Σάββατο 31 Μαΐου 2014

        Στην Εκκλησία γνώρισα σπάνιους ανθρώπους, με αρετή και αυθεντικότητα, καλοδουλεμένους, καλλιεργημένους, αληθινούς χριστιανούς, ευγενικές ψυχές,γνώρισα, τολμώ να πω, αγίους.  Δεν συνάντησα τέτοιους γενικότερα στη ζωή μου.  Ξεχώριζαν με διαφορά αυτοί οι χριστιανοί από άλλους ανθρώπους.  Οφείλω να το ομολογήσω.  Δεν είχα δεί σημεία ούτε θαύματα.  Δεν τα χρειαζόμουν αυτά.  Για κάποιον όμως λόγο, δεν ήθελα η πίστη να μου φορεθεί, αλλά να μου προκύψει' δεν ήθελα να παρασυρθώ ούτε από λογικά επιχειρήματα υπέρ αυτής ούτε από την αρετή των πιστών.  Δεν χρειαζόμουν ούτε αποδείξεις ούτε έμμεσα συμπεράσματα.  Δεν έκανα το λάθος να την ψάξω στούς έξυπνους ή μορφωμένους ούτε στούς πετυχημένους ούτε στούς καλούς ούτε μέσα σε παράξενα γεγονότα ή σε  φανταστικούς εντυπωσιασμούς.  ΄Ηθελα να την βρώ καθαρή μέσα μου.  Όχι κάπου αλλού.  Ακόμη και η αγιότητα ή η καλωσύνη των χριστιανών ήθελα μόνο να με υποψιάσει ή να με εμπνεύσει, όχι να με υποχρεώσει να ακολουθήσω τον δρόμο της πίστης και της Εκκλησίας.  Δεν θα έπρεπε η πίστη μου στόν Θεό να στηρίζεται στην εμπιστοσύνη μου σε ανθρώπους.  Έπρεπε να είναι η δική Του φωνή μέσα μου.
        Δεν ήθελα να επιτρέψω κανέναν και τίποτα να με βιάσει ψυχικά.  Η πίστη στον Θεό θα άξιζε μόνο αν την συναντούσα στο κορύφωμα της ελευθερίας μου.  Αυτή η ελευθερία ήταν το μεγαλύτερο δώρο πού ανεγνώριζα πάνω μου.  Αν υπήρχε Θεός, Αυτός έπρεπε να μου το είχε δώσει, όχι για να ξεγελαστώ απολαμβάνοντας την εφημερότητά μου, ούτε για να ζαλιστώ από τις όποιες ικανότητες ή επιτυχίες μου, αλλά για να γνωρίσω την αλήθεια και στο κέντρο της να Τον συναντήσω.
        Είναι αλήθεια ότι πόνεσα πολύ.  Έκλαψα βουβά.  Δεν ήθελα να παρασυρθώ. Η προσπάθειά μου αυτή ήταν μυστική' δεν μπορούσα να την κοινοποιήσω.  Ο δρόμος μου μονήρης, κι ας ήμουν μικρό παιδί.  Είχα τη συναίσθηση ότι αν την μοιραζόμουν, κανείς δεν θα με καταλάβαινε.
. . . . .Αυτόν τον πόνο της αναζήτησης δεν μπορούσα ποτέ να τον μοιραστώ με τούς χριστιανούς που ήξερα.  Αυτοί θεωρούσαν την αμφισβήτηση αμαρτία.  Νόμιζαν ότι είναι σίγουροι για όλα, ότι υπάρχουν απαντήσεις για τα πάντα.  Έτσι τους είχαν μάθει.  Μιλούσαν για μυστήριο σαν να γνώριζαν τα μυστικά και τις λεπτομέρειές του. Ίσως μόνο αυτοί.  Έτσι όμως το κάνανε πολύ λογικό, πολύ μικρό, το απογύμνωναν απο την ομορφιά της μυστηριακής γοητείας του. Κατέστρεφαν την ελπίδα του.   Δεν ήθελα να τούς μιμηθώ.  Τούς ζήλευα για τον θησαυρό που υποψιαζόμουν πως κρατούσαν, για την ποιότητα του ήθους τους, αλλά όχι για την πίστη τους.  Αυτή μου φαινόταν λάθος.  Δεν είχε τη ζωή που εγώ έψαχνα, τη δύναμη που αναζητούσα, την ελευθερία που λαχταρούσα.
. . . .  Στην Εκκλησία βρήκα τη δύναμη που κρύβει η μετάνοια του αμαρτωλού.  Και το έλεος του Θεού.  Θέλησα να μαθητεύσω στον Ληστή του Ευαγγελίου, στην Πόρνη που έχυσε μύρο, στον Τελώνη, στον Άσωτο, στον Πέτρο όχι τη στιγμή της ομλογίας του, αλλά τότε που "έκλαυσε πικρώς", στο ξεσχισμένο απο τη μετάνοια Παυλο.  Στη Μάρθα που μεριμνούσε περί πολλά και στον Θωμά που ήθελε την αμεσότητα της ψηλάφησης.  Αυτοί ήταν ανθρώπινοι.  Αυτοί με συγκινούσαν πιό πολύ από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας.  Το δάκρυ των μετανοούντων, περισσότερο από τη σκέψη των θεολόγων.

