Σάββατο 25 Μαρτίου 2017



Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ  
2.
          Ο πολιτισμός στον οποίο ζούμε και που φορμάρει τις ποικίλες αντιλήψεις μας για τον κόσμο, στην πραγματικότητα δεν περιλαμβάνει την έννοια της αμαρτίας.  Γιατί αν αμαρτία είναι πρώτα απ’  όλα , η πτώση του ανθρώπου από μένα απίστευτο   ανώτερο ύψος και η άρνηση της «υψίστης κλήσεώς « του, τι μπορεί όλα τούτα να σημαίνουν σ ένα πολιτισμό ο οποίος αγνοεί και αρνείται αυτό το «ανώτερο ύψος» και αυτή την «κλήση» ;  Σ’ έναν πολιτισμό που ορίζει τον άνθρωπο όχι από «άνω» αλλά «κάτω» ;   Σ’ έναν πολιτισμό που, ακόμα και όταν δεν αρνείται ανοιχτά το Θεό , είναι ουσιαστικά υλιστικός από την κορυφή ως τα νύχια ; Σ’ έναν πολιτισμό  που σκέπτεται για τη ζωή του ανθρώπου μόνο σε σχέση με τα υλικά αγαθά και αγνοεί τη μεταφυσική κλήση ;  Αμαρτία για έναν τέτοιο πολιτισμό θεωρείται, επομένως, η φυσική «αδυναμία» που οφείλεται συνήθως σε «ανωμαλία» και που, με τη σειρά της, έχει κοινωνικές ρίζες και, έτσι, μπορεί να αντιμετωπιστεί από μια καλύτερη κοινωνική και οικονομική οργάνωση.  Για το λόγο αυτό ο σύγχρονος  άνθρωπος, ακόμα και όταν εξομολογείται τις αμαρτίες του δεν μετανοεί.
        Ανάλογα με το πώς καταλαβαίνει τη θρησκεία, ή απαριθμεί εξωτερικά τις τυπικές παραβάσεις των νόμων ή φορμάρει τα «προβλήματά» του ανάλογα με τον εξομολόγο, περιμένοντας από τη θρησκεία κάποια θεραπευτική  αγωγή η οποία θα τον κάνει πάλι ευτυχισμένο και καλοβολεμένο.  Σε καμιά από αυτές τις περιπτώσεις δεν έχουμε μετάνοια’ μια μετάνοια – shock  για τον άνθρωπο που βλέποντας τον εαυτό του την «εικόνα της αρρήτου δόξης», αναγνωρίζει ότι την έχει αμαυρώσει, την έχει προδώσει και την έχει αρνηθεί στη ζωή του’  μια μετάνοια –λύπη που να πηγάζει από το έσχατο βάθος της συνείδησης του ανθρώπου ’ μια μετάνοια- επιθυμία για επιστροφή, παράδοση στην αγάπη και το έλεος  του Θεού.  Να γιατί δεν είναι δυνατόν να πούμε : «αμάρτησα».  Αυτή η ομολογία θα γίνει ουσιαστική και αποτελεσματική μόνο όταν καταλάβουμε την αμαρτία και τη βιώσουμε σ’ όλο το βάθος και την ελεεινότητά της.
