Κυριακή 23 Ιουλίου 2017



Και οι δύο διαδικασίες  ξεκινούν πριν το θάνατο
-         Που πας; Ακούσθηκε μια φωνή με έντονη σκωτσέζικη προφορά.
        Σταμάτησα και κοίταξα γύρω μου. Είδα τα βουνά με την απαράλλακτη ανατολή και μπροστά δύο ή τρία πεύκα σε ένα μικρό λόφο, με μερικά λεία βράχια και ρείκια. Σε έναν από τους βράχους καθόταν ένας πανύψηλος άνδρας, σα γίγαντας, με μια γενειάδα που ανέμιζε. Έως τώρα δεν είχα προσέξει  ακόμα  κάποιον από τους Λαμπρούς Ανθρώπους κατάματα . Τώρα που το έκανα, διαπίστωσα πως  τους βλέπει κανείς με κάποιου είδους  διπλή όραση. Μπροστά μου βρισκόταν ένας ένδοξος, ολόλαμπρος βασιλιάς, που το άχρονο πνεύμα του βάρυνε πάνω στο δικό μου σα φορτίο από ατόφιο χρυσάφι. Ωστόσο την ίδια στιγμή έβλεπα μπροστά μου ένα γέρο, ανεμοδαρμένο άνδρα, κάποιον που θα μπορούσε να είναι βοσκός – ο τύπος που οι τουρίστες θεωρούν «απλό» επειδή είναι ειλικρινής και οι γείτονες «με περιεχόμενο» για τον ίδιο λόγο.  Τα μάτια του είχαν τη διορατική όψη κάποιου π ου έχει ζήσει για καιρό σε ανοικτά, μοναχικά μέρη, και όλως παραδόξως κατάφερα να ξεχωρίσω τις ρυτίδες που τα περιζώνανε πριν η αναγέννηση τις ξεπλένει στην αιωνιότητα.
-          Δεν …δεν ξέρω ακριβώς, είπα εγώ.
-          Μπορείς να κάτσεις και να μιλήσουμε τότε, είπε κάνοντάς με χώρο δίπλα του στο βράχο.
-          Δε σας ξέρω κύριε, είπα εγώ και κάθισα δίπλα του.
-          Με λένε Τζορτζ, απάντησε. Τζορτζ Μακντόναλτν.
-          Α ! Αναφώνησα. Τότε εσύ μπορείς να μου πεις! Εσύ τουλάχιστον, δε θα με εξαπατήσεις. Και υποθέτοντας ότι αυτή η έκφραση εμπιστοσύνης χρειαζόταν κάποια εξήγηση, προσπάθησα με τρεμάμενη φωνή να εξηγήσω σε αυτό τον άνθρωπο πόσο πολύ είχαν επηρεάσει τα γραπτά του. Προσπάθησα να του πω, πως ένα δροσερό απόγευμα στο σταθμό Λέδερχεντ, τότε που αγόρασα για πρώτη φορά ένα αντίγραφο του Φανταστές (ήμουν τότε κιόλας δεκαέξι χρονών), υπήρξε για μένα ό,τι και για τον Δάντη η πρώτη θέα της Βεατρίκης : Εδώ ξεκινάει η Νέα Ζωή. Άρχισα να εξομολογούμε πόσο αυτή  η Ζωή είχε καθυστερήσει στην περιοχή της φαντασίας και μόνο . πόσο αργά και απρόθυμα παραδέχτηκα τελικά, ότι ο Χριστιανισμός του, είχε πολύ περισσότερα από μια τυχαία σχέση με την φαντασία. Πόσο σκληρά είχα προσπαθήσει να μη δω, ότι το πραγματικό όνομα της ποιότητας που με συνάντησε για πρώτη φορά στα βιβλία  του, είναι η Αγιότητα. Άπλωσε το χέρι του στο δικό μου και με σταμάτησε.
-          Γυιέ μου, είπε, η αγάπη σου, ή όποια αγάπη, έχει ανέκφραστη αξία για μένα. Αλλά μπορούμε να κερδίσουμε πολύτιμο χρόνο (εδώ ξαφνικά έμοιασε πολύ Σκωτσέζος)αν σε ενημερώσω, ότι γνωρίζω καλά αυτές τις βιογραφικές λεπτομέρειες.  Μάλιστα, πρόσεξα πως η μνήμη σου σε απατά σε μια ή δυο περιστάσεις.
-          Ω!, είπα εγώ και σιώπησα.
-          Είχες ξεκινήσει, είπε ο Δάσκαλός μου, να μιλάς για κάτι πιο επωφελές.
-          Κύριε, είπα, το είχα σχεδόν ξεχάσει. Και δεν έχω καθόλου άγχος για την απάντηση τώρα, αν και διατηρώ ακόμη μια περιέργεια. Θέλω να ρωτήσω σχετικά με αυτά τα Φαντάσματα. Μένει κανένα από αυτά; Μπορεί να μείνει; Τους προσφέρεται κάποια αληθινή επιλογή; Πώς γίνεται και βρίσκονται εδώ;
-          Δεν άκουσες ποτέ σου για τα Μνημόσυνα; Κάποιος με τα δικά σου προσόντα μπορεί να έχει διαβάσει γι’ αυτά στον Προυντέντιους, αν όχι στον Τζέρεμι Τέιλορ.
