Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015



        Πρέπει να καταλάβομε πως η πραγματική τραγωδία του Χριστιανισμού δεν είναι ο «συμβιβασμός»  του με τον κόσμο και τον προοδευτικό «ματεριαλισμό». Αλλά αντίθετα η «πνευματικοποίηση» και  ο μετασχηματισμός του σε «θρησκεία».  Και - όπως κιόλας ξέρομε – θρησκεία κατάντησε να σημαίνει ένας κόσμος καθαρής πνευματικότητας, μια συγκέντρωση της προσοχής σε θέματα που ανήκουν στην «ψυχή».  Ο χριστιανοί μπήκαν στον πειρασμό να απορρίψουν ολότελα το χρόνο και να τον αντικαταστήσουν με το μυστικισμό και τις «πνευματικές» επιδιώξεις, να ζούν ως Χριστιανοί έξω από τον καιρό και συνεκδοχικά να ξεφεύγουν  από τις απογοητέυσεις του, να επιμένουν πως ο χρόνος δεν έχει πραγματική σημασία από την άποψη της Βασιλείας , πού βρίσκεται «πέρα από το χρόνο».  Και τελικά το πέτυχαν.  Κατάστησαν το χρόνο αληθινά ασήμαντο, αν και γεμάτον από χριστιανικά  «σύμβολα».  Και σήμερα δεν ξέρουν οι ίδιοι τι να κάνουν με τα σύμβολα αυτά.  Γιατί είναι αδύνατο κανένας να «φέρει το Χριστό πίσω στα Χριστούγεννα», αν Εκείνος δεν έχει λυτρώσει – παναπεί γεμίσει με σημασία – τον ίδιο το χρόνο.
        Χρειάζεται να καταλάβομε, λοιπόν, πως η εντατική, σχεδόν παθολογική απασχόληση του σύχρονου κόσμου μας με το χρόνο και το «πρόβλημά» του έχει τις ρίζες της στην ειδική αυτή χριστιανική αποτυχία.  Εξ αιτίας εμάς των Χριστιανών ο κόσμος όπου ζούμε κυριολεχτικά δεν έχει χρόνο.  Δεν είναι τάχα πως όσο περισσότερα μηχανήματα εφευρίσκομε για να «κερδίσομε χρόνο», τόσο λιγότερο χρόνο διαθέτομε ;  Η αγέλαστη βιασύνη της ζωής διακόπτεται από την ξεκούραση («στάσου και ξεκουράσου») – relaxation (“sit back and relax !”) –  αλλά τετοια είναι η φρίκη του παράξενου κενού που σκεπάζεται με την αληθινά δαιμονική αυτή λέξη relaxation  (ξεκούραση), ώστε οι άνθρωποι χρειάζεται να καταπίνουν χάπια για να την αντέξουν και να αγοράζουν δαπανηρά βιβλία που γράφουν για το πως μπορεί κανείς να σκοτώσει αυτή τη νεκρή ζώνη ή αυτό το no manss land  της «σύγχρονης ζωής».
        Χρόνος δεν υπάρχει επειδή ο Χριστιανισμός έκανε, απο τη μια μεριά, αδύνατη για τον άνθρωπο τη ζωή μέσα στον παλαιό φυσικό χρόνο, κομμάτιασε ανεπανόρθωτα τον κύκλο του αιώνιου γυρισμού, ανάγγειλε το πλήρωμα του πλήρωμα του χρόνου,  το χρόνο ως  ιστορία και ως πλήρωση, αληθινά μας δηλητηρίασε μιά γιά πάντα με το όνειρο ενός χρόνου γεμάτου από σημασία.  Από την άλλη μεριά, δεν υπάρχει χρόνος γιατί, με την αναγγελία όλων αυτών, ο Χριστιανισμός παράτησε τον χρόνο, κάλεσε τούς Χριστιανούς απερίφραστα να τον αφήσουν και να θεωρούν την αιωνιότητα ως μιά αιώνια ανάπαυση (αν όχι και «ξεκούραση», “relaxation”).
