Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

        Στον σύγχρονο κόσμο υπάρχουν δύο ύπουλες αντιλήψεις, όσον αφορά τον Χριστιανισμό. (Αναμφίβολα υπάρχουν περισσότερες, αλλά οι υπόλοιπες θα πρέπει να περιμένουν).   Η μία ισχυρίζεται ότι η θρησκεία και η θρησκευτική εμπειρία είναι ένα είδος ψευδαίσθησης (Φόυερμπαχ, Φρόυντ κ.λπ.) και η άλλη λέει ότι η θρησκεία καθαυτή είναi μεν πραγματική, αλλά η δική σου πεποίθηση περί της  δικής σου συμμετοχής σ' αυτή αποτελεί ψευδαίσθηση.   Νομίζω ότι η δεύτερη είναι η πιό ύπουλη, διότι για τον μεμονωμένο πιστό, η θρησκευτική εμπειρία είναι αυτή που πάνω από όλα πιστοποiεί την αυθεντικότητα  της θρησκείας.
 
         Όμως οι άνθρωποι, οποιοδήποτε βαθμό θρησκευτικής ευαισθησίας κι αν διαθέτουν, είναι  ευάλωτοι στη μομφή πως οι αισθήσεις τους ή η αντίληψή τους δεν ανταποκρίνεται στα απώτατα στάνταρ της πίστης, διότι αυτό είναι πάντοτε αλήθεια για τον καθένα.  Ο Απόστολος Παύλος είναι ιδιαίτερα εύγλωτος επ' αυτού.  Αν όμως η αδεξιότητα και η πλάνη και η αποτυχία στο θρησκεύειν ερμηνεύονται ως δηλωτικά του ότι η θρησκεια δεν διαθέτει ούτε ψήγμα αληθείας -η  μαρτυρία Βίβλου από την αρχή μέχρι το τέλος, αποθαρρύνει αυτή την οπτική- τότε οι άνθρωποι σακατεύουν την εμπιστοσύνη τους στις ίδιες τις σκέψεις τους, τις εκφράσεις της πίστης τους και την αντιληπτικότητά τους και αρχίζουν πλέον να αμφισβητούν ακόμη και τη στοιχειώδη αξία του δικού τους βιώματος (ή του πλησίον τους), στο οποίο αδιάκοπα προσάπτονται ψεγάδια.

             (Μέριλιν Ρόμπισον,"Γκίλιαντ" εκδ. "Εν πλώ" - Marilynne Robinson "GILEAD")

πρόταση :www.enoriako.info/Category:Κείμενα/George MacDonald/Η Ανώτερη Πίστη. 

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

         Και αν δυστυχώς ο εχθρός σκοτώσει όλους τους ιερείς, αν δεν μένει παρά ένας μόνο, αυτός μπορεί πάντα να ιερουργήσει, χωρίς εκκλησία, χωρίς αντιμήνσιο, χωρίς το στήθος ενός δεύτερου ιερέως, που θα του χρησίμευε για θυσιαστήριο: ιερουργεί πάνω στο στήθος οποιουδήποτε χριστιανού.  Κάθε άνθρωπος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για θυσιαστήριο.  Κάθε άνθρωπος μπορεί να αντικαταστήσει την εκκλησία με το σώμα του.  Το στήθος ενός ανθρώπου αντικαθιστά, έγκυρα, τον πιό ωραίο, τον πιό ιερό και τον πιό μνημιώδη καθεδρικό ναό του κόσμου.  Μέσα στη φυλακή το στήθος ενός χριστιανού χρησιμεύει για εκκλησία.  Γιατί το στήθος του ανθρώπου είναι ένα θυσιαστήριο, τόσο ιερό, όσο και η βασιλική του Αγίου Πέτρου της Ρώμης και όσο η Αγία Σοφία της Κωνσταντινουπόλεως.  Ο θεολόγος δίνει την εξής ερμηνεία σ' αυτό : "Μόνο η ανθρώπινη φύση, ανάμεσα στα ορατά πλάσματα, μπορεί να είναι πραγματικά ένα θυσιαστήριο" και τα όμορφα θυσιαστήρια, που οι χριστιανοί κατασκεύασαν από μάρμαρο, χρυσάφι και ασήμι δεν είναι στο βάθος τίποτε άλλο παρά η απομίμησις της ανθρώπινης φύσεως, διότι "κάθε θυσιαστήριο, καμωμέ
νο με χέρι ανθρώπινο, δεν είναι παρά απομίμησις της ανθρώπινης εικόνος του Χριστού".