-          Η λέξη που φαίνεται γνωστή, κύριε, αλλά φοβάμαι πως ξέχασα τι σημαίνει.
-          Σημαίνει πως οι καταδικασμένοι κάνουν εκδρομές, περιπάτους, καταλαβαίνεις;
-          Εκδρομές σε αυτήν εδώ τη χώρα;
-          Όσοι τιε δεχτούν. Φυσικά τα περισσότερα από τα ανόητα  πλάσματα δεν το κάνουν. Προτιμούν να ταξιδεύουν πίσω στη Γη. Πηγαίνουν και κάνουν κόλπα στις ταλαίπωρες γυναίκες που αποκαλούμε μέντιουμ. Πάνε και προσπαθούν να πιστοποιήσουν την ιδιοκτησία σπιτιών που τους ανήκαν στο παρελθόν και έτσι έχουμε αυτό που λέμε Στοίχειωμα. Ή πηγαίνουν να κατασκοπεύσουν τα παιδιά τους. Ή  φαντάσματα λογοτέχνες, που τριγυρνούν στις δημόσιες βιβλιοθήκες για να δουν αν διαβάζει κανείς ακόμα τα βιβλία τους.
-          Αλλά αν έρθουν εδώ, μπορούν στ’ αλήθεια να παραμείνουν;
-          Βέβαια. Θα έχεις ακούσει ότι ο αυτοκράτορας Τραϊανός το έκανε.
-          Μα δεν καταλαβαίνω, δεν είναι η Κρίση τελική; Υπάρχει στ’ αλήθεια διέξοδος από την Κόλαση στον Παράδεισο;
-          Εξαρτάται από το πώς χρησιμοποιείς τις λέξεις. Αν αφήσουν πίσω τους εκείνη την γκρίζα πόλη, τότε δεν ήταν ποτέ Κόλαση.
        Μάλλον θα είδε πως έμοιαζα προβληματισμένος, γιατί αμέσως μετά συνέχισε:
-          Παιδί μου, είπε, στην παρούσα κατάσταση δεν μπορείς να καταλάβεις την αιωνιότητα. Όπως θα θυμάσαι στους Φανταστές, ο Άνοδος κοίταξε μέσα από την πόρτα του Άχρονου αλλά δεν έφερε πίσω κανένα μήνυμα. Μπορείς, όμως, να πάρεις μια ιδέα, αν πεις πως και τα δυο, καλό και κακό, όταν ωριμάσουν πλήρως, λειτουργούν αναδρομικά. Για εκείνους που θα σωθούν, όχι μόνον αυτή η κοιλάδα αλλά όλο το γνήσιο παρελθόν τους θα είναι Παράδεισος. Και στους καταδικασμένους, όχι μόνο  το λυκόφως εκείνης της πόλης αλλά και όλη τους η ζωή στη Γη, θα φαίνεται ότι ήταν μια Κόλαση. Αυτό ακριβώς παρεξηγούν οι θνητοί. Όταν αναφέρονται σε κάποιο προσωρινό βάσανο, λένε «Καμιά μελλοντική ευτυχία δεν μπορεί να μου το αναπληρώσει’, αγνοώντας Πως ο Παράδεισος μόλις κερδηθεί, θα λειτουργήσει και ανάστροφα μετατρέποντας ακόμα κι εκείνη την οδύνη σε δόξα. Κι όταν πάλι αναφέρονται σε κάποια αμαρτωλή απόλαυση, λένε «Ας έχω μόνο αυτό κι είμαι έτοιμος να δεχτώ οποιεσδήποτε επιπτώσεις», αγνοώντας ότι η Κόλαση θα εξαπλωθεί στο παρελθόν τους μολύνοντας τη χαρά της αμαρτίας τους. Και ο δύο διαδικασίες ξεκινούν πριν το θάνατο. Τ ο παρελθόν του καλού ανθρώπου αρχίζει να αλλάζει έτσι, ώστε οι συγχωρημένες αμαρτίες του και η ανάμνηση των θλίψεων προσλαμβάνουν την ποιότητα του Παραδείσου.  Το παρελθόν του κακού ανθρώπου ήδη συμμορφώνεται στην κακία του και γεμίζει ολόκληρο ζοφερότητα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στο τέλος όλων των πραγμάτων, όταν εδώ ανατείλει ο ήλιος και το λυκόφως γίνει σκοτάδι εκεί κάτω, αυτοί που σώθηκαν θα πουν: «Δε ζήσαμε πουθενά εκτός  από τον Παράδεισο», και οι Απολωλότες: «Ήμασταν πάντα στην Κόλαση».  Και όλοι θα λένε την αλήθεια…
-          Αυτό δεν είναι πολύ σκληρό, κύριε;
-          Θέλω να πω, ότι αυτό είναι το αληθινό νόημα  αυτού που θα πουν. Χωρίς αμφιβολία στην ίδια τη γλώσσα των Απολώλότων, τα λόγια είναι διαφορετικά.
-          Κάποιος θα πει, ότι πάντοτε υπηρέτησε την πατρίδα του σωστά ή όχι. Ένας άλλος ότι θυσίασε τα πάντα στην Τέχνη. Κάποιοι ότι ποτέ δεν ξεγελάστηκαν, ενώ άλλοι πως, δόξα τω Θεώ, πάντα έψαχναν για το Τέλειο. Και σχεδόν όλοι θα πουν, ότι τουλάχιστον υπήρξαν ειλικρινείς με τους εαυτούς τους.