                             ΝΙΚΟΛΑΟΣ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ





       
. . . αύτη γέγονεν επί Κωνσταντίνου του μεγάλου, εν τώ εικοστώ έτει της βασιλείας αυτού.  Του γαρ διωγμού παυσαμένου, ούτος εν Ρώμη πρότερον άρχει' μετέπειτα δέ, και την πανευδαίμονα πόλιν, την εαυτώ επώνυμον, κτίζει, έτει από κτίσεως κόσμου πεντακισχιλιοστώ οκτακοσιοστώ τριακοστώ ογδόω. . .
 


Σάββατο 24 Μαΐου 2014

Το καθαρό βλέμμα
       ...Είμαστε περικυκλωμένοι από θολούρα και πυκνότητα : ο κόσμος δεν είναι διαφανής στο βλέμμα μας.  Και όταν μιλώ για τον κόσμο δεν αναφέρομαι μόνο στην κοσμική του διάσταση που μας περιτριγυρίζει και που κάποιες φορές μπορεί να γίνει καταληπτή μέσα στο φώς του Θεού, επειδή  δεν εκπροσωπεί  για μας κάποιο κίνδυνο . . . Όταν όμως αναλογιζόμαστε τον γείτονά μας, είτε ως μεμονωμένο άτομο είτε ως ευρύτερη συλλογικοτητα, ως κοινωνική ομάδα, ως κοινωνία, τότε γίνεται ολοένα και πιό αδιαφανής, επειδή όλες οι κρίσεις που κάνουμε, όλες οι αντιδράσεις που έχουμε, καθορίζονται από ένα "πώς" : Πώς επηρεάζει αυτό το πρόσωπο, αυτή η ομάδα, τη δική μου ασφάλεια, τη δική μου ακεραιότητα; . . . 
       Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Charles Williams με τίτλο All Hallows Eve, δίνει εικόνες πολύ διαφωτιστικές. Η ιστορία λαμβάνει χώρα στο Λονδίνο.  Μια νεαρή γυναίκα έχει σκοτωθεί σε κάποιο ατύχημα ... Είναι νεκρή, αλλά η ψυχή της δεν έχει ακόμη προσηλωθεί στον αόρατο κόσμο, ούτε έχει απαγκιστρωθεί από τον ορατό... Το κορίτσι, που αποκαλείται Λέστερ, βρίσκεται δίπλα στον ποταμό Τάμεση.  Τον βλέπει με τα άσαρκα μάτια της για πρώτη φορά !   Για πρώτη φορά δεν νιώθει απέχθεια στη θέα του. Παλιότερα, όταν κοίταζε τα νερά του ποταμού είχε πάντοτε ένα αίσθημα αηδίας: εκείνα τα μολυβένια, γλίντσιασμένα νερά, βαριά από τα απόβλητα της πόλης, της ήταν απεχθή, επειδή, λόγω της σωματικότητάς της, τα έβλεπε μονάχα μέσα από το ενδεχόμενο να τα πιεί ή να πέσει μέσα του !   Όμως τώρα η Λέστερ είναι ελύθερη από το σώμα της : δεν έχει σώμα, είναι μια ψυχή.  Δεν την κατατρέχει ο φόβος της επαφής με τα απεχθή νερά.  Κι έτσι, απ τη στιγμή που δεν φοβάται πλέον την επαφή, τα νερά δεν την απωθούν πλέον.
΄Οπως λέει ο συγγραφέας, "αντικρύζει τα νερά ως γεγονός", αλλά ως γεγονός που έχει εν εαυτώ πλήρη αρμονία.   Είναι ένα γεγονός αρμονίας, διότι αυτά τα βρωμερά νερά που κουβαλούν τα αστικά απόβλητα είναι ακριβώς ότι θά 'πρεπε να είναι τα νερά αυτού του μεγάλου ποταμού που διασχίζει τη μεγάλη πόλη.  Αντιστοιχούν ακριβώς στη φύση και την κλήση τους.  Τη στιγμή που τα βλέπει ως θεμιτό γεγονός μπορεί να το αναλογιστεί έξω και πέρα απο τον εαυτό της, αρχίζει  να διακρίνει ό,τι δεν είχε δεί ποτέ πριν.  Η εγγενής θολούρα αρχίζει να διαρρηγνύεται - μπαλώματα φωτός κάνουν την εμφάνισή τους στο νερό του ποταμού, και γίνονται ολοένα λαμπρότερα.  Όσο βαθύτερα πάει το βλέμμα της στα νερά, τόσο περισσότερο συνηειδητοποιεί οτι παραπέρα, κοντά στον βυθό του ποταμού,  υπάρχει ένα  φώς.  Και ουσιαστικά, το βλέμμa της αφού πρώτα πέρασε μέσα απο θολές περιοχές που ολοένα ξεκαθάριζαν, και καθαρά μέρη που ολοένα και γίνοναν πιό διάφανα, κατόρθωσε να διακρίνει, στην καρδιά του ποταμού, με τα μάτια που ο θάνατος της έδωσε, τα αρχέγονα νερά, τα νερά που έπλασε ο Θεός στο πρώτο κεφάλαιο της Γένεσης.  Και βαθύτερα ακόμη, περα από το φώς τους, τα νερά της αποκάλυψαν και την κλήση τους : το νερό για το οποίο μίλησε ο Χριστός στη Σαμαρείτιδα.
      Αυτή η διαδικασία είναι ακριβώς το αντίθετο απ΄αυτό που συμβαίνει συνήθως σε μας.  Εμείς προχωράμε από τη διαύγεια στη θολούρα.
 . . . Να βλέπουμε και να αντιλαμβανόμαστε, είτε αυτό είναι ο Θεός και ο κόσμος γύρω μας, είτε ο μενονωμένος πλησίον μας και κάποιες περισσότερο ή λιγότερο σύνθετες καταστάσεις που περιλαμβάνουν τον πλησίον μας - όλα αυτά είναι εφικτά μόνο στο μέτρο που αγαπάμε και αποδεχόμαστε να πεθάνουμε, προκειμένου να δούμε, να ζήσουμε και να συμμετέχουμε.