Ακριβώς αυτό είναι το έργο και ο σκοπός  του Μεγάλου Κανόνα’ να ξεσκεπάσει την αμαρτία και έτσι να μας οδηγήσει στη μετάνοια.  Η αποκάλυψη δε αυτή, δεν γίνεται με ορισμούς και απαριθμήσεις αλλά με μια βαθιά ενατένιση στη μεγάλη βιβλική ιστορία που είναι η ιστορία της αμαρτίας, της μετάνοιας και της συγγνώμης.  Αυτή η ενατένιση μας μεταφέρει σ’ ένα διαφορετικό πνευματικό πολιτισμό, μας προκαλεί σε μια εντελώς διαφορετική θεώρηση του ανθρώπου, της ζωής του, των σκοπών και των κινήτρων του.  Επανορθώνει μέσα μας τα βασικά πνευματικά πλαίσια μέσα στα οποία η μετάνοια γίνεται και πάλι μια δυνατότητα. Όταν, για παράδειγμα , ακούμε :
Τη του Άβελ, Ιησού, ουχ ωμοιώθην δικαιοσύνη’  δώρα σοι δεκτά, ου προσήξα ποτέ, ου πράξεις ενθέους, ου θυσίαν καθαράν, ου βίον ανεπίληπτον …
        Συνειδητοποιούμε ότι η διήγηση της πρώτης θυσίας, που πολύ περιληπτικά  αναφέρεται στη Γραφή, αποκαλύπτει κάτι το ουσιαστικό για τη δική μας τη ζωή, για τον ίδιο τον άνθρωπο.  Καταλαβαίνουμε ότι η αμαρτία είναι, πρώτα απ’ όλα, η άρνηση ότι η ζωή προσφορά ή θυσία στο Θεό, με άλλα λόγια  δηλαδή, η άρνηση ότι η ζωή έχει θεϊκό προσανατολι σμό’ ότι η αμαρτία, επομένως ,είναι από τις ρίζες της, η παρέκκλιση της αγάπης μας από τον τελικό σκοπό της.  Αυτή η αποκάλυψη μας δίνει τη δυνατότητα να πούμε κάτι που ριζικά εξαφανίστηκε από τη δική μας «σύγχρονη» εμπειρία της ζωής, αλλά που τώρα γίνεται το «υπαρξιακά» αληθινό :
Τον πηλόν ο Κεραμεύς , ζωοπλαστήσας ενέθηκάς μοι σάρκα και οστά και πνοήν και ζωήν.  Αλλ’ ω Ποιητά μου, Λυτρωτά μου και Κριτά, μετανοούντα δεξαι με.
        Για να καταλάβομε σωστά το  Μεγάλο Κανόνα θα πρέπει να ξέρουμε την Αγία Γραφή και  να έχουμε την ικανότητα να μεταφέρουμε τα νοήματά του στη ζωή μας.  Το ότι σήμερα τόσοι πολλοί άνθρωποι τον βρίσκουν ανιαρό και άσχετο, είναι γιατί η πίστη τους δεν τροφοδοτείται πιά από τις πηγές των Αγίων Γραφών οι οποίες για τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι η πηγή της πίστης.  Είναι ανάγκη να ξαναμάθουμε πώς να μπούμε στον κόσμο όπως αυτός αποκαλύπτεται από την Αγία Γραφή και πώς να ζούμς σ’ αυτόν.  Δεν υπάρχει πιο σωστός δρόμος που οδηγεί σ’ ένα τέτοιο κόσμο από τη λατρεία της Εκκλησίας, η οποία δεν είναι μόνο μετάδοση της βιβλικής διδασκαλίας αλλά κυρίως φανέρωση του βιβλικού τρόπου ζωής.
        Το ταξίδι της Μεγάλης Σαρακοστής λοιπόν αρχίζει με την επιστροφή στην "αφετηρία", στον κόσμο της Δημιουργίας, της Πτώσης, της Μετάνοιας, στον κόσμο όπου καθετί μιλάει για το Θεό και αντανακλά τη δόξα Του, στον κόσμο όπου όλα τα γεγονότα αναφέρονται στο Θεό, όπου ο άνθρωπος βρίσκει την πραγματική διάσταη της ζωής του, και βρίσκοντάς την μετανοεί.