-          Και οι Σωσμένοι;
-          Α,  οι Σωσμένοι… Αυτό που συμβαίνει σε αυτούς περιγράφεται καλύτερα σαν το ανάστροφο της οφθαλμαπάτης. Ό,τι νόμιζαν, όταν εισήλθαν σε αυτό, πως είναι η κοιλάδα της δυστυχίας, αποδεικνύεται όταν το ανακαλούν στη μνήμη τους, ότι ήταν μόνο ένα πηγάδι! Και όπου η τωρινή εμπειρία βλέπει μόνο ερήμους από αλάτι, η μνήμη έχει αληθινά καταγράψει λίμνες γεμάτες νερό.
-          Τότε λένε αλήθεια όσοι υποστηρίζουν, ότι ο Παράδεισος και η Κόλαση είναι απλά διανοητικές καταστάσεις;
-          Προς Θεού, όχι!, είπε αυστηρά. Μην βλασφημείς! Δεν είπες ως τώρα σωστότερη λέξη: η Κόλαση είναι πράγματι μια διανοητική κατάσταση! Και κάθε διανοητική κατάσταση, κλεισμένη στον εαυτό της, κάθε εγκλωβισμός ενός πλάσματος μέσα στη φυλακή του δικού του μυαλού, είναι εν τέλει Κόλαση.  Αλλά ο Παράδεισος δεν είναι κατάσταση διάνοιας.  Ο Παράδεισος είναι η «πραγματική» πραγματικότητα: ό,τι είναι πλήρως αληθινό, είναι Παράδεισος. Γιατί ό,τι μπορεί να κλονιστεί, θα γκρεμιστεί, και μόνο το ακλόνητο θα παραμείνει.
-          Μα υπάρχει πραγματική επιλογή μετά το θάνατο; Οι Ρωμαιοκαθολικοί φίλοι μου θα εκπλαγούν, γιατί γι’ αυτούς οι ψυχές στο Καθαρτήριο έχουν σωθεί.  Αλλά ούτε ένας στους Προτεστάντες φίλους μου θ’ αρέσει, γιατί λένε ότι το δένδρο μένει εκεί που πέφτει.
-          Έχουν και οι  δύο δίκιο, ίσως.  Μην μπερδεύεις τον εαυτό σου με τέτοιες απορίες.  Θα μπορέσεις να καταλάβεις σε όλο τους το βάθος τις συσχετίσεις της επιλογής και του Χρόνου, μόνο όταν ξεπεράσεις και τα δύο. Άλλωστε, δεν ήρθες εδώ για ν’ ασχοληθείς με τέτοιες απορίες.  Αυτό που σε ενδιαφέρει, είναι η φύση της ίδιας της επιλογής και ότι μπορείς να τη δεις να πραγματοποιείται.
-          Λοιπόν κύριε, είπα, και αυτό χρειάζεται εξήγηση. Τι είναι αυτό που επιλέγουν όσες ψυχές επιστρέφουν (δεν έχω δει ακόμα άλλους);
-          Ο Μίλτον είχε δίκιο, είπε ο Δάσκαλός μου.  Η επιλογή κάθε χαμένης ψυχής μπορεί να περιγραφεί με τις εξής λέξεις: «Καλύτερα να βασιλεύω στην Κόλαση παρά να υπηρετώ στον Παράδεισο». Πάντοτε υπάρχει στους ανθρώπους κάτι, που επιμένουν να το κρατούν ακόμα και με αντίτιμο τη δυστυχία.  Υπάρχει πάντα κάτι, που προτιμούν αντί για τη χαρά της αλήθειας, δηλαδή από την πραγματικότητα. Όπως ένα παραχαϊδεμένο παιδί, που θα προτιμούσε να χάσει το παιχνίδι και το φαγητό του, παρά να πει συγγνώμη και να συμφιλιωθεί. Στο παιδί το λέμε «μούτρα».  Στην ενήλικη ζωή όμως ,έχει εκατοντάδες ευπρεπή ονόματα : Αχίλλειος Οργή και Μεγαλείο του Κοριολανού. Εκδίκηση και Τραυματισμένη Αξιοπρέπεια. Αυτοσεβασμός και Τραγική Μεγαλειότητα/ Και Στοιχειώδης Περηφάνια.
-          Μα τότε κανείς δε χάνεται κύριε εξαιτίας της ανηθικότητας; Εξαιτίας της καθαρής φιληδονίας;
-      Μερικοί χάνονται, χωρίς αμφιβολία.  Ο φιλήδονος, για παράδειγμα, ξεκινά κυνηγώντας μια αληθινή, αν και μικρή απόλαυση. Η αμαρτία του σε αυτή τη φάση είναι ελάχιστη.  Αλλά έρχεται η ώρα όπου, απρ’ όλο που η ευχαρίστηση γίνεται ολοένα και μικρότερη και ο πόθος όλο και πιο σφοδρός, και παρόλο που ξέρει ότι η απόλαυση δεν πρόκειται να έρθει με αυτό τον τρόπο, ωστόσο αντί για τη χαρά προτιμά την απλή απόλαυση της ανικανοποίητης λαγνείας. Και δε θα αφήσει με τίποτα να του τη στερήσουν.  Θα πολεμήσει μέχρι θανάτου για να την κρατήσει.  Θα ήθελε να μπορεί να «ξύνεται».  Αλλά ακόμη και όταν δε θα μπορεί να «ξυθεί» άλλο, θα προτιμάει να έχει φαγούρα παρά να μην έχει.
        Έμεινε σιωπηλός  για λίγα δευτερόλεπτα κι ύστερα συνέχισε :
-          Καταλαβαίνεις πως υπάρχουν αμέτρητες εκδοχές αυτής της επιλογής. Μερικές φορές υπάρχουν εκδοχές, που ποτέ κανείς δε σκέφτηκε πάνω στη Γη. Ήταν ένα πλάσμα που ήρθε εδώ πριν λίγο καιρό και μετά ξαναγύρισε πίσω. Σερ Άρτσιμπαλτντ τον έλεγαν.  Στην επίγεια ζωή του δεν τον ενδιέφερε τίποτε άλλο εκτός από την Επιβίωση. Είχε γράψει τόνους βιβλία σχετικά με αυτήν  Στην αρχή ήταν πιο φιλοσοφικός ,αλλά στο τέλος ξεκίνησε τη Φυσική Έρευνα.  Κατέληξε να είναι η μόνη του απασχόληση. Έκανε πειράματα, έδινε διαλέξεις, διεύθυνε ένα περιοδικό. Επίσης ταξίδευε. Έπλαθε αλλόκοτες ιστορίες για θιβετιανούς λάμα και μυήθηκε σε αδελφότητες στην Κεντρική Αφρική.  Αποδείξεις και μετά περισσότερες αποδείξεις. Αυτό γύρευε όλο κι όλο. Τρελαινόταν όποτε έβλεπε κάποιον να ενδιαφέρεται για οτιδήποτε άλλο. Βρήκε μεγάλο μπελά κατά τη διάρκεια ενός από τους πολέμους σα, γιατί τριγυρνούσε εδώ κι εκεί λέγοντας σε όλους να μην πολεμάνε, διότι σπαταλούν πολλά χρήματα τα οποία έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για την Έρευνα. Λοιπόν, κάποτε αυτό το κακόμοιρο πλάσμα πέθανε και ήρθε εδώ. Και δεν υπήρχε δύναμη στο σύμπαν που θα μπορούσε να τον εμποδίσει να μείνε εδώ και ν’ ακολουθήσει το δρόμο προς τα βουνά. Νομίζεις όμως ότι αυτό τον ωφέλησε καθόλου; Κανείς δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για το ζήτημα της Επιβίωσης. Δεν υπήρχε τίποτα να αποδεχτεί. Αυτό που τον έτρωγε, είχε τελειώσει ολοκληρωτικά. Βέβαια αν είχε παραδεχτεί, ότι ταύτισε και μπέρδεψε τα μέσα με το σκοπό, και αν είχε ρίξει ένα γερό γέλιο με τον εαυτό του, τότε θα μπορούσε να ξεκινήσει πάλι από την αρχή σαν μικρό παιδί και να εισέλθει στη χαρά. Αλά δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνει αυτό. Δεν τον ένοιαζε καθόλου η χαρά. Τελικά έφυγε.
-          Απίστευτο!, είπα
-         Νομίζεις; Είπε ο Δάσκαλος ρίχνοντάς μου μια διαπεραστική ματιά. Είναι παραπάνω από απίστευτο. Υπήρχαν κάποιοι που τους διέφερε τόσο έντονα ν’ αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού, που κατέληξαν να μην ενδιαφέρονται για τον ίδιο το Θεό… Λες κι ο καλός Κύριος δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει από το να υπάρχει! Υπήρχαν άλλοι που ήταν τόσο απασχολημένοι με την διάδοση του Χριστιανισμού που ποτέ δε σκέφτηκαν ούτε στιγμή τον ίδιο τον Χριστό. Θεέ κα Κύριε! Μπορεί κανείς να το δει αυτό και σε πιο ασήμαντα θέματα. Δε γνώρισες ποτέ κανένα βιβλιόφιλο που, με τις πρώτες εκδόσεις και τα υπογεγραμμένα αντίγραφά του, έχασε τη δύναμη να τα διαβάζει; Ή ένα διοργανωτή φιλανθρωπιών που έχασε την αγάπη του για τους φτωχούς; Είναι η πιο πονηρή από όλες τις παγίδες.
        Παρακινούμενος από την επιθυμία ν’ αλλάξω θέμα, ρώτησα:
-          Γιατί οι Λαμπροί Άνθρωποι, αφού είναι γεμάτοι αγάπη, δεν πήγαν κάτω στην Κόλαση να σώσουν Φαντάσματα; Γιατί απλά αρκέστηκαν να τους συναντήσουν στην πεδιάδα; Θα περίμενε κανείς μια πιο μαχητική χειρονομία φιλανθρωπίας.
-          Αυτό θα το καταλάβεις καλύτερα ίσως πριν φύγεις, είπε. Πρέπει όμως να σου πω, ότι για χάρη των Φαντασμάτων έχουν κάνει πολύ περισσότερα από όσα μπορείς να καταλάβεις. Όλοι μας εδώ ζούμε μόνο για να ταξιδεύουμε όλο και πιο βαθιά μέσα στα βουνά.  Ο καθένας ,ας διέκοψε αυτό το ταξίδι και περπάτησε ξανά αμέτρητη απόσταση προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να κατέβει εδώ σήμερα, απλά και μόνο για την παραμικρή πιθανότητα να σώσει κάποιο Φάντασμα. Βέβαια είναι και ευχαρίστηση να το κάνεις, αλλά δεν μπορείς να κατηγορήσεις εμάς γι’ αυτό! Ούτε θα ήταν χρήσιμο να προχωρούσαμε παραπέρα, ακόμη κι αν αυτό ήταν δυνατό. Ο λογικός άνθρωπος δε θα πετύχαινε κάτι αν γινόταν τρελός ο ίδιος, για να βοηθήσει τους τρελούς ανθρώπους.
-          Αλλά τι γίνεται με τα καημένα τα Φαντάσματα που δεν ανεβαίνουν ποτέ στο λεωφορείο; Όλοι όσοι το επιθυμούν, ανεβαίνουν. Μη φοβάσαι. Υπάρχουν μόνο δύο είδη ανθρώπων στο τέλος. Αυτοί που λένε στο Θεό: «Ας γίνει το θέλημά Σου», και αυτοί που τελικά ο Θεός τους λέει: «Ας γίνει το θέλημά σου». Όλοι αυτοί είναι στην Κόλαση, είναι από επιλογή τους. Χωρίς αυτή την προσωπική επιλογή δε θα μπορούσε να υπάρχει Κόλαση. Όποιος ειλικρινά και ασταμάτητα επιθυμεί τη χαρά, δε θα νοσταλγήσει ποτέ την Κόλαση. Αυτοί που Ψάχνουν βρίσκουν. Σε αυτούς που κρούουν, θα τους ανοιχτεί.

 CLIVE STAPLES LEWIS, THE GREAT DIVORCE, ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ, (ένα όραμα, σαν ένα όνειρο) εκδ.Ι.Μ. ΠΡΕΒΕΖΑΣ 2010, κατόπιν αδείας της C S LEWIS Company LtdB

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2017



«Απλά πρέπει να αποκτήσεις υπόσταση»
Μια από τις πιο οδυνηρές συναντήσεις που παρακολουθήσαμε, ήταν ανάμεσα στο Φάντασμα μιας γυναίκας κι ένα Λαμπρό Πνεύμα που προφανώς ήταν ο αδερφός της. Πρέπει να συναντήθηκαν λίγο πριν τους πλησιάσουμε, γιατί το φάντασμα μόλις έλεγε με έναν τόνο φανερής απογοήτευσης :  
      - Α, Ρέτζιναλντ! Εσύ είσαι, έτσι δεν είναι;
       - Ναι, καλή μου, είπε το Πνεύμα.  Ξέρω ότι περίμενες κάποιον άλλο. Ελπίζω … ελπίζω να χαίρεσαι λιγάκι που είδες έστω εμένα, προς το παρόν.
      -Νόμιζα πως θα ερχόταν ο Μάικλ, είπε το Φάντασμα.  Και μετά, σχεδόν με μανία : Εδώ είναι, έτσι;
      -Εδώ είναι, εκεί ψηλά στα βουνά.
      -Μα… γιατί δεν ήρθε να με συναντήσει ; Δεν το ήξερε :
       -Καλή μου… μην ανησυχείς, όλα σε λίγο θα είναι εντάξει… Δεν μπορούσε. Όχι ακόμα. Δε μπορούσε να σε δει ή να σε ακούσει έτσι όπως είσαι τώρα.  Θα ήσουν τελείως αόρατη για τον Μάικλ.  Αλλά σύντομα θα σου δώσουμε υπόσταση.
       -Θα περίμενα πως  αφού εσύ μπορείς να με δεις, πόσο μάλλον ο ίδιος μου ο γιός !
      -Δε συμβαίνει πάντα έτσι. Βλέπεις, έχω γίνει πλέον ειδικός σ’ αυτήν τη δουλειά.
      -Α, ώστε είναι δουλειά; Αρπάχτηκε το Φάντασμα. Και μετά από μια παύση: Λοιπόν, πότε θα μου επιτραπεί να τον δω;
      -Δεν υπάρχει θέμα απαγόρευσης, Παμ. Μόλις θα μπορεί να σε δει και βέβαια θα το κάνει.  Απλά πρέπει να αποκτήσεις υπόσταση.
      -Πώς ;  είπε το Φάντασμα.  Ο τόνος της ήταν σκληρός και λιγάκι απειλητικός.
     -Φοβάμαι πως το πρώτο βήμα θα σου είναι δύσκολο, είπε το Πνεύμα.  Αλλά μετά θα συνεχίσεις όπως ένα σπίτι που παίρνει φωτιά.  Όταν μάθεις να θέλεις και Κάποιον Άλλον εκτός από τον Μάικλ.  Δε λέω να θέλεις  Κάποιον Άλλο «περισσότερο από τον Μάικλ», τουλάχιστον όχι στην αρχή.  Αυτό θα συμβεί αργότερα.  Αρκεί το μικρό σπέρμα της επιθυμίας για τον Θεό, για να μπορέσουμε να ξεκινήσουμε τη διαδικασία.
      -Α, εννοείς τη θρησκεία και τα παρόμοια; Δεν είναι  η κατάλληλη στιγμή… Άσε που να τα λες αυτά εσύ… Τέλος πάντων.  Θα κάνω ό,τι είναι απαραίτητο.  Τι θέλεις να κάνω ;  Άντε πες.  Όσο πιο σύντομα ξεκινήσω, τόσο πιο σύντομα θα με αφήσουν να δω το παιδί μου. Είμαι έτοιμη.
