Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018



Σήμερα, τελευταία Κυριακή του χρόνου σας καλώ να κάνετε μαζί μου μερικές σκέψεις για το χρόνο και το μυστήριό του. Ανάμεσα στους Χριστιανούς Θεολόγους μας πρόλαβε σ’ αυτό ο Ιερός Αυγουστίνος. Λέγει: «Αν με ρωτήσει κάποιος τί είναι χρόνος ,ξέρω τί είναι. Αν όμως πρέπει να πω, να εκφράσω τί είναι χρόνος, δεν μπορώ». Όμως προσπάθησε να το πει και μαζί μ αυτόν και άλλες θρησκευτικές προσωπικότητες. Ας θυμηθούμε τον ψαλμωδό. Στον 101 ψαλμό ομιλεί με μεγαλειώδεις και βαρύρυθμους λόγους για την αιωνιότητα του Θεού πέραν του χρόνου. Αυτοί απωλούνται συ δε διαμένεις». Και για την βραχύτητα του χρόνου που έχει δοθεί στον άνθρωπο, με την περατότητά του : «και πάντες ως ιμάτιον  παλαιοθήσονται». Το τέταρτον Ευαγγέλιο ομιλεί για την αιωνία ζωή, ως έκφραση του υψίστου αγαθού που είναι πάντοτε παρούσα εν Χριστώ. Είναι το αιώνιο τώρα. Η ανεκτίμητη σημασία της κάθε στιγμής. Το «τώρα» της αποφάσεως.

Το νόημα του χρόνου είναι ανεξάντλητο όπως και της ίδιας της ζωής. Γι’ αυτό  και όσοι μίλησαν για το χρόνο είδαν μια πλευρά του. Όμως καθένας, ακόμη και ο πιο απλός άνθρωπος κατανοεί το νόημα του χρόνου, δηλ. την ίδια την χρονικότητά του έστω κι αν δεν μπορεί αυτό να το εκφράσει. Όμως δεν βρίσκεται έξω από το μυστήριο του χρόνου. Η ζωή του, η ζωή όλων μας κάθε στιγμή δε κάθε μας εμπειρία διαπλέκετα ι με το μυστήριο του χρόνου. Ο χρόνος είναι η ζωή μας. Ο χρόνος είναι η ελπίδα μας. Ο χρόνος είναι η αμφιβολία  και η απόγνωσή μας. Και ο χρόνος είναι ο καθρέφτης, που μέσα του βλέπουμε την αιωνιότητα.
Ας δούμε τις τρείς κυριότερες όψεις του μυστηρίου του χρόνου:
        Τη δύναμή του να ελκύει τα πάντα μέσα στη σφαίρα του.
       Τη δύναμή του να αφομοιώνει μέσα του την αιωνιότητα.
       Τη δύναμή του να ωθεί προς ένα έσχατο τέλος: την καινή κτίση.

Πάντοτε οι άνθρωποι εγνώριζαν ότι κάτι το συγκλονιστικό είναι η ροή του χρόνου. Ότι είναι αίνιγμα, που δεν μπορούμε να βρούμε τη λύση του και που ούτε θα μπορούσαμε ν ’αντέξουμε τη λύση του. Ερχόμαστε από ένα παρελθόν, που δεν υπάρχει πιά. Πορευόμαστε προς ένα μέλλον, που δεν υπάρχει ακόμα. Δικό μας το παρόν. Από το παρελθόν κρατάμε τις αναμνήσεις. Για το μέλλον έχουμε τις προσδοκίες. Αλλά το παρόν, τί είναι; Είναι σημείο χωρίς έκταση. Το σημείο όπου το μέλλον  γίνεται παρελθόν. Τη στιγμή που νομίζομε ότι «συλλαμβάνομε», πιάνομε το παρόν, αυτό εξαφανίζεται και γίνεται παρελθόν. Το παρόν δηλ. δεν μπορούμε να το κρατήσουμε σταθερό, συνεχώς περνά, φεύγει. Και έτσι φαίνεται να μη έχουμε πραγματικά ούτε το παρελθόν ούτε το μέλλον, αλλά ούτε το παρόν. Αυτή είναι η πρώτη όψη του μυστηρίου του χρόνου, που μέσα στη σφαίρα του ελκύει τα πάντα. Γι’ αυτό μοιάζει  η ζωή μας σαν όνειρο, κάτι που υπαινίσσεται  ο ψαλμωδός όταν λέει: «το πρωϊ ανθήσαι και παρέλθοι, το εσπέρας αποπέσοι, σκληρυνθείη και ξαρανθείη» (Ψαλμ. 89,6)