                                                                                                     Anthony Bloom

                                                                                       

Κυριακή 18 Μαΐου 2014


        Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι στίχοι (της αφήγησης του ευαγγελιστή Ιωάννη για την εκπληκτική συζήτηση του Χριστού με μια Σαμαρείτισσα) είναι κρίσιμοι στην κατανόηση του Χριστιανισμού.
       Αυτά τα λόγια εκφράζουν και αιώνια διακηρύσσουν μια γνήσια θρησκευτική επανάσταση, μια επανάσταση στην έννοια της θρησκείας.  Σ' αυτές τις λίγες γραμμές βλέπουμε τη γέννηση του Χριστιανισμού.  "Εν πνεύματι και αληθεία" !
       Η θρησκεία μέχρι τότε και για αιώνες αποτελείτο από κανόνες και διατάξεις, και έτσι η τήρηση της θρησκείας συνίστατο αποκλειστικά από μια τυφλή, αναντίρρητη υποταγή σ΄αυτούς τους κανόνες.  Όχι σ΄αυτό το βουνό αλλά στα Ιεροσόλυμα.  όχι εδώ, αλλά εκεί.   Όχι μ' αυτόν τον τρόπο αλλά μ' εκείνον.
       Έτσι προσφέροντας στο Θεό χιλιάδες τέτοιες συνταγές, οι άνθρωποι προστατεύοναν από τους μπελάδες, από το φόβο και από την επώδυνη αναζήτηση.  Είχαν κατασκευάσει ένα κλουβί στο οποίο το κάθετι  ήταν προσεκτικά και σαφώς καθορισμένο και δεν υπήρχε άλλη απαίτηση από την ακριβή τήρησή του. 
      Όλα αυτά τώρα σβήνονται και ανατρέπονται με λίγες λέξεις.  Η προσκύνηση δε γίνεται σ΄αυτό το βουνό, ούτε στα Ιεροσόλυμα, αλλά "εν πνεύματι και αληθεία".  Μ' άλλα λόγια όχι με φόβο και στά τυφλά, όχι με αγωνία και στενοχώρια, αλλά με γνώση και ελευθερία, με ελεύθερη επιλογή και αγάπη, όπως η αγάπη του παιδιού για τον πατέρα του.
      . . .  Ακόμη και τώρα η απειλή που θέτει ο Χριστιανισμός σε κάθε ιδεολογία είναι αυτό το "εν πνεύματι και αληθεία".  Αυτά τα λόγια είναι μια αιώνια χειρονομία περιφρόνησης κάθε ειδώλου, θρησκευτικού ή ιδεολογικού. 'Οσο αυτές  οι λέξεις δεν έχουν εντελώς ξεριζωθεί από τη μνήμη, ο άνθρωπος  ποτέ δε θα δεχθεί ολοκληρωτικά μια διδασκαλία που τον σκλαβώνει στην ύλη και που τον μετατρέπει σε έναν οδοντωτό τροχό μια απρόσωπης πορείας, σε έναν υπηρέτη μια απρόσωπης συλλογικότητας. Όταν λοιπόν οι οπαδοί τέτοιων ιδεολογιών προσβάλλουν τη θρησκεία με τη δικαιολογία πως ξερριζώνουν την πρόληψη, αυτό γίνεται μόνο από επιδειξη.  . . . Αυτό που τούς φοβίζει περισσότερο απο κάθετι άλλο στον κόσμο, είναι  μήπως κάποιος ανακαλύψει το αληθινό νόημα της πίστεως, αυτά τα εκπληκτικά και απελευθερωτικά λόγια του Χριστού : "εν πνεύματι και αληθεία".
         . . . Η συζήτηση που άρχισε δίπλα απο το πηγάδι εκείνο το ζεστό μεσημέρι ακόμη συνεχίζεται, επειδή οι άνθρωποι ποτέ δεν σταμάτησαν να ψάχνουν, να αναζητούν, να διψούν και να ανακαλύπτουν ξανά και ξανά πως αυτή η δίψα, αυτή η αναζήτηση, αυτή η πνευματική πείνα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με τίποτα άλλο παρά με το Θεό, που είναι Πνεύμα και Αλήθεια, Αγάπη και Ελευθερία, αιώνια Ζωή και πληρότητα των πάντων.