Alexander Schmemann, GREAT LENT, Journey to Pascha, ST.VLADIMIR’S SEMINARY PRESS
Alexander Schmemann, ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ, Πορεία προς το Πάσχα, εκδ. Ακρίτας
       

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017



Ο  ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ
1.
       Είναι σημαντικό το ότι γυρίζουμε στην ιδέα και στο βίωμα ότι η Μεγάλη Σαρακοστή είναι ένα πνευματικό ταξίδι που έχει σκοπό να μας μεταφέρει από μιά πνευματική κατάσταση σε άλλη.  Όπως ήδη έχουμε πεί, η μεγάλη πλειονότητα των Χριστιανών σήμερα αγνοεί  αυτόν τον σκοπό της Μεγάλης Σαρακοστής και τη βλέπουν μόνο σαν μια περίοδο στη διάρκεια της οποίας «πρέπει» να εκπληρώσουν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις – δηλ. τη «μια φορά το χρόνο» θεία Μετάληψη- και να συμμορφωθούν  με τους περιορισμούς της νηστείας, ώσπου να τους αντικαταστήσουν  με τη γενική κατάλυση της πασχαλινής περιόδου.  Και επειδή  όχι μόνο οι λαϊκοί αλλά και πολλοί ιερείς έχουν υιοθετήσει αυτή την απλή και τυπική αντίληψη της Σαρακοστής, γι αυτό και το αληθινό πνεύμα της έχει εντελώς χαθεί από τη ζωή μας.  Η λειτουργική και πνευματική αποκατάσταση της Σαρακοστής είναι ένα από τα πιο επείγοντα καθήκοντα που θα πραγματοποιηθεί μόνο αν βασιστεί σε μια γνήσια κατανόηση του λειτουργικού ρυθμού  και της λειτουργικής δομής της Μεγάλης Σαρακοστής.
       Στην αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής, σαν εγκαίνια, σαν τη «νότα» που πρόκειται να δώσει ον τόνο στην τελική «μελωδία», έχουμε τον Μεγάλο κανόνα του Αγίου Ανδρέα της Κρήτης, κανόνα μετάνοιας.  Χωρισμένος σε τέσσερα μέρη διαβάζεται στο Μεγάλο Απόδειπνο το απόγευμα    κατά τις πρώτες τέσσερις μέρες της Α’ εβδομάδας των Νηστειών.
        Μπορούμε να περιγράψουμε τον κανόνα αυτό σαν ένα θρήνο μετάνοιας που μας μεταφέρει στο βάθος και στο πεδίο δράσης της αμαρτίας, κλονίζοντας την ψυχή μας με την απόγνωση, τη  μετάνοια και την ελπίδα.  Με μια μοναδική τέχνη ο Άγιος Ανδρέας συνυφαίνει τα μεγάλα βιβλικά θέματα : Αδάμ και Εύα, Παράδεισος και Πτώση, Πατριάρχες ,  Νώε και κατακλυσμός, Δαβίδ, Χώρα Επαγγελίας και τελικά Χριστός και Εκκλησία, ομολογία αμαρτιών και μετάνοια. Τα γεγονότα της ιερής Ιστορίας παρουσιάζονται σαν γεγονότα της ζωής μου.  Οι ενέργειες του Θεού στο παρελθόν αποβλέπουν σε μένα και στη σωτηρία μου, η τραγωδία της αμαρτίας  και η προδοσία παρουσιάζονται σαν προσωπικά δική μου τραγωδία.  Η ζωή μου παρουσιάζεται σαν ένα κομμάτι της μεγάλης πάλης ανάμεσα στι Θεό και στις δυνάμεις του σκότους που επαναστατούν εναντίον του.
        Ο κανόνας αρχίζει με τούτο το βαθιά προσωπικό τόνο :

                               Πόθεν άρξομαι θρηνείν τας του αθλίου μου βίου πράξεις ;
                                  Ποίαν απαρχήν, επιθήσω Χριστέ, τη νυν θρηνωδία ;
:
        Η μια μετά την άλλη οι αμαρτίες μου αποκαλύπτονται με όλη τη βαθά σύνδεση που έχουν με το συνεχιζόμενο δράμα τω  σχέσεων του ανθρώπου με το Θεό’ η ιστορία της πτώσης του ανθρώπου είναι προσωπική μου ιστορία :