Ο χρόνος δεν θα μπορούσε να μας δώσει καμμιά στιγμή ζωής αν δεν είχε τη δύναμη να αφομοιώνει την αιωνιότητα.  Αυτή είναι η δεύτερη όψη του μυστηρίου του χρόνου. Είπαμε δεν υπάρχει κανένα παρόν στο ρεύμα του χρόνου. Κι όμως το παρόν είναι κάτι πραγματικό, όπως μας πείθει η πείρα. Και είναι πραγματικό γιατί η αιωνιότητα ανατέλλει μέσα στο χρόνο και του δίνει το αληθινό παρόν. Δεν μπορούμε να πούμε «τώρα» αν η αιωνιότητα δεν ξεχωρίσει αυτή την στιγμή από τον συνεχώς εξαφανιζόμενο, ρέοντα χρόνο. Η αιωνιότητα είναι πάντοτε παρούσα και αυτό είναι η αιτία που έχουμε παρόν.  Όταν ο ψαλμωδός αναφέρεται στο Θεό προ του Οποίου χίλια έτη είναι ως μία ημέρα, προσβλέπει προς την αιωνιότητα που του δίνει το σημείο στηρίξεως, του δίνει ένα τώρα με απροσμέτρητη σημασία. Σε κάθε στιγμή που λέμε τώρα, κάτι χρονικό συμπλέκεται με κάτι αιώνιο. Σε κάθε πραγματικό τώρα είναι παρούσα η αιωνιότητα. Ας σκεφθούμε πώς περνά η ζωή μας. Χάνομε το παρόν μας τρέχ0ντας ακατάσχετα προς τα εμπρός και με τον ασταμάτητο ακτιβισμό μας συγκρουόμεθα με το μέλλον.  Πιστεύουμε ότι το μέλλον θα είναι καλύτερο από το παρόν. Αλλά υπάρχει πάντα ένα άλλο μέλλον, μετά το άμεσο μέλλον και μετά κάποιο άλλο απώτερο μέλλον και κάθε μέλλον είναι χωρίς παρόν δηλαδή χωρίς αιωνιότητα.  Κατά το τέταρτο ευαγγέλιο είναι η αιώνια ζωή ένα παρόν δώρο. ‘Οποιος  δέχεται το λόγο του Χριστού και ενσωματώνεται με τον Χριστό έχει ήδη την αιωνιότητα. Δεν είναι πιά άθυρμα, παιγνίδι στο ρεύμα του χρόνου. Σ’ αυτόν γίνεται το τώρα ένα αιώνιο τώρα. Έχομε χάσει το πραγματικό τώρα επειδή χάσαμε το αιώνιο τώρα. Πάψαμε να βλέπουμε δηλαδή τη ζωή μας σε συνάρτηση με την αιωνιότητα, υπό το πρίσμα της αιωνιότητος. Απορροφηθήκαμε ολοκληρωτικά από το παροδικό. Γι’ αυτό χάσαμε την αιώνια ζωή, που μόνη δημιουργεί γνήσιο παρόν.