                                                                                                        Alexander  Schmemann

       
           

Κυριακή 11 Μαΐου 2014






       -Παιδί μου, είπε, στην παρούσα κατάσταση δεν μπορείς να καταλάβεις την αιωνιότητα . . .  Μπορείς, όμως, να πάρεις μια ιδέα, αν πείς πως και τα δυο, κ α λ ό   και      κ α κ ό, όταν ωριμάσουν πλήρως, λειτουργούν α ν α δ ρ ο μ ι κ ά.  Για εκείνους που θα σωθούν, όχι μόνον αυτή η κοιλάδα αλλά όλο το γήινο παρελθόν τους θα είναι Παράδεισος.  Και στούς καταδικασμένους, όχι  μόνο το λυκόφως εκείνης της πόλης αλλά και όλη τους η ζωή στη Γη,θα φαίνεται ότι ήταν μια Κόλαση.  Αυτό ακριβώς παρεξηγούν οι θνητοί.  Όταν αναφέρονται σε κάποιο προσωρινό βάσανο, λένε, " Καμιά μελλοντική ευτυχία δεν μπορεί να μου το αναπληρώσει", αγνοώντας πως ο Παράδεισος , μόλις κερδηθεί, θα λειτουργήσει και ανάστροφα μετατρέποντας ακόμα κι εκείνη την οδύνη σε δόξα.  Κι όταν πάλι αναφέρονται σε κάποια αμαρτωλή απόλαυση, λένε "Ας έχω μόνο αυτό κι είμαι έτοιμος να δεχτώ οποιεσδήποτε επιπτώσεις". αγνοώντας ότι η Κόλαση θα εξαπλωθεί στο παρελθόν τους μολύνοντας τη χαρά της αμαρτίας τους.  Και οι δυο διαδικασίες ξεκινούν πρίν το θάνατο. Το παρελθόν του καλού ανθρώπου αρχίζει να αλλάζει έτσι, ώστε οι συγχωρημένες αμαρτίες του και η ανάμνηση των θλίψεων προσλαμβάνουν την ποιότητα του Παραδείσου. Το παρελθόν του κακού ανθρώπου ήδη συμορφώνεται στην κακία του και γεμίζει ολόκληρο ζοφερότητα.  Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στο τέλος όλων των πραγμάτων, όταν εδώ ανατείλει ο ήλιος και το λυκόφως γίνει σκοτάδι εκεί κάτω,αυτοί που σώθηκαν  θα πουν :"Δε ζήσαμε πουθενά εκτός από τον Παράδεισο", και οι Απολωλότες :"'Ημασταν πάντα στην Κόλαση".  Και όλοι θα λένε την αλήθεια. . .
       -Αυτό δεν είναι πολύ σκληρό, κύριε;
....................................................................................................................................................................
       -Τότε λένε αλήθεια όσοι υποστηρίζουν, ότι ο Παράδεισος και η Κόλαση είναι απλά διανοητικές καταστάσεις;
       -Προς Θεού, όχι !, είπε αυστηρά. Μην βλασφημείς ! Δεν είπες ως τώρα σωστότερη λέξη: η Κόλαση είναι πράγματι μια διανοητική κατάσταση, κλεισμένη στον εαυτό της, κάθε εγκλωβισμός ενός πλάσματος μέσα στη φυλακή του δικού του μυαλού, είναι εντέλει Κόλαση. Αλλά ο Παράδεισος δεν είναι κατάσταση της διάνοιας. Ο Παράδεισος είναι η "πραγματική" πραγματικότητα : ό,τι είναι πλήρως αληθινό, είναι Παράδεισος.