   ( C.V. GHEORGHIOU, "DE LA VINGT-CINQUIEME HEURE A L' HEURE ETERNELLE"
   "ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΚΟΣΤΗ ΠΕΜΠΤΗ ΩΡΑ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΩΡΑ", εκδ. "Η ΕΛΑΦΟΣ")

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014


        Γιορτή σημαίνει χαρά.  Αν υπάρχει όμως κάτι που εμείς - οι σοβαροί, οι μεγαλωμένοι και οι απογοητευμένοι Χριστιανοί - το αντικρίζομε ύποπτα, αυτό σίγουρα είναι η χαρά.  Πώς μπορεί κανείς να είναι χαρούμενος όταν τόσοι πολοί υποφέρουν ;  όταν απομένει να γίνουν τόσα πολλά ;  Πώς μπορεί να χάνεται κανένας σε γιορτές και σε πανηγύρια όταν οι άνθρωποι περιμένουν απο μας "σοβαρές" απαντήσεις στα προβλήματά τους :  Συνειδητά ή υποσυνείδητα οι Χριστιανοί αποδέχτηκαν το γενικό τόνο του αγέλαστου και επχειρηματικού πολιτισμού μας. Πιστεύουν πως ο μόνος τρόπος να σε πάρει "στα σοβαρά" ο "σοβαρός" - δηλαδή ο σύγχρονος άνθρωπος - είναι να είσαι σοβαρός και, επομένως να περιορίσεις σε ένα συμβολικό "minimum", εκείνο που ήταν άλλοτε φοβερά κεντρικό στη Ζωή της Εκκλησίας - τη χαρά μιας γιορτής   Ο σύγχρονος κόσμος υποβίβασε τη χαρά στην κατηγορία της "διασκέδασης" και της "ξεκούρασης" (relaxation). H χαρά δικαιολογείται και επιτρέπεται στη "σχόλη" μας.  Είναι μια παραχώρηση, ένας συμβιβασμός.  Και οι Χριστιανοί έφτασαν  να πιστεύουν αυτά ή μάλλον έπαψαν να πιστεύουν πως η γορτή και η χαρά σχετίζονται, ίσα ίσα, με τα "σοβαρά προβλήματα " της ζωής, και μπορεί ακόμα να είναι η χριστιανική απόκριση σε αυτά τα προβλήματα.  Με αυτά όλα τα πνευματικά και πολιτιστικά συνεπακόλουθα, το "Εκκλησιαστικό έτος" - η σειρά των λειτουργικών μνημόσυνων και τελετών - έπαψε να είναι στοιχείο δύναμης και θεωρείται τώρα σα μιά λίγο ή που παλιωμένη διακόσμση της θρησκείας.  Το "Εκκλησιαστικό έτος" το χρησιμοποιούμε σαν ένα είδος "ακουστικό-οπτικό" βοήθημα για τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση, αλλά δεν είναι μήτε η ρίζα της χριστιανικής ζωής και της δράσης μήτε το "τέρμα" του προσανατολισμού τους.
        Για να καταλάβομε την αληθινή φύση - και το "λειτούργημα" - των γιορτών πρέπει να θυμηθούμε πως ο Χριστιανισμός γεννήθηκε και κηρύχτηκε αρχικά σε πολιτισμούς στούς οποίους οι γιορτές και τα πανηγύρια αποτελούσαν οργανικό και ουσιαστικό μέρος του τρόπου ζωής και της συνολικής αντίληψης του κόσμου.  Για τον άνθρωπο του παλιού καιρού μιά γιορτή δεν ήταν κάτι τυχαίο και "προσθετό" : ήταν ο τρόπος που είχε χαρίσει νόημα στη ζωή του, να τη λευτερώνει από το ζωώδικο ρυθμό της δουλειάς και της ξεκούρασης. Μια γιορτή δεν ήταν απλώς ένα "διάλειμμα" στη διαφορετικά δίχως νόημα και σκληρή ζωή της δουλειάς. αλλά μιά δικαίωση αυτής της δουλειάς, ο καρπός της, η μυστηριακή - ας το πούμε έτσι - μεταμόρφωσή της σε χαρά και επομένως σε ελευθερία.  Με τον τρόπο αυτό μια γιορτή βρισκόταν πάντα συσχετισμένη βαθιά και οργανικά με τον καιρό, με τους φυσκούς κύκλους του καιρού, με ολάκερο το πλαίσιο της ζωής του ανθρώπου μέσα στον κόσμο.  Και είτε το θέλομε είτε όχι, είτε μας αρέσει είτε όχι, ο Χριστιανισμός αποδέχθηκε και έκανε δικό του αυτό το θεμελιακά ανθρώπινο φαινόμενο της γιορτής, όπως αποδέχθηκε και έκανε δικό του ολάκερο τον άνθρωπο και όλες τις ανάγκες του.  Αλλά, όπως και σε όλα  τα άλλα, οι Χριστιανοί αποδέχτηκαν τη γιορτή, όχι μόνο χαρίζοντάς της καινούργιο νόημα, αλλά οδηγώντας την, μαζί με ολόκληρο το"φυσικό" άνθρωπο, ίσαμε το θάνατο και την ανάσταση. 