Υπάρχει όμως και ένα άλλο στοιχείο στο χρόνο, ένα τρίτο μυστήριο, που μας κάνει να βλέπομε προς το μέλλον. Γιατί ο χρόνος δεν τρέχει ούτε σε κύκλο, ούτε επαναλαμβάνεται. Τρέχει προς τα εμπρός, είναι μονοδιάστατος. Δημιουργεί πάντα το νέο. Υπάρχει κάτι σ’ αυτόν, που τρέχει προς ένα τέλος. Κάτι ασύλληπτο, που δεν το φθάνει ο χρόνος και που συνεχώς διαφεύγει. Ο χρόνος τρέχει προς το αιώνιο μέλλον. Αυτό είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα μυστήρια του χρόνου. Είναι το μυστήριο για το οποίο μας ομιλεί ο Απόστολος Παύλος όταν γράφει: «η γαρ αποκαραδοκία της κτίσεως την αποκάλυψιν των υιών του Θεού απεκδέχεται» (Ρωμ. Η,19).
Το αιώνιο είναι η λύση του αινίγματος του χρόνου. Ο χρόνος δεν είναι χωρίς νόημα .Έχει ένα κεκρυμμένο νόημα: Την λύτρωση. Έχει ένα κεκρυμμένο σκοπό: Την βασιλεία του Θεού. Φέρνει συνεχώς πλησιέστερα μια κεκρυμμένη πραγματικότητα: Την καινή κτίση. Αυτή είναι η απροσμέτρητη σημασία κάθε στιγμής του χρόνου: Ότι μέσα στην κάθε στιγμή αποφασίζομε και μέσα στην κάθε στιγμή αποφασίζεται το αιώνιο μέλλον. Αυτό είναι το παράδοξο: Από τη δική μας απόφαση τώρα, εξαρτάται η απόφαση του Θεού για το μέλλον μας στην αιωνιότητα.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΟΡΩΝΕΙΑΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ ΚΑΘΡΕΠΤΙΔΗΣ, «Με Όραμα και τόλμη», Εκδ. ΑΡΜΟΣ


Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018



Το μυστήριο της  θείας Οικονομίας αποκαλύπτεται στην ιστορία επειδή απέτυχε ο άνθρωπος να οδηγήσει την κτίση στον Υιό και Λόγο του Θεού που. Και ονομάζουμε μυστήριο της Οικονομίας την αντίστροφη κίνηση, την κίνηση που γίνεται από τον Θεό προς τον κόσμο, για να έρθει πλέον ο Υιός και Λόγος του Θεού να ενωθεί με την κτίση. Για να το κάνει αυτό ο Υιός και Λόγος του Θεού πρέπει να γίνει  άνθρωπος. Δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα ενθέωσης  της κτίσης. Πρέπει να λάβει την ύλη της κτίσεως. Και το μόνο ον διά του οποίου μπορεί να λάβει την ύλη της κτίσεως -και της αόρατης και της ορατής, και της πνευματικής και της υλικής- είναι ο άνθρωπος, γιατί είναι το ον το οποίο μετέχει και της αοράτου και της ορατής κτίσεως, και της πνευματικής και της υλικής φύσεως. Αυτή λοιπόν η κίνηση της κενώσεως του Υιού προς τον κόσμο ονομάζεται «μυστήριον της θείας Οικονομίας».

Μόνο και μόνο για την καλύτερη διασάφηση του θέματος που συζητάμε, θα μπορούσαμε ίσως να θέσουμε δύο υποθετικά ερωτήματα. Τί θα γινόταν αν ο άνθρωπος δεν αποτύγχανε ; Θα ενανθρωπούσε τότε ο Υιός ; Οι Πατέρες απαντούν, ναι, συμπληρώνοντας ότι τότε δεν θα μιλούσαμε για ενανθρώπιση του Λόγου αλλά για την ενθέωση του ανθρώπου.  Και στις δύο περιπτώσεις θα είχαμε ένωση του κτιστού με το άκτιστο στο πρόσωπο του Υιού. Η ενανθρώπιση λοιπόν δεν γίνεται επειδή απέτυχε ο άνθρωπος. Η ενανθρώπιση γίνεται επειδή ο άνθρωπος δεν προσκόμισε την κτίση ενθεωμένη στον Υιό του Πατρός. Δεν είναι η αιτία της ενανθρωπήσεως  η πτώση του ανθρώπου- η ενανθρώπιση του Υιού (ή η ενθέωση του ανθρώπου) θα γινόταν ούτως η άλλως. Αυτό που διαφέρει είναι ο τρόπος της ενανθρωπήσεως. Υπήρξε αυτός ο τρόπος, επειδή υπήρξε η αποτυχία.  Αν ο άνθρωπος δεν αποτύγχανε, η ενανθρώπιση θα γινόταν ούτως ή άλλως, αλλά θα γινόταν με άλλον τρόπο.