                                                                                    C.S.LEWIS  (The Great Divorse)



                                                                                                                                                                                

 

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

. . .  κάποια διήγηση του Ναθάνιελ Χόθορν, σχετικά με κάποιο θρύλο περί του Νέου Κόσμου. 
        Υπήρχε κάποτε ένα χωριό χτισμένο στις όχθες ενός μικρού ποταμού.  Πέρα από το χωριό και τις ταπεινές του καλύβες, ψηλά στο βουνό, απ' όπου πήγαζε το μικρό ποταμάκι, υπήρχε ένας πελώριος βράχος που έφερε πάνω του, σχηματισμένη από χρόνια αμνημόνευτα, τη φιγούρα ενός προσώπου.  Ήταν το πρόσωπο του θεού των κατοίκων του χωριού.  Ήταν ένα πρόσωπο υπερβατικής ομορφιάς, με μιά έκφραση άφατης γαλήνης και ολοκληρωτικής αρμονίας.  Και οι χωρικοί φύλαγαν, γενιά πάνω στη  γενιά, την υπόσχεση πως θα' ρθει κάποια μέρα που αυτός ο θεός τους θα αποκολληθεί από τον βράχο και θα ζήσει ανάμεσά τους.  Θαύμαζαν αυτό το πρόσωπο, εμπνέονταν από αυτό-και επέστρεφαν ξανά και ξανά πίσω στις μέριμνες της φωχής κοινοτικής τους ζωής.
       Ωστόσο, γεννήθηκε κάποτε στο χωριό ένα παιδί πού, όταν κατόρθωσε να μπουσουλήσει έξω από την καλύβα των γονιών του και να φτάσει μέχρι το βράχο, μαγεύτηκε από τη ομορφιά, τη γαλήνη και το μεγαλείο αυτού του προσώπου.  Από εκείνη τη μέρα και μετά πήγαινε συνεχώς στον βράχο πλάι στις πηγές του ποταμού, όπου δεν έκανε τίποτα άλλο από το να κοιτά.  Τα χρόνια πέρασαν, το μωρό έγινε ένα μικρό αγοράκι κι αργότερα ένας νεαρός άνδρας. Κι ήρθε κάποια μέρα που οι κάτοικοι του χωριού, καθώς τον είδαν να περνά, στάθηκαν και αναφώνησαν "ο θεός είναι ανάμεσά μας!".  Με το να καρφώνει το βλέμμα του σ' εκείνη τη μορφή, σιγά σιγά συμμορφώθηκε εσωτερικά με την έκφραση και το πνευματικό περιεχόμενό της' με το να την ατενίζει συνεχώς διαποτίστηκε απ'αυτή - αφέθηκε στο να εισχωρήσει μέσα του η γαλήνη, το μεγαλείο, η ειρήνη και η αγάπη που το πέτρινο πρόσωπο εξέπεμπε.  Και τώρα το πρόσωπό του  είχε γίνει ίδιο με αυτό του θεού που είχε λατρέψει απλά ατενίζοντάς  το.
       Πιστεύω πως υπάρχει σ' αυτή τη διήγηση κάτι ουσιαστικό όσον αφορά στην αγιότητα αλλά και όσον αφορά στον τόπο που μπορεί η αγιότητα να έχει, εντός μιάς σύνθετης πλουραλιστικής κοινωνίας, όπως αυτή που ζούμε.  Άν γνωρίζαμε το πως να ατενίζουμε με όλο μας το είναι το πρόσωπο του Χριστού, το αόρατο εκείνο πρόσωπο που μπορούμε να δούμε μονάχα αναδυόμενο από τα βάθη του εαυτού μας, αν θελήσουμε να βυθιστούμε μέσα μας, τότε όσοι είναι τριγύρω μας, θα μπορούσαν να ξαναζήσουν το απήχημα μιας γαλήνης, μιας εμβάθυνσης, μιας εσωτερικής ειρήνης, μιας δύναμης ισχυρής και συνάμα μειλίχιας, και θά μπορούσαν να αντιληφθουν ότι υπάρχει αγιότητα στην Εκκλησία.  Και αυτή η αγιότητα δεν θα είχε ανάγκη να κάνει απέλπιδες προσπάθειες φανέρωσης της ύπαρξής της, προκειμένου να κάνει τους άλλους να πιστέψουν ότι η Εκκλησία είναι αγία.  Όλοι θα πίστευαν - πράγμα τόσο δύσκολο να γίνει, αν ρίξει κανείς σήμερα μια ματιά σε μας!
                                                                                                            Anthony  Bloom