Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017



ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η αμαρτία Υπαρκτική αποτυχία και αστοχία

          8. Αναμέτρηση ελευθερίας και αγάπης

        Μέσα στην Εκκλησία ο συμπλεγματικός φόβος της αμαρ­τίας (η εγωκεντρική φοβία για τον αξιολογικό υποβιβασμό της ατομικότητας), παράγωγο της νομικής-δικαστικής αν­τίληψης για τη σχέση ανθρώπου και Θεού, μετασκευάζεται σε αγάπη και έρωτα για τον Χριστό, παράγωγο της προσω­πικής εμπιστοσύνης στη φιλανθρωπία και στη Χάρη Του. Η βάση της Ηθικής της Εκκλησίας είναι η ίδια η βάση της πίστης και της ζωής της: η ταύτιση της ζωής και της ύπαρ­ξης με το γεγονός της προσωπικής κοινωνίας. Η Ηθική της Εκκλησίας είναι η Ηθική της προσωπικής ετερότητας και ελευθερίας, γιατί και η αλήθεια της είναι η αλήθεια των προσ­ώπων — η μόνη πραγματικότητα που συνιστά το Είναι.
        Ακόμα και στην έσχατη πτώση και υπαρκτική του αλ­λοτρίωση ο άνθρωπος παραμένει πρόσωπο, σαρκώνει την τρομακτική δυνατότητα να αναμετριέται με τον Θεό, να αντιθέτει στην άβυσσο της θείας αγάπης τον ίλιγγο της δικής του ανταρσίας και άρνησης. «Αμαρτιών μου τα πλή­θη και κριμάτων σου αβύσσους, τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;» — είναι ο στίχος από ένα τροπάριο της Με­γάλης Τρίτης, γνωστό στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως τρο­πάριο της μοναχής Κασσιανής, στο όποιο η πόρνη που έπλυνε τα πόδια του Χρίστου Του απευθύνει τα λόγια της φοβερής αυτής αναμέτρησης. Η ίδια ανεξιχνίαστη αμετρία σε δύο αβυσσαλέα μεγέθη: στην αμαρτία του ανθρώ­που και στο έλεος του Θεού — τα αδιάστατα όρια της α­λήθειας του προσωπικού Θεού και του ανθρώπινου προσώ­που αποκαλυπτόμενα μέσα από το γεγονός της μετάνοιας. Είναι ανεπανάληπτο το σχόλιο του Πάστερνακ στον παρα­πάνω στίχο: «Τι συντομία, τι ισοτιμία Θεού και ζωής, Θεού και προσωπικότητας, Θεού και γυναίκας!»[22]
        Η επίγνωση της αμαρτίας μπορεί να αποκαλύψει στον άνθρωπο τις υπαρκτικές διαστάσεις του προσώπου του το ίδιο απεριόριστες όσο και το άμετρο βάθος του μυστηρίου της θείας ζωής. Αλλά αυτό που συχνά εμείς θεωρούμε αμαρτία είναι η δεμένη με κοινωνικές συμβατικότητες νο­μική και ψυχολογική συνείδηση ένοχης, η αίσθηση της πα­ράβασης κάποιου Νόμου, που αφήνει μέσα μας μάλλον αναπάντητο το ερώτημα: Ποιος και με ποιαν αυθεντία τον όρισε; Ή, ακόμα συχνότερα, μεταθέτουμε την πραγματι­κότητα της αμαρτίας στις περιπτώσεις αδικημάτων που ξεπερνάνε τον μέσο όρο της αστικής ευπρέπειας — στα κακουργήματα, στον βασανισμό ανθρώπου από άνθρωπο, στις κραυγαλέα άδικες μεταχειρίσεις. Αυτή η μετάθεση εξασφαλίζει μια συνείδηση περίπου αναμαρτησίας στους περισσότερους. Αν προσθέσει κανείς και την προτεραιό­τητα που έχει στον άνθρωπο του καιρού μας η λογική αμφισβήτηση των καθιερωμένων, η ευκολία ερμηνείας των παραδεδομένων «αξιών» σαν κοινωνικών προκαταλήψεων, τότε από την αμαρτία δεν έχει απομείνει παρά η εντύπωση μιας δεσμευτικής αναστολής ή και συμπλέγματος από τα οποία ο άνθρωπος πρέπει οπωσδήποτε να ελευθερωθεί.
        Αλλά να που η Εκκλησία περιπλέκει την απλουστευ­μένη ερμηνευτική μας αναδεικνύοντας την αμαρτία σε υπαρκτικό μέγεθος αντίστοιχο με την άβυσσο της θείας ζωής. Αυτή είναι μια άλλη θεώρηση της αμαρτίας, απρό­σιτη στις κοινωνικές και αντικειμενικές μας μετρήσεις. Είναι η αμαρτία η μεταποιημένη σε μετάνοια, η αποτυχία του ανθρώπου η μετρημένη με το μέγεθος της αυθεντικής του ύπαρξης, της προσωπικής του αλήθειας, που είναι ει­κόνα της αλήθειας του προσωπικού Θεού.

          9. Το «Ευαγγέλιο» της ελπίδας

        Τονίστηκε στις προηγούμενες σελίδες: Για την Εκκλησία η αμαρτία δεν είναι νομικό, είναι υπαρκτικό γεγονός. Δεν είναι απλή παράβαση, αλλά η έμπρακτη άρνηση του ανθρώπου να είναι αυτό που «κατ' αλήθειαν» είναι: Εικόνα και «δόξα» —δηλαδή φανέρωση— του Θεού. Ο άνθρωπος αρνείται να είναι πρόσωπο, σε σχέση και κοινωνία με τον προσωπικό Θεό και τα πρόσωπα των συνανθρώπων του. Και δεν πρόκειται εδώ για άρνηση των κοινωνικών κατη­γοριών του «αλτρουισμού» και της «φιλαλληλίας», αλλά για οχύρωση του ανθρώπου στη βιολογική και ψυχολογική του ατομικότητα, που είναι «παρά φύσιν» τρόπος υπάρξεως, αλλοίωση της υπαρκτικής του αλήθειας, αναίρεση του Τριαδικού Πρωτοτύπου της φύσεως του. Και η υπαρκτική αλλοίωση σημαίνει αναπόφευκτα φυσική αποργάνωση, φθο­ρά και θάνατο. Πιστεύει ο άνθρωπος πως μάχεται τη φθο­ρά και τον θάνατο γαντζωμένος απεγνωσμένα στην προσ­πάθεια για ατομική εξασφάλιση, εξασφάλιση ευζωίας, κοι­νωνικής επιβολής, ηθικής αναγνώρισης. Και δεν κατορθώ­νει παρά να επιτείνει τη διάλυση της ύπαρξης του, μέσα στον παραλογισμό και στη μοναξιά της εγωιστικής αντι­δικίας.
       Το ξεστόχισμα του ανθρώπου από την αληθινή του ύπαρξη, η αμαρτία του, είναι ωστόσο η φανέρωση μιας προσωπικής του δυνατότητας. Αν η προσωπική ολοκλή­ρωση του ανθρώπου αντιπροσωπεύει ένα δυναμικό μέγεθος ζωήςαπεριόριστο, μιαν «ατέλεστη τελειότητα» —τη φα­νέρωση και πραγμάτωση της θείας Εικόνας—, ταυτόχρονα η «παρά φύσιν» ατομικότητα είναι και αυτή μια δυνατότη­τα του ανθρώπου που αποδεικνύεται υπαρκτικό μέγεθος εξίσου απεριόριστο, μια αρνητική μέτρηση της θείας Ει­κόνας. Το ναι ή το όχι του ανθρώπου στην υπαρκτική του γνησιότητα είναι φανέρωση του άπειρου δυναμικού μεγέ­θους της προσωπικής του σχέσης ή της ατομικής του α­πόστασης από τον Θεό. Έτσι, οι καθημερινές του αμαρ­τίες, αστοχίες ως προς το «τέλος» της προσωπικής του ολοκλήρωσης, δεν είναι σφάλματα ή παραβάσεις καθιερω­μένων συμβάσεων. Είναι δυναμικές αποκαλύψεις της από­στασης που χωρίζει (τροπικά και όχι τοπικά) τον άνθρωπο από τον Θεό, ενδεχόμενες φανερώσεις της αυτοκαταδίκης του ανθρώπου σε αποκλεισμό από την «όντως ζωή».
       Διατυπωμένα όλα αυτά με θεωρητικές αντικειμενικές εκφράσεις, μένουν αδιάφορα αν δεν ζωοποιηθούν από την εμπειρία της μετάνοιας, αν δεν σαρκωθούν σε μια προσω­πική περιπέτεια. Ψηλαφώντας εμπειρικά και άμεσα τον απύθμενο βυθό της ανθρώπινης αποτυχίας, συνειδητοποιεί ο πιστός το μέγεθος των δυνατοτήτων της αγάπης. Και τολμάει το άλμα της μετάνοιας. Για να συναντήσει την απόλυτη αποδοχή στην αμετρία της θείας φιλανθρωπίας: «Ο εγνωκώς της ανθρωπίνης φύσεως την ασθένειαν, ούτος είληφε πείραν της θείας δυνάμεως», λέει ο άγιος Μάξιμος ο Όμολογητής[23]. Η σωτηρία είναι συνάρτηση άπειρων με­γεθών. Μόνο στα δικά της όρια «άβυσσος άβυσσον επικα­λείται».
        Το μήνυμα που έχει να φέρει η Εκκλησία στον σημε­ρινό συγκεκριμένα άνθρωπο, τον τραυματισμένο και εξου­θενωμένο από τον «τρομοκράτη» Θεό της δικανικής Ηθι­κής, είναι αυτό ακριβώς: Να τον βεβαιώσει ότι αυτό που ζητάει ουσιαστικά ο Θεός από τον άνθρωπο δεν είναι ούτε τα ατομικά κατορθώματα ούτε οι αξιομισθίες, αλλά μια κραυγή εμπιστοσύνης και αγάπης από τα βάθη της αβύσ­σου μας. Ή ακόμα, ίσως, μια στιγμή ανάνηψης και αγω­νίας μέσα από τον κλειστό και καλοασφαλισμένο υποκει­μενισμό της ευτυχίας μας.
        Το μήνυμα είναι άμεσο μέσα από κάθε φάση της ζωής της Εκκλησίας: αδιάκοπα ανοιχτή πρόσκληση, ελπίδα και παράκληση του ανθρώπου που έφτασε να δει μέσα του την αβυσσαλέα στέρηση της ζωής. Είναι το μήνυμα που τόσο θαυμαστά συγκεφαλαιώνει ο Ντοστογιέβσκυ στον μονόλο­γο του Μαρμελάντοφ —στο Έγκλημα και τιμωρία— όταν σκέφτεται τη μέλλουσα κρίση:

«Και τότε ο Χριστός θα μας πει: Ελάτε και σεις. Όλοι εσείς, εσείς οι μέθυσοι, εσείς οι αδύνατοι, εσείς οι ακό­λαστοι. [...] Και θα μας πει: Όντα άθλια, γίνατε σύμμορφοι με την εικόνα του θηρίου και έχετε τη σφραγίδα του στο μέτωπο σας. [...] Ελάτε όμως και σεις. Και τότε οι δίκαιοι θα διαμαρτυρηθούν και οι φρόνιμοι θα απορή­σουν: Μα, Κύριε, πως τους δέχεσαι; Και ο Χριστός θα πει: Αν τους δέχομαι, κύριοι δίκαιοι, αν τους δέχομαι, κύριοι σώφρονες, το κάνω γιατί κανένας από αυτούς δεν έκρινε ποτέ τον εαυτό του άξιο. Και θα μας απλώσει τα χέρια Του, θα μας ανοίξει την αγκαλιά Του, και μεις θα πέσουμε στα πόδια Του και θα τα καταλάβουμε όλα. Ναι, τότε θα τα καταλάβουμε ολα. [...] Θεέ μου, ελθέτω η Βασιλεία Σου [...]»[24].


[22] Δόκτωο Ζιβάγκο, ελλην. μετάφραση: Σ. Πρωτοπαπά, Αθήναι 1964, σελ. 405-406.
[23] Κεφάλαια περί αγάπης, Β΄, λθ΄, Migne P.G. 90, 997A.
[24] Έγκλημα και τιμωρία, Α, ΙΙ.

ΠΗΓΗ : enoriako.info                

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου