ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η αμαρτία Υπαρκτική αποτυχία και αστοχία
8. Αναμέτρηση ελευθερίας και αγάπης
Μέσα στην Εκκλησία ο συμπλεγματικός φόβος της αμαρτίας (η εγωκεντρική
φοβία για τον αξιολογικό υποβιβασμό της ατομικότητας), παράγωγο της
νομικής-δικαστικής αντίληψης για τη σχέση ανθρώπου και Θεού,
μετασκευάζεται σε αγάπη και έρωτα για τον Χριστό, παράγωγο της προσωπικής
εμπιστοσύνης στη φιλανθρωπία και στη Χάρη Του. Η βάση της Ηθικής της Εκκλησίας
είναι η ίδια η βάση της πίστης και της ζωής της: η ταύτιση της ζωής και της
ύπαρξης με το γεγονός της προσωπικής κοινωνίας. Η Ηθική της Εκκλησίας
είναι η Ηθική της προσωπικής ετερότητας και ελευθερίας, γιατί και η αλήθεια της
είναι η αλήθεια των προσώπων — η μόνη πραγματικότητα που συνιστά το Είναι.
Ακόμα και στην έσχατη πτώση και υπαρκτική του αλλοτρίωση ο άνθρωπος
παραμένει πρόσωπο, σαρκώνει την τρομακτική δυνατότητα να αναμετριέται με τον
Θεό, να αντιθέτει στην άβυσσο της θείας αγάπης τον ίλιγγο της δικής του
ανταρσίας και άρνησης. «Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους, τις
εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;» — είναι ο στίχος από ένα τροπάριο της Μεγάλης
Τρίτης, γνωστό στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως τροπάριο της μοναχής
Κασσιανής, στο όποιο η πόρνη που έπλυνε τα πόδια του Χρίστου Του απευθύνει τα
λόγια της φοβερής αυτής αναμέτρησης. Η ίδια ανεξιχνίαστη αμετρία σε δύο
αβυσσαλέα μεγέθη: στην αμαρτία του ανθρώπου και στο έλεος του Θεού — τα
αδιάστατα όρια της αλήθειας του προσωπικού Θεού και του ανθρώπινου προσώπου
αποκαλυπτόμενα μέσα από το γεγονός της μετάνοιας. Είναι ανεπανάληπτο το σχόλιο
του Πάστερνακ στον παραπάνω στίχο: «Τι συντομία, τι ισοτιμία Θεού και ζωής,
Θεού και προσωπικότητας, Θεού και γυναίκας!»[22]
Η επίγνωση της αμαρτίας μπορεί να αποκαλύψει στον άνθρωπο τις υπαρκτικές
διαστάσεις του προσώπου του το ίδιο απεριόριστες όσο και το άμετρο βάθος του
μυστηρίου της θείας ζωής. Αλλά αυτό που συχνά εμείς θεωρούμε αμαρτία είναι η
δεμένη με κοινωνικές συμβατικότητες νομική και ψυχολογική συνείδηση ένοχης, η
αίσθηση της παράβασης κάποιου Νόμου, που αφήνει μέσα μας μάλλον αναπάντητο το
ερώτημα: Ποιος και με ποιαν αυθεντία τον όρισε; Ή, ακόμα συχνότερα,
μεταθέτουμε την πραγματικότητα της αμαρτίας στις περιπτώσεις αδικημάτων που
ξεπερνάνε τον μέσο όρο της αστικής ευπρέπειας — στα κακουργήματα, στον
βασανισμό ανθρώπου από άνθρωπο, στις κραυγαλέα άδικες μεταχειρίσεις. Αυτή η
μετάθεση εξασφαλίζει μια συνείδηση περίπου αναμαρτησίας στους περισσότερους. Αν
προσθέσει κανείς και την προτεραιότητα που έχει στον άνθρωπο του καιρού μας η
λογική αμφισβήτηση των καθιερωμένων, η ευκολία ερμηνείας των παραδεδομένων
«αξιών» σαν κοινωνικών προκαταλήψεων, τότε από την αμαρτία δεν έχει απομείνει
παρά η εντύπωση μιας δεσμευτικής αναστολής ή και συμπλέγματος από τα οποία ο
άνθρωπος πρέπει οπωσδήποτε να ελευθερωθεί.