 Alexander Schmemman,”For the Life and the World”, «Για να ζήσει ο Κόσμος», εκδ. Δόμος.

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015



Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
                                                                            2
        «Ο άνθρωπος είναι αυτό που τρώει». Τι όμως τρώει και γιατί ;  Τα ρωτήματα αυτά φαίνοναι απλοϊκά και άσχετα,όχι μόνο στον Feuerbach, φαίνονται ακόμα πιό άσχετα στούς θρησκευτικούς αντιπάλους του.  Σε τούτους, όπως και σε εκείνον, το φαγητό ήταν μιά υλική λειτουργία και το μόνο σημαντικό ρώτημα  ήταν : άν επιπρόσθετα ο άνθρωπος κάτεχε ένα πνευματικό «εποικοδόμημα».  Η θρησκεία είπε ναί.  Ο Feuerbach είπε όχι. Όμως και οι δύο απαντήσεις δόθηκαν μέσα στην ίδια αντίθεση του πνευματικού απέναντι στο υλικό.  Το  «πνευματικό» σε αντίθεση με το «υλικό», το «ιερό» σε αντίθεση με το «βέβηλο», το «υπερφυσικό» σε αντίθεση με το «φυσικό» - αυτά στάθηκαν για αιώνες τα μόνα παραδεχτά, τα μόνα κατανοητά καλούπια ή κατηγορίες της θρησκευτικής σκέψης και εμπειρίας.  Και ο Feuerbach, με όλον το ματεριαλισμό του, στάθηκε πραγματικά ένας φυσικός κληρονόμος του χριστιανικού «ιδεαλισμού» και της χριστιανικής «πνευματικότητας».
         Είδαμε πως η Βίβλος αρχίζει και αυτή με τον άνθρωπο ως ένα ον που πεινάει, με τον άνθρωπο  που είναι αυτό που τρώει.  Η προοπτική ωστόσο είναι ολότελα διαφορετική, γιατί πουθενά στη Βίβλο δε βρίσκομε τις διχοτομήσεις που αποτελούν για μας το αυτονόητο πλαίσιο κάθε πλησιάσματος προς τη θρησκεία.  Στη Βίβλο την τροφή που ο άνθρωπος τρώει, τον κόσμο που πρέπει να τον μοιράζεται για να ζήσει, του τον παρέχει  ο Θεός και του παρέχεται ως κοινωνία με το Θεό.  Ο κόσμος ως τροφή του ανθρώπου δεν είναι κάτι «υλικό» και περιορισμένο στις υλικές  λειτουργίες, επομένως διαφορετικό και αντίθετο από τις ιδιάζουσες «πνευματικές» λειτουργίες, με τις οποίες ο άνθρωπος συγγενεύει με το Θεό. Όλα όσα υπάρχουν είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο και όλα υπάρχουν για να γνωρίσουν το Θεό στον άνθρωπο, για να κάνουν τη ζωή του ανθρώπου κοινωνία με το Θεό.  Η θεϊκή αγάπη δημουργεί την τροφή και τη ζωή για τον άνθρωπο.  Ο Θεός ευλογάει όλα όσα δημουργεί, και στη βιβλική γλώσσα τούτο σημαίνει πως όλη τη δημουργία την κάνει το σημείο και το μέσο της παρουσίας  και της σοφίας Του, της αγάπης και της αποκάλυψής Του.  Γεύσαστε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος.