Το δεύτερο υποθετικό ερώτημα που θα μπορούσαμε να θέσουμε, είναι γιατί ο Θεός, που δημιουργεί εκ του μηδενός τον κόσμο, δεν εισάγει μέσα στην κτίση δυνάμεις αποτρεπτικές της αποτυχίας. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό υπάρχει στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, αλλά  και στην πατερική θεολογία: η ενθέωση είναι συνδεδεμένη με την ελεύθερη κίνηση, με την ελευθερία. Η ύπαρξη της αγάπης, ο τρόπος υπάρξεως των όντων ως αγάπη, δεν επιτρέπει τη μηχανιστική τελειοποίηση της δημιουργίας. Επειδή υπάρχει αυτή η αγάπη και επειδή η αγάπη -ξαναλέω- είναι τρόπος υπάρξεως και δεν είναι μια ηθική δύναμη, γι’ αυτό υπάρχει και η ελευθερία. Αυτό που δημιουργείται από τον Θεό καλείται  να θέλει να ενωθεί μαζί του.  Εμφυτεύεται μέσα στον άνθρωπο η δυνατότητα να πει όχι, ή να πει ναι στη σχέση του με τον Θεό. Και ο άνθρωπος μέσα από τη σύγχυση της φύσεως του λέει «όχι» σ΄ αυτή την ένωση. Αλλά, επαναλαμβάνω, τα ερωτήματα αυτά είναι υποθετικά, και κανονικά δεν μπορούν να τεθούν παρά μόνο ως ερωτήσεις εργασίας που μας βοηθούν στην καλύτερη διασάφηση των όσων λέμε.

Δημήτρης Μαυρόπουλος, ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ, Εκδ. Αρμός


Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018


Η μεγάλη νύχτα έφτασε. Οι στολισμένοι δρόμοι φωτίστηκαν. Από το παλάτι μυρωδιές και μουσικές ξεχείλισαν και τρύπωναν από τις χαραμάδες στα σπίτια της  χώρας. Οι άσχημες κόρες τη μητριάς με τα όμορφα φορέματα, τα φορτωμένα με τον κόπο της Σταχτοπούτας, έριχναν τις τελευταίες ματιές στον καθρέφτη. Άσχημο δεν σε κάνουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου αλλά το περιεχόμενο της ψυχής σου. Όσο ωραία μάτια κι αν έχεις, όταν η πλεονεξία κρατήσει τα ηνία του βλέμματος, η ωραιότητα σκιάζεται, η γλυκύτητα χάνεται, η λάμψη θολώνει. Η ματιά τότε συγγενεύει με του αρπακτικού πτηνού, που έχει εντοπίσει τη λεία του. Σκέψου τα ωραιότερα μάτια τη στιγμή που περνά ο ανεμοστρόβιλος του θυμού και θα τρομάξεις. Βλέπεις, η ψυχή είναι μέσα σε όλα. Αφήνει τα χνάρια της ωραιότητας της αρετής ή της ασχήμιας του πάθους. Όσο οι κόρες κοιτούσαν το είδωλό τους στον καθρέφτη χαμογελούσαν, αφήνοντας την ικανοποίηση να τρέξει πάνω στις εκφράσεις τους. Όταν γύρισαν το βλέμμα προς τη Σταχτοπούτα, όλα τα στοιχεία της ικανοποίησης μεταβλήθηκαν αμέσως σε μια ανάγλυφη περιφρόνηση που έπεσε σαν λάσπη πάνω στην αδικημένη αδελφή τους. Αυτή τη λάσπη που σου ρίχνουν με το χέρι της ειρωνείας, την πέτρα που σου πετούν της συκοφαντίας, τη σιδερένια βέργα της υποτίμησης που σε χτυπούν, παίρνει ο Χριστός για να σου χτίσει σπίτι. Βλέπεις, ότι δίνει η κακότητα του ανθρώπου παίρνει η αγάπη του Θεού και το μεταποιεί…
Η πόρτα έκλεισε, αφήνοντας μέσα στο σπίτι μια βασανιστική σιωπή, μια δυσβάσταχτη μοναξιά. Η μοναξιά μπορεί να γίνει και αναπνοή και καταστροφή. Και ανασυγκρότηση και διάλυση. Και αφύπνιση και χειμερία νάρκη. Και σύναξη και διάλυση. Επέμβαση δυναμική στη ζωή ή αυτοεξορία σε κάποιο περιθώριό της. Είναι σπουδαίο να γνωρίζεις να καλλιεργείς τα χωράφια της μοναξιάς με το τόσο ιδιαίτερο, το τόσο ευαίσθητο έδαφός της. Μέσα στο ησυχαστικό της κλίμα τεντώνεται το μυαλό, επεκτείνεται η καρδιά, ανυψώνεται  ο άνθρωπος. Άλλοτε όμως στενεύει η σκέψη, συρρικνώνεται η ψυχή, μαραζώνει ο άνθρωπος. Μέσα στο ναό της μοναξιάς, συναρμολογείς την εικόνα σου. Μαζεύεις  με το καλάθι της συνείδησης την αλήθεια σου.  Έτσι εκδίδεται η πραγματική σου ταυτότητα και καταστρέφονται όλες σου οι πλαστές. Βλέπεις, η μοναξιά είναι η αποκάλυψη της αλήθειας αλλά μπορεί να γίνει και η συγκάλυψή της.  Οι πολλοί δεν διώχνουν τη μοναξιά σου. Ίσως την κάνουν οδυνηρότερη. Αφού η παρουσία τους σε αδειάζει, σε κουράζει, σε απελπίζει. Δεν είναι όμως εκείνοι το πρόβλημα. Οι πολλές παρουσίες άλλωστε μπορούν να συνθέσουν μια δυνατή μοναξιά. Εσύ δεν τολμάς να μείνεις μόνος. Τόσο πολύ φοβάσαι τον εαυτό σου; Δεν μπορείς να τον αντικρίσεις. Να τον αντιμετωπίσεις. Φοβάσαι μήπως μέσα στη σιωπή ακούσεις τον αντίλαλο της φωνής του Θεού να αντηχεί μέσα στις χαράδρες της συνείδησης;



Εάν τη μοναξιά δεν την δουλέψεις, ακόμα και ο αέρας της θα γίνει τόσο σκληρός που δεν θα μπορείς να αναπνεύσεις. Εάν όμως την παλέψεις, γίνεται τόσο εύπλαστη, που τα έργα σου, που θα βγουν μέσα από τα σπλάχνα της, θα σταθούν δίπλα σε έργα ακριβά, βαρύτιμα και αθάνατα.  Στη μοναξιά, εάν το επιθυμήσεις, δεν θα είσαι μόνος,. Μάρτυρες τα παιδιά της ερήμου, οι παρηγορητές της απαρηγόρητης μοναξιάς σου. Οι μεγάλοι της Εκκλησίας όσιοι ασκητές. Μέσα στα απόμερα  σπήλαιά τους γινόταν καθημερινά σύναξη και συνάντηση ολόκληρης της ανθρωπότητας και του Θεού  μέσα στης προσευχής τη γι0ρτή.
Η Σταχτοπούτα δεν έμεινε μόνη, όταν η βαριά πόρτα έκλεισε. Μέσα στη μοναξιά της συναντήθηκαν οι ζεστές αναμνήσεις του παρελθόντος. Ο κόπος που μάρτυρες είχε τα ματωμένα της δάχτυλα. Η αγρυπνία που ζωγράφιζε με το έντονο κόκκινο χρώμα της τα μάτια. Η πίκρα που κρατούσε τα χείλη σφιγμένα. Το παρόν που πονούσε. Η αδικία που τραυμάτιζε. Η μοναξιά οδήγησε τη σύναξη στο ύψος  της προσευχής. Πρόκληση δυνατή στου ουρανού τη δικαιοσύνη.

π. ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ, « Το παραμύθι σου άνοιξε…» εκδ, Αρχονταρίκι

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018



Ο πρίγκιπας της περιοχής όπου κατοικεί  η δυστυχία της Σταχτοπούτας, ζητά σύζυγο. Έτσι οργανώνει λαμπρή γιορτή, που είναι καλεσμένες όλες οι κοπέλες σε ηλικία γάμου. Είναι η μεγάλη ευκαιρία για όλες εκτός από την Σταχτοπούτα. Αλήθεια, έχεις σκεφτεί ποτέ τί είναι η ευκαιρία και τί μπορεί να συμβεί όταν την συναντήσεις; Η ευκαιρία είναι υποστολή της σημαίας των συνηθισμένων πραγμάτων στον ουρανό του χρόνου σου. Έρχεται συνήθως απροειδοποίητα, διακριτικά, ήσυχα. Η ευκαιρία γίνεται επιβάτης, χρησιμοποιώντας ως μέσο ένα πρόσωπο, κάποιο γεγονός, μια κατάσταση. Προορισμός της ευκαιρίας η αξιοποίησή της. Εσύ ο ίδιος. Χρειάζεσαι το μικροσκόπιο της προσοχής για να την εντοπίσεις. Τη διάθεση της εργασίας, για να την κρατήσεις.
Την ελπίδα της αξιοποίησης για να την εκμεταλλευτείς.  Όταν η ευκαιρία χάνεται, εσύ χάνεις. Βλέπεις ότι οχυρώνεται πίσω από την δυσκολία. Ευκαιρία και ευκολία μπορεί να έχουν τα τρία πρώτα γράμματα κοινά, αλλά δεν έχουν τον ίδιο τόπο διαμονής. Η ευκολία υποτιμά την ευκαιρία, την κακομεταχειρίζεται, τις επιβάλλει τις προϋποθέσεις της. Η ευκολία δεν επιθυμεί την εργασία στον αγρό της ευκαιρίας. Την θέλει        την ευκαιρία στα δικά της μέτρα και γι’ αυτό την ακρωτηριάζει. Δεν δέχεται η ευκολία      να συμπράξει με τον κόπο, με τη δυσκολία της ευκαιρίας και τη διώχνει. Έτσι η ευκαιρία προτιμά τη  δυσκολία που τη δέχεται όπως είναι.
Πολλές φορές η ευκαιρία ξεγλιστρά μέσα από τα χέρια σου. Αφού θεωρείς ευκαιρία το δέντρο και πετάς το σπόρο που σου δίνεται. Το σπόρο που είναι τη στιγμή αυτή όλο το δένδρο, οι ρίζες, οι καρποί, τα φύλλα, η σκιά, μέσα στο χέρι σου. Άλλες φορές αρπάζεις την ευκαιρία άμεσα κι δυναμικά. Θριαμβολογείς για την επιτυχία και την ίδια στιγμή την πετάς στην αποθήκη, την κλείνεις στο σεντούκι και αδειάζεις όλο το περιεχόμενο των προϋποθέσεών της. Η πολυκαιρία πνίγει την ευκαιρία. Πολλές φορές θέλεις να παντρέψεις την επιθυμία με την ευκαιρία. Ο γάμος αυτός δεν είναι πάντοτε εφικτός.
Η επιθυμία κλέβει την προσοχή και τη διοχετεύει στο δικό της στόχο. Έτσι, ενώ έχεις προσηλωθεί στη βάρκα της επιθυμίας, περνά δίπλα σου το υπερωκεάνιο της ευκαιρίας.  Ταξιδεύοντας στους νέους δρόμους της ευκαιρίας συνήθως επηρεάζεις με την πρωτόγνωρη θέα που αποκτάς και την επιθυμία. Έτσι συναντιούνται ευκαιρία και επιθυμία και συνεργάζονται.  Θα διανύσεις μεγάλες αποστάσεις ,για να συναντηθείς με την ευκαιρία. Μην ξεχνάς όμως και τις εγκαταλελειμμένες και ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες, τα χαρίσματά σου.

π. ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ  ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ, «Το παραμύθι σου άνοιξε…»  εκδ.  Αρχονταρίκι