Αλλά να που η Εκκλησία περιπλέκει την απλουστευμένη ερμηνευτική μας
αναδεικνύοντας την αμαρτία σε υπαρκτικό μέγεθος αντίστοιχο με την άβυσσο της
θείας ζωής. Αυτή είναι μια άλλη θεώρηση της αμαρτίας, απρόσιτη
στις κοινωνικές και αντικειμενικές μας μετρήσεις. Είναι η αμαρτία η
μεταποιημένη σε μετάνοια, η αποτυχία του ανθρώπου η μετρημένη με το μέγεθος της
αυθεντικής του ύπαρξης, της προσωπικής του αλήθειας, που είναι εικόνα
της αλήθειας του προσωπικού Θεού.
9. Το «Ευαγγέλιο» της ελπίδας
Τονίστηκε στις προηγούμενες σελίδες: Για την Εκκλησία
η αμαρτία δεν είναι νομικό, είναι υπαρκτικό γεγονός. Δεν είναι απλή
παράβαση, αλλά η έμπρακτη άρνηση του ανθρώπου να είναι αυτό που «κατ' αλήθειαν»
είναι: Εικόνα και «δόξα» —δηλαδή φανέρωση— του Θεού. Ο άνθρωπος αρνείται να
είναι πρόσωπο, σε σχέση και κοινωνία με τον προσωπικό Θεό και τα πρόσωπα των
συνανθρώπων του. Και δεν πρόκειται εδώ για άρνηση των κοινωνικών κατηγοριών
του «αλτρουισμού» και της «φιλαλληλίας», αλλά για οχύρωση
του ανθρώπου στη βιολογική και ψυχολογική του ατομικότητα, που είναι
«παρά φύσιν» τρόπος υπάρξεως, αλλοίωση της υπαρκτικής
του αλήθειας, αναίρεση του Τριαδικού Πρωτοτύπου
της φύσεως του. Και η υπαρκτική αλλοίωση σημαίνει αναπόφευκτα φυσική
αποργάνωση, φθορά και θάνατο. Πιστεύει ο άνθρωπος πως μάχεται τη φθορά και
τον θάνατο γαντζωμένος απεγνωσμένα στην προσπάθεια για ατομική εξασφάλιση,
εξασφάλιση ευζωίας, κοινωνικής επιβολής, ηθικής αναγνώρισης. Και δεν κατορθώνει
παρά να επιτείνει τη διάλυση της ύπαρξης του, μέσα στον παραλογισμό και στη
μοναξιά της εγωιστικής αντιδικίας.
Το ξεστόχισμα του ανθρώπου από την αληθινή του
ύπαρξη, η αμαρτία του, είναι ωστόσο η φανέρωση
μιας προσωπικής του δυνατότητας. Αν η προσωπική ολοκλήρωση
του ανθρώπου αντιπροσωπεύει ένα δυναμικό μέγεθος ζωήςαπεριόριστο, μιαν
«ατέλεστη τελειότητα» —τη φανέρωση και πραγμάτωση της θείας Εικόνας—,
ταυτόχρονα η «παρά φύσιν» ατομικότητα είναι και αυτή μια δυνατότητα
του ανθρώπου που αποδεικνύεται υπαρκτικό μέγεθος εξίσου απεριόριστο, μια
αρνητική μέτρηση της θείας Εικόνας.
Το ναι ή το όχι του ανθρώπου στην υπαρκτική του
γνησιότητα είναι φανέρωση του άπειρου δυναμικού μεγέθους της προσωπικής του
σχέσης ή της ατομικής του απόστασης από τον Θεό. Έτσι, οι
καθημερινές του αμαρτίες, αστοχίες ως προς το «τέλος» της προσωπικής του
ολοκλήρωσης, δεν είναι σφάλματα ή παραβάσεις καθιερωμένων συμβάσεων. Είναι
δυναμικές αποκαλύψεις της απόστασης που χωρίζει (τροπικά και όχι τοπικά)
τον άνθρωπο από τον Θεό, ενδεχόμενες φανερώσεις της αυτοκαταδίκης του ανθρώπου
σε αποκλεισμό από την «όντως ζωή».