 (Alexander Schmemann," For the Life and the World " - "ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ"  εκδ. Δόμος")

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

                                                      
                                                     Ανοίγετε το : www.enoriako.info





Η λατρεία της Εκκλησίας έχει ως πραγματικό της κέντρο τη διαρκή ανανέωση και επανάληψη μέσα στο χρόνο του ενός αμετάβλητου μυστηρίου.  Αμετάβλητου, δηλαδή, σ' ότι αφορά την έννοια, το περιεχόμενο και το σκοπό του.  Αλλ' ολόκληρη η σημασία αυτής της επανάληψης σημαίνει πράγματι ότι κάτι ανεπανάληπτο ανακαλείται στη μνήμη και γίνεται ξανά πραγματικότητα.  Η Ευχαριστία είναι πραγμάτωση ενός μοναδικού, ανεπανάληπτου γεγονότος, και η ουσία του μυστηρίου έγκειται πρώτα απ' όλα στη δυνατότητα κυριαρχίας πάνω στο χρόνο, στη φανέρωση, δηλαδή, και πραγμάτωση (μέσα στο μυστήριο) ενός παρελθόντος γεγονότος σ' όλη την υπερχρονική, αιώνια πραγματικότητα και αποτελεσματικότητά του.  Δεν  έχει σημασία πότε τελείται η λειτουργία, την Κυριακή, σε ημέρα νηστείας ή σ' όποια άλλη μέρα, κατά τη διάρκεια της ημέρας, ή τη νύχτα.  Είναι ουσιαστικά ανεξάρτητη από ημέρες και ώρες.  Δεν καθορίζεται απ' αυτά.  Από την άποψη αυτή δεν έχει σημασία ο χρόνος της τέλεσής της, αφού ότι τελείται στην ακολουθία μας εισάγει και μας ενσωματώνει σε μιά πραγματικότητα που κατά κανένα τρόπο δεν υπόκειται στο "χρόνο".  "Του δείπνου σου του μυστικού σήμερον, Υιέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε. . . ".  Όλες οι περί μυστηρίου θεολογικές θεωρίες συμφωνούν ότι το νόημά τους έγκειται στο γεγονός ότι, όταν τελούνται ως μιά επανάληψη μέσα στο χρόνο, φανερώνουν μιά ανεπανάληπτη και υπερχρονική πραγματικότητα.


( Alexander Schmemann, INTRODUCTION  TO LITURGICAL THEOLOGY - Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΗ - εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ )