Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2022

 

      


  Η  λειτουργία αρχίζει, λοιπόν, σαν ένας πραγματικός χωρισμός από τον κόσμο.  Δοκιμάζοντας να κάνομε το Χριστιανισμό ελκυστικό για το μέσο άνθρωπο (the man on the street) συχνά μικρύναμε ή ακόμα ολότελα λησμονήσαμε τον αναγκαίο αυτόν χωρισμό.  Θέλαμε πάντα να κάνομε το Χριστιανισμό «κατανοητό» και «αποδεκτό» από αυτόν τον  μυθικό «σύγχρονο» μέσο άνθρωπο.  Και λησμονάμε πώς ο Χριστός, για τον οποίο μιλάμε,
εναι οκ εκ του κόσμου τούτου και πως ύστερα από την ανάστασή Του δεν Τον αναγνώρισαν μήτε οι μαθητές Του. Η Μαρία η Μαγδαληνή Τον πέρασε για περιβολάρη.  Όταν δυό  από τους μαθητές Του πορευόντουσαν στο χωριό μμαούς ατός ο ησούς γγίσας συνεπορεύετο ατος … και δεν Τον γνώρισαν προτού λαβών τν ρτον ελόγησε καί κλάσας πεδίδου ατος (Λουκ. 24,15-16, 30). Παρουσιάστηκε στους Δώδεκα των θυρών  κεκλεισμένων.  Φαίνεται πως δεν  έφτανε πια να γνωρίζει κανένας απλώς πώς Εκείνος ήταν γιός της Μαρίας. Ο αναγνωρισμός Του δεν είχε φυσική αναγκαιότητα.  Με άλλα λόγια, ύστερα από την Ανάστασή Του, δεν αποτελούσε πιά «μέρος» του κόσμου αυτού, της πραγματικότητας του κόσμου, και ο αναγνωρισμός Του, η είσοδος στη χαρά της παρουσίας Του, το συναπάντημα μαζί Του σήμαιναν μια μεταστροφή σε μια  διαφορετική πραγματικότητα.  Το δόξασμα του Κυρίου δεν έχει την εταχτική, αντικειμενική αποδειχτικότητα της ταπείνωσής Του και του σταυρού.  Το δόξασμά Του το γνωρίζομε μονάχα μέσα από το μυστηριώδη θάνατο στην κολυμπήθρα του βαπτίσματος, μέσα από το χρίσμα του Αγου Πνεύματος .  Το γνωρίζομε μονάχα από την πληρότητα της Εκκλησίας, καθώς αυτή συνάζεται για να ανταμώσει τον Κύριο και να μοιραστεί την αναστημένη ζωή  Του.

        Οι πρώτοι Χριστιανοί καταλάβαιναν πως για να γίνουν ο ναός του Αγίου Πνεύματος έπρεπε να ανεβούν στον ουρανό όπου είχε ανέβει ο Χριστός.  Καταλάβαιναν ακόμα πως το ανέβασμα αυτό αποτελούσε την ίδια την προϋπόθεση της αποστολής τους στον κόσμο, του υπουργήματός τους στον κόσμο’ επειδή εκεί- στον ουρανό- βουτούσαν μέσα στη ζωή της Βασιλείας’ και όταν ύστερα  από αυτή τη «λειτουργία του ανεβάσματος» γύριζαν πίσω στον κόσμο, τα ίδια τους τα πρόσωπα αντανακλούσαν το φώς, τη «χαρά και ειρήνη» της Βασιλείας και ήταν στα αλήθεια μάρτυρές της.  Δεν έφεραν μήτε προγράμματα μήτε θεωρίες ‘ μα όπου και αν πήγαιναν, οι σπόροι της Βασιλείας βλάσταιναν, η πίστη φούντωνε, η ζωή μεταμορφωνόταν, τα αδύνατα γίνονταν δυνατά. Δίνανε μαρτυρία.  Και όταν τους ρωτούσαν : «Από πού λάμπει αυτό το φώς; Πού βρίσκεται η πηγή αυτής της δύναμης;» γνώριζαν την απόκριση και κατά που να οδηγήσουν τους ανθρώπους. Στην εκκλησιά σήμερα πολύ συχνά νιώθουμε πως ανταμώνομε μονάχα τον ίδιο τούτο παλαιό κόσμο, όχι το Χριστό και τη Βασιλεία Του. Δεν καταλαβαίνουμε πως σήμερα ποτέ δεν φτάνομε πουθενά, επειδή ποτέ δεν ξεκινάμε από πουθενά.

Να ξεκινάς, να φτάνεις… Αυτή είναι η αρχή, το σημείο αφετηρίας του μυστηρίου (sacrament), η προϋπόθεση της δύναμης που έχει το μυστήριο να μεταμορφώνει.  Καθώς και της πραγματικότητάς του.

Alexander Schmemann, «For the Life and the World», «ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ» Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