                                   Τον πρωτόπλαστον Αδάμ τη παραβάσει παραζηλώσας,
                                  Και της αϊδίου βασιλείας και τρυφής διά τας αμαρτίας μου,
                                 Έγνων εμαυτόν, γυμνωθέντα Θεού,

        Έχω χάσει όλα τα δώρα :

                                           Εσπίλωσα τον της σαρκός μου χιτώνα
                                                  κατερρύπωσα το κατ’ εικόνα,
                                                     Σωτήρ, και καθ’ ομοίωσιν.
                                      Διέρρηξα την στολήν μου την πρώτην,
                         Ημαύρωσα της ψυχής το ωραίον, ταις των παθών ηδοναίς …
                                Ην εξυφάνατό μοι ο Πλαστουργός εξ αρχής
                                                   Και ένθεν κείμαι γυμνός.

        Μ’ αυτόν τον τρόπο, τέσσερα συνεχή απογεύματα,οι εννέα ωδές Κανόνα μου λένε ξανά και ξανά την πνευματική ιστορία του κόσμου που είναι επίσης και δική μου  ιστορία. Γίνονται για μένα μια πρόκληση με τα αποφασιστικά γεγονότα και τις πράξεις από το παρελθόν, που το νόημά τους και η δύναμή τους είναι αιώνια, γιατί κάθε ανθρώπινη ψυχή – μοναδική και ανεπανάληπτη- συγκινείται από το ίδιο δράμα, αντιμετωπίζει την ίδια τελικά εκλογή, ανακαλύπτει την ίδια πραγματικότητα.
       Τα γραφικά παραδείγματα είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλές «αλληγορίες», όπως νομίζουν πολλοί άνθρωποι και ακριβώς γι’ αυτό βρίσκουν ότι τούτος ο Κανόνας είναι πολύ «κουραστικός», πολύ φορτωμένος με άσχετα ονόματα και επεισόδια.  Γιατί, ρωτούν, μιλάει για τον Κάϊν, τον Άβελ, τον Δαβίδ και το Σολομώντα, ενώ θα ήταν πολύ πιο απλό να πει : «αμάρτησα»;  Εκείνο πάντως που δεν καταλαβαίνουν τούτοι που ρωτούν, είναι ότι η λέξη  αμαρτία – στη βιβλική και χριστιανική παράδοση- έχει ένα βάθος, μια πυκνότητα την οποία ο σύγχρονος άνθρωπος αδυνατεί να καταλάβει και η οποία κάνει την εξομολόγηση των αμαρτιών του κάτι πού διαφορετικό από την αληθινή χριστιανική μετάνοια.

Alexander Schmemann, GREAT LENT, Journey to Pascha, ST. VLADIMIR’S SENINARY PRESS                                                                               Alexander Schmemann, ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ, Πορεία προς το Πάσχα, εκδ. Ακρίτας


Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017



ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
3.
         Αυτή λοιπόν είναι η βασική «αντινομία» της μυστηριακής ζωής.  Θα μπορούσε όμως να γίνει κάποιο σφάλμα αν περιοριστεί μόνο στα Μυστήρια.  Η αμαρτία της βεβήλωσης για την οποία μιλάει ο Απόστολος Παύλος όταν αναφέρει το «εσθίειν και πίνειν αναξίως»  αγκαλιάζει όλη τη ζωή, γιατί ολόκληρη η ζωή, ο όλος ο άνθρωπος, το σώμα και το πνεύμα, αγιάσθηκαν από το Χριστό και έγιναν άγια και σαν άγια «δεν ανήκουν σε μας».  Η μόνη ερώτηση που απευθύνεται στον άνθρωπο είναι κατά πόσο επιθυμεί και είναι έτοιμος να αποδεχτεί με ταπείνωση και υπακοή, αυτή την αγιότητα που τόσο ελεύθερα και με αγάπη του προσφέρεται πρώτα απ’ όλα σαν  σταυρός  πάνω στον οποίο πρέπει να σταυρώσει τον «παλαιόν άνθρωπον  συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» του, σαν κριτής που συνέχεια τον κρίνει και τέλος σαν χάρη και δύναμη να πολεμάει διαρκώς για την αύξηση του νέου ανθρώπου μέσα του, και αυτής της νέας και άγιας ζωής στην οποία συμμετέχει.  Συμμετέχουμε στη Θεία Κοινωνία μόνο γιατί έχουμε αγιαστεί δια του Χριστού και εν τω Χριστώ και συμμετέχουμε για να γίνουμε άγιοι, δηλαδή, να εκπληρώσουμε τη δωρεά της αγιότητας στη ζωή μας. Όταν κανείς δεν αναγνωρίζει  ακριβώς αυτό, τότε «εσθίει και  πίνει αναξίως» χάρη στις δικές του  δυνάμεις και όχι χάρη στην αγιότητα του Χριστού ‘ ή όταν κανείς κοινωνεί χωρίς να συσχετίζει τη θεία Κοινωνία με ολόκληρη τη ζωή του, δηλαδή να την παίρνει σαν κριτήριο της ζωής του, αλλά και σαν δύναμη για την μεταμόρφωσή της, σαν συγχώρεση και ακόμα αναπόφευκτη είσοδο στην «τεθλιμένη οδό» του αγώνα και της προσπάθειας.

Alexander Schmemann, GREAT LENT, Journeny to Pascha, ST. VLADIMIR’S SEMINARY PRESS
Alexander Schmemann, ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ, πορεία προς το Πάσχα, εκδ. Ακρίτας

