Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
Μέσα μου κάτι ξαναζεί
Που μεγαλώσαμε μαζί
Και τόχα λησμονήσει.
Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ, πολύ
Που βάζεις μιάν ανατολή
μετά από κάθε
δύση.
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ευλογητή ναν’ η στιγμή
Που παίρνουν τέλος οι λυγμοί
Και κάτι ορθρίζει εντός μου,
Κάτι απ΄την άρρητην αυγή
π’ αστραψ’ ο τάφος σου στη γη,
Ήλιε και Φως του κόσμου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ω Νικητή των νικητών,
στο ρημαγμένο σπίτι αυτό
Θα ‘ρθείς να κατοικήσεις;
Ωραίο, γλυκόλαλο πουλί,
στ’ αραχνιασμένο μου κελί
Και πώς θα κελαδήσεις;
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στην αναστάσιμη χαρά
Φυτρώνουν μέσα μας φτερά,
Κι αντάμα ξεκινάμε
Για κάποιες χώρες μακρινές,
που τόσες γνώριμες φωνές
μας προσκαλούν να πάμε.
Χριστός Ανέστη ! Το χαρτί
Σκίστηκε πάνω στη γιορτή
Κι ο άνεμος το πήρε.
Πάνε παλιοί λογαριασμοί
Και λογισμέ συ, στείρε.
. . . . . . . . . . . . . . . . .
Άνοιξη μπήκε για καλά,
Κι η θάλασσα παιζογελά
Κι ανθίζουν οι κήποι εντός μου.
Πλάκες, που στέκατε βαριές
Στα μνήματα και στις καρδιές,
Σας έσπασε ο Χριστός μου.
Γ. ΒΕΡΙΤΗ