        Ο άνθρωπος είναι ένα ον πού πεινάει.  Πεινάει όμως για το Θεό.  Πίσω από όλες τις πείνες της ζωής μας βρίσκεται ο Θεός.  Κάθε πόθος είναι τελικά πόθος για Εκείνον.  Βέβαια δεν είναι μονάχα ο άνρωπος ένα ον πού πεινάει.  Όλα όσα υπάρχουν ζούνε «τρώγοντας».  Η δημιουργία ολόκληρη εξαρτάται από την τροφή.  Η μοναδική όμως θέση του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν βρίσκεται στο ότι μονάχα αυτός ευλογάει το Θεό για την τροφή και για τη ζωή που λαβαίνει από Εκείνον.  Μονάχα αυτός αποκρίνεται στην ευλογία του Θεού με την δική του ευλογία.  Το σημαντικό γεγονός γύρω από τη ζωή στον Παράδεισο είναι πως ο άνθρωπος ονομάζει τα πράγματα.  Μόλις δημουργήθηκαν τα ζώα για ναν μή μείνει ο Αδάμ ασυντρόφευτος, ο Θεός τα πηγαίνει στον  Αδάμ για να ν τα ονοματίσει.  Και παν ο εαν εκάλεσεν αυτό Αδάμ ψυχήν ζώσαν, τούτο όνομα αυτώ.  Στη Βίβλο ένα όνομα φανερώνει την ίδια την ουσία ενός πράγματος ή καλύτερα την ουσία του ως δώρου του Θεού.  Το όνομα φανερώνει το νόημα και την αξία που του έδωσε ο Θεός, τη γνώση ότι προέρχεται από το Θεό και τη γνώση της θέσης του και της λειτουργίας του μέσα στον κόσμο που δημιούργησε ο Θεός.
        Το όνομα ενός πράγματος, με άλλα λόγια, είναι η ευλογία πού κάνομε στο Θεό για το πράγμα αυτό και μέσα στο πράγμα αυτό.  Και στη Βίβλο να ευλογήσεις το Θεό δεν είναι μιά «θρησκευτική» ή μιά «τελετουργική» πράξη, αλλά ο ίδιος ο τρόπος της ζωής.  Ο Θεός ευλόγησε τον κόσμο, ευλόγησε τον άνθρωπο, ευλόγησε την έβδομη μέρα (δηλαδή τον καιρό), και αυτό σημαίνει πώς όλα όσα υπάρχουν ο Θεός τα γέμισε με την αγάπη Του και την αγαθότητα, όλα αυτά τα έκανε καλά λίαν.  Ώστε η μόνη φυσική (και όχι «υπερφυσική») αντίδραση του ανθρώπου, στον οποίο ο Θεός έδωσε αυτόν τον ευλογημένο και αγιασμένο κόσμο, είναι να ευλογεί με τη σειρά του το Θεό,να Τον ευχαριστεί, να βλέπει τον κόσμο όπως ο Θεός τον βλέπει - και στην πράξη αυτή της ευγνωμοσύνης και της λατρείας, να γνωρίζει, να ονομάζει και να κατέχει τον κόσμο.  Όλες οι λογικές, οι πνευματκές και οι υπόλοιπες ιδιότητες του ανθρώπου, πού τον ξεχωρίζουν από τα  άλλα πλάσματα, έχουν την εστία τους  και βρίσουν την τελική πλήρωσή τους στην  ικανότητα αυτή του ανθρώπου να ευλογεί το Θεό, να γνωρίζει  ας το πούμε έτσι, το νόημα της δίψας και της πείνας πού αποτελούν τη ζωή του.  “Homo sapiens”, “homo faber”… ναί, αλλά πρίν από όλα “homo adorans”.  O πρώτος, ο βασικός ορισμός του ανθρώπου είναι πώς ο άνθρωπος είναι ο ιερέας.  Στέκεται στο κέντρο του κόσμου και τον ενοποιεί με την πράξη αυτή, δηλαδή ευλογώντας το Θεό, δεχόμενος συνάμα τον κόσμο από το Θεό και προσφέροντάς τον πίσω στο Θεό.  Και γεμίζοντας με τούτη την ευχαριστία τον κόσμο, ο άνθρωπος μεταμορφώνει τη ζωή του, τη ζωή πού δέχεται από τον κόσμο, σε ζωή του Θεού, σε κοινωνία (communion).