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017



ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
2.
         Αυτή η τάση έχει το κέντρο της, αλλά ταυτόχρονα και την πηγή της στη μυστηριακή ζωή.  Ακριβώς τη στιγμή που προσεγγίζουμε τα Άγια Δώρα, συνειδητοποιούμε «πάλιν και πολλάκις» ότι υπάρχει ένα θεϊκό «δίχτυ» μέσα στο οποίο πιαστήκαμε και από το οποίο, με την ανθρώπινη σκέψη και λογική, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε.  Γιατί αν, εξαιτίας της «αναξιότητάς» μου απέχω από την θεία Κοινωνία, αν απορρίπτω και αρνούμαι το θείο δώρο της αγάπης της, συμφιλίωσης και της ζωής, τότε μόνος μου αφορίζω τον εαυτό μου αφού «εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς» (Ιω. 6,53).  Αν παρ’ όλα αυτά «εσθίω και πίνω αναξίως», «κρίμα εαυτώ εσθίω και πίνω».  Έτσι είναι καταδικασμένος αν δεν κοινωνήσω, αλλά καταδικασμένος είμαι και αν κοινωνήσω ανάξια, γιατί ποιος ποτέ  υπήρξε  «άξιος», ώστε να τον αγγίξει το θείο πυρ και να μην τον καταφλεχτεί;
        Έτσι λοιπόν  απ΄αυτή τη θεϊκή παγίδα δεν υπάρχει διαφυγή με τα ανθρώπινα μέσα λογικής όταν εφαρμόζουμε στα θεία Μυστήρια τα ανθρώπινα κριτήρια, τα δικά μας μέτρα και τις εκλογικεύσεις μας.  Υπάρχει κάτι το πνευματικά τρομερό για την αναπαυμένη και καλή  συνείδηση το οποίο επίσκοποι, ιερείς και λαϊκοί επίσης, αλλά κυρίως εκείνοι που προσποιούνται τους καλά εξασκημένους στην «πνευματικότητα», το αποδέχονται και το υποστηρίζουν σαν παραδοσιακό και το οποίο φανερώνει τη σύγχρονη κατάσταση στη μυστηριακή ζωή’ είναι δε αυτό η κατάσταση  εκείνη στην οποία ένα μέλος της Εκκλησίας θεωρείται «εντάξει» αν  γα πενήντα μία εβδομάδες (του χρόνου) δεν πλησιάζει το Άγιο Ποτήριο λόγω της «αναξιότητάς» του αλλά ύστερα στη διάρκεια της πεντηκοστής δεύτερης εβδομάδας, αφού εκπλήρωσε μερικές  υποχρεώσεις, πέρασε από μια ολιγόλεπτη εξομολόγηση, έλαβε άφεση αμαρτιών, ξαφνικά έγινε «άξιος», για να γυρίσει , μετά τη θεία Κοινωνία του, στην «αναξιότητά» του και πάλι.  Αυτό είναι το τρομερό γιατί μια τέτοια κατάσταση σίγουρα απορρίπτει αυτό που αποτελεί το πραγματικό νόημα και το σταυρό της χριστιανικής ζωής και αυτό που μας αποκαλύπτεται στο Μυστήριο της θεία Ευχαριστίας : το ότι είναι αδύνατο να προσαρμοστεί ο Χριστιανισμός στα μέτρα μας και στο επίπεδό μας ‘ και ότι είναι αδύνατο να τον αποδεχτούμε παρά μόνο με του Θεού και όχι με τους δικούς μας όρους.
        Ποιοι είναι αυτοί οι όροι ;  Πουθενά αλλού δεν εκφράζονται οι όροι αυτοί καλύτερα παρά στα λόγια που εκφωνεί ο ιερέας όταν ανυψώνει τον Άγιο Άρτο και τα οποία στην πρώτη Εκκλησία ήταν ακριβώς τα λόγια με τα οποία καλούσε τούς χριστιανούς στη θεία Κοινωνία : «Τα άγια τοις Αγίοις» !  Με αυτά τα λόγια και με την απάντηση του λαού «Εις  Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός …», όλα τα ανθρώπινα επιχειρήματα, αληθινά, καταρρίπτονται. Τα «Άγια», το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, είναι μόνο για κείνους που είναι άγιοι. Και όμως , από την άλλη  μεριά κανένας δεν είναι άγιος, εκτός από τον Ένα Άγιο Κύριο Ιησού Χριστό.  Και έτσι, από την άποψη της άθλιας ανθρώπινης «αναξιότητας» η θύρα είναι κλειστή’ δεν υπάρχει τίποτε που να μπορούμε να προσφέρουμε και που να μας κάνει «αξίους» γι αυτό το Άγιο  Δώρο.  Τίποτε απολύτως εκτός από την Αγιότητα του ίδιου του Χριστού ο οποίος με την τέλεια αγάπη Του και το έλεός Του προσφέρθηκε σε μας κάνοντάς μας «γένος εκκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον» (Α’ Πετρ. 2,9).
        Είναι η δική Του αγιότητα όχι η δική μας που μας κάνει αγίους και επομένως «αξίους»  να προσεγγίσουμε και να λάβουμε τα Άγια Δώρα.  Γιατί, όπως λέει ο Νικόλαος Καβάσιλας σχολιάζοντας αυτά τα λόγια : «κανένας δεν έχει την αγιότητα από τον εαυτό του, ούτε έργο ανθρώπινης αρετής είναι η αγιότης, αλλά όλοι από Εκείνον παίρνουν την αγιότητα και για Εκείνον.  Και όπως αν βάλης πολλούς καθρέπτες κάτω από τον ήλιο, θα νομίσης ότι βλέπεις πολλούς ήλιους, ένας δεν είναι πράγματι ο ήλιος που αστράφτει …».

Alexander Schmemann, GREAT LENT, Journey to Pascha, ST. VLADIMIR’S SEMINARY PRESS
Alexander  Schmemann,ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ, Πορεία προς το Πάσχα, εκδ. Ακρίτας