Διατυπωμένα όλα αυτά με θεωρητικές αντικειμενικές εκφράσεις,
μένουν αδιάφορα αν δεν ζωοποιηθούν από την εμπειρία της μετάνοιας, αν
δεν σαρκωθούν σε μια προσωπική περιπέτεια. Ψηλαφώντας εμπειρικά και άμεσα τον
απύθμενο βυθό της ανθρώπινης αποτυχίας, συνειδητοποιεί ο πιστός το
μέγεθος των δυνατοτήτων της αγάπης. Και τολμάει το άλμα της
μετάνοιας. Για να συναντήσει την απόλυτη αποδοχή στην
αμετρία της θείας φιλανθρωπίας: «Ο εγνωκώς της ανθρωπίνης φύσεως την ασθένειαν,
ούτος είληφε πείραν της θείας δυνάμεως», λέει ο άγιος
Μάξιμος ο Όμολογητής[23]. Η σωτηρία είναι συνάρτηση άπειρων
μεγεθών. Μόνο στα δικά της όρια «άβυσσος άβυσσον επικαλείται».
Το μήνυμα που έχει να φέρει η Εκκλησία στον σημερινό συγκεκριμένα άνθρωπο,
τον τραυματισμένο και εξουθενωμένο από τον «τρομοκράτη» Θεό της δικανικής Ηθικής,
είναι αυτό ακριβώς: Να τον βεβαιώσει ότι αυτό που ζητάει ουσιαστικά ο Θεός από
τον άνθρωπο δεν είναι ούτε τα ατομικά κατορθώματα ούτε οι αξιομισθίες, αλλά μια
κραυγή εμπιστοσύνης και αγάπης από τα βάθη της αβύσσου μας. Ή
ακόμα, ίσως, μια στιγμή ανάνηψης και αγωνίας μέσα από τον κλειστό και
καλοασφαλισμένο υποκειμενισμό της ευτυχίας μας.
Το μήνυμα είναι άμεσο μέσα από κάθε φάση της ζωής της Εκκλησίας: αδιάκοπα
ανοιχτή πρόσκληση, ελπίδα και παράκληση του ανθρώπου που έφτασε
να δει μέσα του την αβυσσαλέα στέρηση της ζωής. Είναι το μήνυμα που
τόσο θαυμαστά συγκεφαλαιώνει ο Ντοστογιέβσκυ στον μονόλογο του Μαρμελάντοφ
—στο Έγκλημα και τιμωρία— όταν σκέφτεται τη μέλλουσα κρίση:
«Και τότε ο Χριστός θα μας πει: Ελάτε και σεις. Όλοι εσείς,
εσείς οι μέθυσοι, εσείς οι αδύνατοι, εσείς οι ακόλαστοι. [...] Και θα μας πει:
Όντα άθλια, γίνατε σύμμορφοι με την εικόνα του θηρίου και έχετε τη σφραγίδα του
στο μέτωπο σας. [...] Ελάτε όμως και σεις. Και τότε οι
δίκαιοι θα διαμαρτυρηθούν και οι φρόνιμοι θα απορήσουν: Μα, Κύριε,
πως τους δέχεσαι; Και ο Χριστός θα πει: Αν τους δέχομαι, κύριοι
δίκαιοι, αν τους δέχομαι, κύριοι σώφρονες, το κάνω γιατί κανένας από αυτούς δεν
έκρινε ποτέ τον εαυτό του άξιο. Και θα μας απλώσει τα χέρια Του, θα μας ανοίξει
την αγκαλιά Του, και μεις θα πέσουμε στα πόδια Του και θα τα καταλάβουμε όλα.
Ναι, τότε θα τα καταλάβουμε ολα. [...] Θεέ μου, ελθέτω η Βασιλεία Σου [...]»[24].
[22] Δόκτωο Ζιβάγκο, ελλην. μετάφραση: Σ. Πρωτοπαπά, Αθήναι 1964, σελ. 405-406.
ΠΗΓΗ : enoriako.info