        Ο κόσμος δημιουργήθηκε ως «ύλη», ως υλικό μιας ευχαριστίας που τα περιέχει όλα, και ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ως ο ιερέας του κοσμικού αυτού μυστηρίου (sacrament).  Οι άνθρωποι τα καταλαβαίνουν όλα αυτά, αν όχι με τη λογική, τουλάχιστο με το ένστικτό τους.  Αιώνες κοσμικότητας (secularism) δεν μπόρεσαν να μετασχηματίσουν το φαγητό σε κάτι το αυστηρά χρησιμοθηρικό.  Το φαγητό εξακολουθούμε να το αντιμετωπίζομε με σεβασμό. Ένα γεύμα εξακολουθεί να είναι μιά τελετή – το στερνό «φυσικό  μυστήριο» της οικογένειας και της φιλίας, της ζωής που είναι κάτι παραπάνω από «φαγητό» και «πιοτό».  Το φαγητό εξακολουθεί να είναι κάτι παραπάνω από μιά διατήρηση των σωματικών λειτουργιών μας.  Μπορεί ο κόσμος να μην καταλαβαίνει τι είναι αυτό το «κάτι παραπάνω», έχει όμως ωστόσο την επιθυμία να το τελεί.  Ο κόσμος εξακολουθεί να πεινάει και να διψάει για μυστηριακή ζωή.

Alexander Schmemann,”For the Life and the World,Γιά να Ζήσει ο Κόσμος», Εκδ. Δόμος
   

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015



Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 
                                                                       1
        «Ο άνθρωπος είναι αυτό που τρώει» ((“Der Mensch ist was er isst”).  Με τη ρήση αυτή ο Γερμανός ματεριαλιστής φιλόσοφος Feuerbach νόμισε ότι έβαλε τέλος σε όλες τις «ιδεαλιστικές» θωρίες σχετικά με την ανθρώπινη φύση. Στη πραγματικότητα διατύπωνε, δίχως νατο ξέρει, την πιό θρησκευτική αντίληψη που υπάρχει για τον άνθρωπο. Γιατί πολύ πρίν από τον Feuerebach ο ίδιος ορισμός για τον άνθρωπο είχε δοθεί απο τη Βίβλο.   Στη βιβλική  διήγηση της Δημιουργίας ο άνθρωπος παρουσιάζεται πρώτα από μόλα σαν ένα ον που πεινάει και ο κόσμος είναι η τροφή του.  Αμέσως ύστερα από την οδηγία που αφήνει στούς ανθρώπους να πληθύνονται και να κατακυριέψουν τη γή ο Θεός, σύμφωνα με το συγγραφέα του πρώτου κεφαλαίου της Γένεσης,τούς παραγγέλνει να φάνε από τη γή.  Ιδού δέδωκα υμίν πάντα χόρτον σπόριμον ... και πάν ξύλον, ο έχει εν εαυτώ καρπόν σπέρματος σπόριμον, υμίν έσται εις βρώσιν ...  Ο άνθρωπος πρέπει να φάει για να ζήσει, πρέπει να βάλει τον κόσμο μέσα στο κορμί του και να τον μετασχηματίσει σε άνθρωπο, σε σάρκα και αίμα.  Πραγματικά ο άνθρωπος είναι αυτό πού τρώει και ολόκληρος οκόσμος παρουσιάζεται για τον άνθρωπο σαν ένα τραπέζι από ένα γενικό συμπόσιο.  Και η εικόνα αυτή του συμποσίου παραμένει σε ολόκληρη τη Βίβλο η κεντρική εικόνα της ζωής.  Είναι η εικόνα της ζωής στην πρωταρχή της, η εικόνα της ζωής στο τέλος της και στην πλήρωσή της : ... ίνα εσθίετε και πίνητε επί της τραπέζης μου εν τη Βασιλεία μου.
        Αρχίζω με αυτό το δευτερότερο φαινομενικά θέμα της τροφής –δευτερότερο από τη σκοπιά των μεγάλων «θρησκευτικών» προβλημάτων του καιρού μας – γιατί αποκλειστικός σκοπός της μελέτης αυτής είναι να απαντήσει, αν ακόμα γίνεται, στο ρώτημα : Γιά ποιά ζωή μιλάμε, ποιά ζωή κηρύχνομε, ανακηρύχνουμε και αναγγέλλομε όταν ως Χριστιανοί ομολογούμε πως ο Χριστός θανατώθηκε για να ζήσει ο κόσμος ;  Ποιά ζωή είναι ταυτόχρονα και πρόθεση και αρχή και σκοπός της χριστιανικής αποστολής ;
        Οι τρεχάμενες απαντήσεις ακολουθούν δύο γενικά σχήματα.  Υπάρχουν ανάμεσά μας εκείνοι για τούς οποίους η ζωή, όταν την συζητάνε από τη θρησκευτική άποψη, σημαίνει θρησκευτική ζωή.  Και θρησκευτική αυτή ζωή αποτελεί μονάχη της έναν κόσμο πού υπάρχει ξεχωριστά από τον κοσμκό κόσμο και τη ζωή του.  Είναι  ο κόσμος της «πνευματικότητας» που φαίνεται να αποκτάει στις μέρες μας όλο και περισσότερη δημοτικότητα.  Ακόμα και οι προθήκες των βιβλιοπωλείων στα αεροδρόμα είναι γεμάτες με ανθολογίες από μυστικά συγγράματα.  ‘Ενας από τούς τίτλους που πρόσεξα ήταν «Βασικός Μυστικισμός» (Basic Mysticism”) ή «Στοιχεία Μυστικισμού».  Χαμένος  και σαστισμένος  μέσα στο θόρυβο,τη βιασύνη και τις απογοητεύσεις της «ζωής», ο άνθρωπος εύκολα αποδέχεται την πρόσκληση να μπει στα άδυτα της ψυχής του και να ανακαλύψει εκεί μια άλλη ζωή, να απολαύσει ένα «πνευματικό συμπόσιο» γεμάτο άφθονη πνευματική τροφή.  Η πνευματική αυτή τροφή θα τον βοηθήσει.  Θα τον βοηθήσει να αποκαταστήσει τη γαλήνη του νού του, να υπομείνει την άλλη – «κοσμκή» («secular») – ζωή, να αποδεχτεί τις πίκρες της, να ζήσει μια ατόφια και πιό ευλαβητική ζωή, να «χαμογελάει» με έναν τρόπο βαθιά θρησκευτικό.  Και έτσι αποστολή σημαίνει στην περίπτωση τούτη, να προσεταιρίζεσαι ανθρώπους στην «πνευματική» αυτή ζωή,να τούς κάνεις θρησκευτικούς ανθρώπους.
        Μέσα στο γενικό τούτο σχήμα υπάρχει μιά μεγάλη ποικιλία από σημασίες και ακόμα από θεολογίες, αρχίζοντας από τη  λαϊκή αναγέννηση ως το ενδιαφέρον των γραμματισμένων για τις αποκρυφικές (esoteric) μυστικές διδασκαλίες.  Αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο : η «θρησκευτική» ζωή κάνει την κοσμκή – τη ζωή του φαγητού και του πιοτού – δίχως βάση, της στερεί κάθε νόημα πραγματικό.  Την κάνει ένα γύμνασμα ευσέβειας και υπομονής.  Και όσο πιό πνευματικό είναι το «θρησκευτικό συμπόσιο» τόσο πιό κοσμικές και υλικές γίνονται οι φωτινές επιγραφές με τα ΤΡΩΤΕ και ΠΙΝΕΤΕ  που διαβάζουμε στούς μεγάλους αυτοκινητόδρομους.
