζομε ότι, ως Χριστιανοι και όσο είμαστε Χριστιανοί, είμαστε πρώτα από όλα μάρτυρες αυτού του τέλους' του τέλους κάθε φυσικής χαράς, του τέλους κάθε ικανοποίησης του ανθρώπου με τον κόσμο και  με τον εαυτό του, του αληθινού τέλους της ζωής της ίδιας, αν τη θεωρήσομε ως μια λογική και λογικά οργανωμένη "επιδίωξη της ευτυχίας".  Για να τα καταλάβουν όλα αυτά οι Χριστιανοί δε χρειάστηκε να περιμένουν τούς σύγχρονους προφήτες τη υπαρξιακής αγωνίας, της απελπισιάς και του παραλογισμού.  Και με όλο που στη διάρκεια της μακρόχρονης ιστορίας τους οι Χριστιανοί πάρα πολύ συχνά λησμόνησαν το νόημα του σταυρού και χάρηκαν τη ζωή σα "να μη συνέβη τίποτα", με όλο που ο καθένα από μας κάνει τις "διακοπές" του από τη ζωή - γνωρίζομε πως στον κόσμο μέσα, όπου ο Χριστός θανατώθηκε, η "φυσική" ζωή έλαβε τέλος.

     (Alexander Schmemann, For the Life and the World-Για να ζήσει ο κόσμος, εκδ. Αρμός.)

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

        Ο κόσμος είναι ένας πεσμένος κόσμος, επειδή ξέπεσε από την επίγνωση πως ο Θεός είναι τα πάντα εν πάσι ( all in all ). Το προπατορικό αμάρτημα που μαραζώνει τον κόσμο είναι η συσσώρευση αυτού του παραμελήματος του Θεού από μέρους μας. Και ακόμα και η θρησκεία του πεσμένου αυτού κόσμου δεν μπορεί να τον γιάνει ή να τον λυτρώσει, γιατί η θρησκεία αυτή δέχθηκε να περιορίσει το Θεό σε μια περιοχή λεγόμενη "ιερή" ("πνευματική", "υπερφυσική") - περιοχή αντίθετη από το "βέβηλο" κόσμο. Παραδέχθηκε την κοσμικότητα (secularism),που όλα θέλει να τα περιλάβει και που δοκιμάζει να κλέψει με τρόπο τον κόσμο από το Θεό.
        Η φυσική εξάρτηση του ανθρώπου από τον κόσμο ήταν προορισμένη να μεταμορφώνεται ολοένα  σε κοινωνία με το Θεό, στον οποίο βρίσκεται κάθε ζωή. Ο άνθρωπος ήταν προορισμένος να είναι ο ιερέας μιας Ευχαριστίας, μιας προσφοράς του κόσμου στο Θεό, και στην προσφορά αυτή να λαβαίνει το δώρο της ζωής. Μα στον πεσμένο κόσμο ο άνθρωπος δεν έχει την ιερατική δύναμη να πράξει το όμοιο. Η εξάρτησή του από τον κόσμο τον βραχυκυκλώνει, η αγάπη του ξεστρατίζει από τον προσανατολισμό της.  Εξακολουθεί να αγαπάει, εξακολουθεί να πεινάει. Γνωρίζει πως εξαρτάται από εκείνο που βρίσκεται πέρα από αυτόν. Η αγάπη του όμως και η εξάρτησή του πηγαίνουν μονάχα στον κόσμο καθαυτόν. Δε γνωρίζει πως η ανάσα του μπορεί να γίνει κοινωνία με το Θεό. Δεν καταλαβαίνει πως με το φαγητό του μπορεί να λάβει από το Θεό μια ζωή που προχωράει πέρα από τη φυσική σημασία της. Λησμονάει πως ο κόσμος, ο αέρας του ή οι τροφές του δεν μπορούν από μόνα τους να γεννήσουν ζωή, παρά μονάχα όταν τα λαβαίνουμε και τα δεχόμαστε για χάρη του Θεού, μέσα στο Θεό, ως πράγματα που μεταφέρουν το θεϊκό δώρο της ζωής.  Από μόνα τους μπορούν να γεννήσουν μονάχα μιά φαινομενική ζωή.
        Όταν βλέπουμε τον κόσμο ως αυτοσκοπό, το κάθε πράγμα γίνεται αυταξία, χάνει επομένως κάθε αξία. Ο λόγος είναι πως μονάχα στο Θεό βρίσκεται το νόημα (αξία) του κάθε πράγματος και ο κόσμος γεμίζει νόημα μονάχα όταν γίνετα το "μυστήριο" (sacrament) της παρουσίας του Θεού. Τα πράγματα,θεωρημένα απλά και μόνο ως πράγματα  καθαυτά, αυτοκαταστρέφονται, επειδή μονάχα μέσα στο Θεό αποχτούν την οποιαδήποτε ζωή τους. Ο φυσικός κόσμος, αποκομμένος από την πηγή ντης ζωής, είναι ένας κόσμος που πεθαίνει. Όποιος νομίζει πως η τροφή καθαυτή αποτελεί την πηγή της ζωής, τρώγοντας κοινωνεί με τον κόσμο αυτόν που πεθαίνει, κοινωνεί με το θάνατο. Η ίδια η τροφή είναι νεκρή, είναι ζωή απονεκρωμένη που πρέπει να διατηρηθεί σε ψυγεία σαν πτώμα.

(Αλεξάνδρου Σμέμαν, "Για να ζήσει ο κόσμος "-εκδ. Δόμος- Alexander Schmemann,"For the Life and the World")