        Υπάρχουν όμως και αυτοί για τούς οποίους η διαβεβαίωση  πως ο Χριστός θυσιάστηκε «για να ζήσει ο κόσμος» ή υπέρ της τού κόσμου ζωής φαίνεται φυσικό να σημαίνει «για να ζήσει καλύτερα ο κόσμος» ή «υπέρ της καλύτερης του κόσμου ζωής». Οι οπαδοί της δράσης είναι το αντίβαρο των «πνευματικών». Βέβαια σήμερα βρισκόμαστε μακριά από την απλή αισιοδοξία και ευφορία τού «Κοινωνικού Ευαγγελίου». ‘Ολα τα επακόλουθα του Υπαρξισμού με τις αγωνίες του, της νεο-Ορθοδοξίας με την απαισιόδοξη και ρεαλιστική  άποψη της Ιστορίας, τα έχουμε αφομιώσει και τούς έχουμε δώσει την ανάλογη προσοχή.  Η θεμελιακή όμως πίστη πως ο Χριστιανισμός είναι πρώτα από όλα δράση έχει μείνει ατόφια και απόχτησε πραγματικά καινούργια δύναμη.  Από την άποψη αυτή ο Χριστιανισμός φανερά έχασε τον κόσμο. Και ο κόσμος πρέπει να ξανακερδηθεί.  Η χριστιανική αποστολή συνεπόμενα πρέπει να προλάβει τη ζωή που παραστάτησαε. Τον άνθρωπο πού «τρώει» και «πίνει» τον παίρνουμε ολότελα στα σοβαρά, σχεδόν πολύ στα σοβαρά.  Αποτελεί ουσιαστκά το αποκλειστκό αντικείμενο της χριστιανικής δράσης  και ολοένα μας καλούν να μετανιώσομε για τον υπερβολικό καιρό πού ξοδέψαμε στη θεωρία και στη λατρεία, στη σιωπή και στη λετουργία, για το ότι δεν απασχοληθήκαμε αρκετά με τα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομκά, φυλετικά και όλα τα άλλα προβλήματα της πραγματκής ζωής.  Δίπλα στα βιβλία για το μυστικισμό και την πνευματκότητα έχομε βιβλία γα τη «Θρησκεία και Ζωή» (Κονωνία ή Πολεοδομία, ή Φύλο(Sex)…).  Και όμως το βασικό ρώτημα μένει αναπάντητο : Ποιά είναι αυτή η ζωή που πρέπει να κερδίσομε για το Χριστό και να την κάνομε χριστιανική ; Ποιός είναι, με άλλα λόγια. Ο τελικός σκοπός  όλης αυτής της πράξης και της δράσης ;
        Ας υποθέσουμε πως φτάσαμε τον ένα τουλάχιστο από τους πραχτικούς αυτούς στόχους, ας υποθέσομε πώς «κερδίσαμε» -και τι με αυτό ; Το ρώτημα φαίνεται απλοϊκό, κανένας όμως δεν μπορεί πραγματικά να δρα και να πράττει δίχως να γνωρίζει, όχι μόνο το νόημα της δράσης, αλλά και το νόημα της ίδιας της ζωής στο όνομα της οποίας δρά.  Τρώμε και πίνομε, αγωνιζόμαστε για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, ώστε να είμαστε ζωντανοί, να έχομε την πληρότητα της ζωής.  Αλλά τι είναι αυτή η ζωή ;  Ποιά είναι η ζωή της ζωής ;  Ποιό ειναι το περιεχόμενο της αιώνιας ζωής ;  Σε κάποιο τελειωτικό σημείο, σε κάποια τελευταία ανάλυση αναπόφευκτα ανακαλύπτομε πως η δράση καθαυτή και από μοναχή της δεν έχει νόημα.  Όταν όλες οι επιτροπές συμπληρώσουν το έργο τους, όταν μοιράσομε όλα τα χαρτιά με τις οδηγίες και πετύχουμε όλους τούς πραχτικούς στόχους, πρέπει να ακολουθήσει μιά τέλεια χαρά.  Χαρά για ποιό πράγμα ;  Αν δεν ξέρομε (για ποιό πράγμα), θα παραμένει πάντα η ίδια διχοτόμηση ανάμεσα θρησκεία και ζωή, που αναφέραμε σχετικά με την Πνευματική λύση.  Είτε «πνευματοποιούμε» τη ζωή μας είτε «κοσμικοποιούμε» τη θρησκεία μας είτε καλούμε ανθρώπους σε πνευματικό συμπόσιο ή απλά και μόνο ανταμώνομε μαζί τους σε κοσμικό συμπόσιο  – την πραγματική ζωή του κόσμου, για την οποία ειπώθηκε πως ο θεός έδωσε τον Μονογενή Του, δεν μπορούμε να την συλλάβομε θρησκευτικά και απομένει απελπιστικά μακριά μας.

Alexander Schmemann, “For the life and the World” εκδ. Δόμος