      -Μα, Παμ, σκέψου λίγο ! Δε βλέπεις, ότι δεν πας πουθενά μ’ αυτή τη λογική ; Βλέπεις το Θεό μόνο  σαν ένα μέσο για να φτάσεις στον Μάικλ. Αλλά η όλη θεραπεία σου συνίσταται στο να μάθεις να επιθυμείς το Θεό γι’ αυτόν Τον ίδιο.
      -Δε θα μιλούσες έτσι αν ήσουνα μητέρα.
      -Εννοείς, αν ήμουνα μόνο μητέρα.  Αλλά δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα.  Κανείς δεν είναι μόνο μητέρα. Υπήρξες μητέρα του Μάικλ μόνο και μόνο επειδή πρώτα απ’ όλα υπήρξες σαν πλάσμα του Θεού.  Αυτή η σχέση είναι πιο παλιά και πιο στενή.  Όχι, άκου Παμ ! Και  Αυτός  αγαπάει.  Και Αυτός  υπέφερε.  Και  Αυτός  περίμενε πολύ καιρό.
      -Αν με αγαπούσε, θα με άφηνε να δω το γυιό μου.  Αν με αγαπούσε, γιατί πήρε τον Μάικλ από κοντά μου;  Δεν ήθελα να το θίξω αυτό, αλλά, ξέρεις, είναι αρκετά δύσκολο να συγχωρείς.
      -Μα ήταν υποχρεωμένος να πάρει τον Μάικλ μακριά σου. Μερικώς για δικό του καλό…
      -Είμαι βέβαιη πως έκανα ό,τι μπορούσα για να κάνω τον Μάικλ ευτυχισμένο.  Θυσίασα ολόκληρη τη ζωή μου…
      -Οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν πραγματικά ευτυχισμένους τους άλλους για πολύ καιρό.  Και κατά δεύτερο λόγο, για το δικό σου καλό. Ήθελε η απλά ενστικτώδης αγάπη που είχες για το παιδί σου (ακόμα και οι τίγρεις τρέφουν αυτή την αγάπη, ξέρεις!), να μεταλλαχθεί σε κάτι καλύτερο. Ήθελε ν’ αγαπάς τον Μάικλ όπως Αυτός κατανοεί την αγάπη.  Δεν μπορείς ν’ αγαπάς πλήρως τον πλησίον σου πριν αγαπήσεις τον Θεό.  Μερικές φορές αυτή η μεταλλαγή μπορεί να γίνει ενώ η ενστικτώδης αγάπη είναι υγιής.  Αλλά προφανώς αυτό δεν ίσχυε στη δική σου περίπτωση. Το ένστικτο ήταν ανεξέλεγκτο, άγριο κα μανιακό. (Ρώτα την κόρη σου, ή τον σύζυγό σου. Ρώτα την μητέρα μας. Δεν την έχεις σκεφτεί ούτε μια φορά.) Η μόνη λύση ήταν να απομακρύνει το αντικείμενο αυτής της αγάπης.  Ήταν μια περίπτωση που απαιτούσε εγχείρηση.  Όταν διεστράφη το πρώτο αυτό είδος αγάπης, τότε απέμεινε μόνο η ελπίδα πως μες στη μοναξιά σου, στην ησυχία, κάτι άλλο μπορούσε να αναπτυχθεί.
      -Όλα αυτά είναι ανοησίες, σκληρές και κακές ανοησίες. Με ποιο δικαίωμα λες τέτοια πράγματα για τη Μητρική Αγάπη; Είναι το ανώτερο και πιο ιερό συναίσθημα στην ανθρώπινη φύση.
      -Παμ, κανένα φυσικό συναίσθημα δεν είναι υψηλό ή ποταπό, ιερό ή ανίερο από μόνο του. Είναι όλα ιερά όταν το χέρι του Θεού τα καθοδηγεί.  Αντιθέτως όλα διαστρέφονται όταν αυτονομούνται και ειδωλοποιούνται στη θέση του Θεού.
       -Η αγάπη μου για τον Μαικλ ποτέ δε θα διαστρέφονταν.  Ποτέ ακόμα κι αν ζούσαμε μαζί για εκατομμύρια χρόνια.
      -Κάνεις λάθος.  Και θα έπρεπε να το ξέρεις. Δε γνώρισες ποτέ εκεί κάτω μητέρες που έχουν τους γυιούς τους μαζί τους στην Κόλασι;  Μήπως η αγάπη τους γι’ αυτούς τους κάνει ευτυχισμένους ;
      -Αν εννοείς ανθρώπους  σαν τη Γκάθρι και τον άθλιο Μπόμπι της και βέβαια όχι.  Δε φαντάζομαι να υπονοείς πως… Αν εγώ είχα μαζί μου τον Μάικλ, θα ήμουν απόλυτα ευτυχισμένη, ακόμα κι εκεί κάτω.  Δε θα μιλούσα συνέχεια γι’ αυτόν ίσαμε να μισήσουν όλοι ακόμα και τον ήχο του ονόματός του, όπως κάνει Γουίφρεντ Γκάθρι με τον κανακάρη της.  Εγώ δε θα τσακωνόμουν με όσους δε θα του έδιναν πολλή σημασία, ούτε μετά θα ζήλευα όταν του έδιναν.  Δε θα τριγυρνούσα κλαψουρίζοντας και κάνοντας παράπονα πως δεν είναι καλός μαζί μου.  Γιατί, θα ήταν πάντα καλός μαζί μου.  Μην τολμήσεις να υπαινιχθείς, ότι υπήρχε περίπτωση να γίνει  ο Μάικλ σαν το παιδί της Γκάθρι.  Υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν τ’ ανέχομαι.
      -Αυτά που παρατήρησες στους Γκάθρι, είναι αυτό που συμβαίνει τελικά στη φυσική στοργή αν δε μεταλλαχθεί,
      -Είναι ψέμα.   Ένα κακόβουλο, σκληρό ψέμα.  Πώς μπορεί κανείς ν’ αγαπήσει τον γυιό του πιο πολύ απ’ όσο αγάπησα εγώ τον δικό μου; Μήπως δεν έζησα μόνο με την ανάμνηση του όλα αυτά τα χρόνια;
      -Αυτό ήταν μάλλον λάθος, Παμ.  Βαθιά μέσα στην καρδιά σου το ξέρεις πως ήταν.
      -Ποιο ήταν λάθος;
      -Όλα αυτά τα δέκα  χρόνια τελετουργικού πένθους,  Να διατηρείς το δωμάτιό του ακριβώς όπως το άφησε, να κρατάς τις επετείους, να αρνιέσαι ν’ αφήσεις εκείνο το σπίτι παρ’ όλο που ο Ντικ και η Μιουριέλ είχαν γίνει ερείπια εκεί μέσα.
      -Δεν τους ένοιαζε. Το ξέρω.  Σύντομα έμαθα να μην περιμένω καμία συμπαράσταση από αυτούς.
      -Κάνεις λάθος.  Κανένας πατέρας δεν πόνεσε περισσότερο για το θάνατο του γυιού του από τον Ντικ. Πολύ λίγες κοπέλες αγάπησαν τον αδελφό τους περισσότερο από την Μιούριελ.  Δεν επαναστάτησαν ενάντια  στον Μάικλ αλλά ενάντια σε σένα, ενάντια στην τυραννία που επέβαλλε το παρελθόν στη ζωή τους.  Και ούτε καν το παρελθόν του Μάικλ, αλλά το δικό σου.
      -Είσαι άκαρδος.  Όλοι είναι άκαρδοι.  Το παρελθόν ήταν ό,τι μου είχε απομείνει.
      -Ήταν όλα όσα είχες επιλέξει να σου απομείνουν.  Ήταν λάθος τρόπος να μεταχειριστείς τη θλίψη σου.  Ήταν αιγυπτιακός τρόπος, σαν τη μουμιοποίηση ενός νεκρού σώματος.
      -Α, ναι, φυσικά κι έκανα λάθος. Οτιδήποτε λέω ή  κάνω, είναι λάθος σύμφωνα με σένα.
      -Μα και βέβαια!  Είπε το Πνεύμα, ακτινοβολώντας αγάπη και ιλαρότητα έτσι που τα μάτια μου θάμπωσαν.  Αυτό ακριβώς ανακαλύπτουμε όλοι όταν φτάνουμε σε αυτή τη χώρα.  Όλοι κάναμε λάθος!  Αυτό είναι το μεγάλο αστείο της υπόθεσης. Δεν υπάρχει ανάγκη να παριστάνει κανείς πως είχε δίκιο! Μετά από αυτό αρχίζουμε να ζούμε.
      -Πώς τολμάς να γελάς; Δώσε μου το παιδί μου. Μ’ ακούς; Δε δίνω δεκάρα για τους νόμους και τους κανόνες σου.  Δεν πιστεύω σε ένα Θεό που χωρίζει τη μητέρα από το γυιό της.  Πιστεύω σε ένα Θεό της αγάπης.  Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να μπει ανάμεσα σε μένα και στο γυιό μου. Ούτε καν ο Θεός.  Πες το Του στα μούτρα Του. Θέλω το γυιό μου.  Και το εννοώ πως θα τον πάρω. Είναι δικός μου, με καταλαβαίνεις; Δικός μου, δικός μου, ολόδικός μου για πάντα.
      -Θα είναι, Παμ. Όλα θα γίνουν δικά σου.  Ο Θεός ο Ίδιος θα γίνει δικός σου.  Αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο.  Τίποτα δεν μπορεί να γίνει δικός σου εκ φύσεως.
      -Τι; Ούτε καν ο ίδιος μου ο γυιός, που τον γέννησα από το ίδιο μου το σώμα;
     -Και πού είναι το σώμα σου τώρα; Δεν ήξερες, ότι η Φύση έχει ένα τέλος; Κοίτα! Ο ήλιος προβάλλει εκεί πίσω από τα βουνά. Θα φανερωθεί όπου να ‘ναι.
      -Ο Μάικλ είναι δικός μου.
      -Πώς είναι δικός σου; Δεν τον δημιούργησες εσύ. Η Φύση τον έκανε να μεγαλώσει μέσα στο σώμα σου, χωρίς τη θέλησή σου. Για να μην πω ενάντια στη θέλησή  σου…  Πολλές φορές ξεχνάς ότι δεν ήθελες να συλλάβεις παιδί τότε.  Στην αρχή ο Μάικλ ήταν ένα Ατύχημα.
      -Ποιος σου το είπε αυτό; Είπε το Φάντασμα και μετά, αφού συνήλθε : Είναι ψέμα. Δεν είναι αλήθεια. Και δεν σε αφορά.  Μισώ τη θρησκεία σου και μισώ και απεχθάνομαι τον Θεό σου.  Εγώ πιστεύω σε ένα Θεό της Αγάπης.
      -Ωστόσο, Παμ αυτή τη στιγμή δεν έχεις ίχνος αγάπης για τη μητέρα σου ή για μένα.
      -Α, τώρα κατάλαβα! Αυτό είναι τελικά το πρόβλημα, έτσι; Μα καλά, Ρέτζιναλντ! Το να πληγωθείς επειδή…
      -Θεέ και Κύριε! Είπε το Πνεύμα γελώντας τρανταχτά. Μην αγχώνεσαι γι’ αυτό! Δεν το ξέρεις ότι δεν μπορείς να πληγώσεις κανέναν σε αυτήν εδώ την χώρα;
        Το φάντασμα έμεινε σιωπηλό, με ανοικτό ο στόμα.  Για μια στιγμή μου φάνηκε πιο πληγωμένη από αυτή την τελευταία διαβεβαίωση παρά από οτιδήποτε άλλο είχε ειπωθεί.
       -Έλα. Θα πάμε λίγο παραπέρα, είπε ο Δάσκαλος μου, απλώνοντας το χέρι του στο μπράτσο μου.
      -Γιατί με απομάκρυνες, κύριε; Είπα μόλις βγήκαμε έξω από το ακουστικό πεδίο του δυστυχισμένου Φαντάσματος.
      Ξέρεις μπορεί να πάρει αρκετή ώρα αυτή η συζήτηση, είπε  ο Δάσκαλος μου, κι εσύ άκουσες ήδη αρκετά για να καταλάβεις ποια θα είναι η επιλογή.
      -Υπάρχει καμία ελπίδα γι’ αυτήν, κύριε;
      -Ναι, υπάρχει κάποια ελπίδα. Ό,τι αποκαλεί αγάπη για το γυιό της έχει διαστραφεί σε ένα πράγμα αξιολύπητο, ακανθώδες, δεσποτικό.  Αλλά υπάρχει ακόμα εκεί μια μικρή σπίθα από κάτι, που δεν περιέχει μόνο τον εαυτό της. Αυτή η σπίθα θα μπορούσε να μετατραπεί σε φλόγα.
      -Τότε μερικά φυσικά συναισθήματα είναι πράγματι καλύτερα από κάποια άλλα θέλω να πω, είναι ένα καλύτερο σημείο εκκίνησης προς την αλήθεια;
      - Καλύτερα και χειρότερα.  Υπάρχει κάτι μέσα στη φυσική στοργή, που μπορεί να την οδηγήσει στην αιώνια αγάπη πιο εύκολα απ’ όσο μπορεί η φυσική επιθυμία.  Αλλά υπάρχει επίσης κάτι μέσα της, που τη διευκολύνει να σταματήσει στο φυσικό επίπεδο και να τη νομίσει κάποιος για την αιώνια αγάπη.  Πιο εύκολα μπορεί κανείς να περάσει τον μπρούντζο για χρυσό παρά τον πηλό. Κι αν τελικά αρνηθεί τη μεταλλαγή, η διαστροφή της θα είναι πολύ χειρότερη από τη διαστροφή που προέρχεται από ό,τι αποκαλείς τα χυδαιότερα πάθη.  Είναι ένας πιο ισχυρός άγγελος και επομένως, όταν εκπίπτει, ένας δαιμονικότερος διάβολος.
      -Δε νομίζω κύριε, ότι θα τολμούσα ποτέ να το επαναλάβω αυτό  στη Γη, είπα εγώ. Θα έλεγαν πως είμαι απάνθρωπος, ότι πιστεύω στην απόλυτη εξαχρείωση, ότι επιτίθεμαι ενάντια στο καλύτερο και πιο ιερό πράγμα.  Θα με αποκαλούσαν…
      -Μπορεί να μη σου έκανε μεγάλο κακό αν το έκαναν, είπε αυτός με (νομίζω ) σπινθηροβόλο βλέμμα.
      -Μα πώς να τολμήσει κανείς, που να βρει το θράσος να πάει σε μια χαροκαμένη μάνα, μες το πένθος της, όταν ο ίδιος δεν έχει περάσει από την ίδια κατάσταση…
      -Όχι ,όχι, παιδί μου, αυτό δεν είναι δική σου δουλειά.  Δεν είσαι ακόμα έτοιμος για κάτι τέτοιο. Όταν ραγίσει η δική σου καρδιά, θα έρθει καιρός για να σκεφτείς να μιλήσεις.  Αλλά κάποιος πρέπει να πει γενικά, ό,τι δεν έχει ειπωθεί ανάμεσά σας εδώ και τόσα χρόνια : πως η αγάπη, όπως την καταλαβαίνουν οι θνητοί, δεν είναι αρκετή.  Κάθε φυσική αγάπη θ’ αναστηθεί και θα ζήσει για πάντα σε τούτη εδώ τη χώρα.  Αλλά ούτε μία δε θα αναστηθεί χωρίς προηγουμένως να έχει «πεθάνει».
      -Αυτά τα λόγια μάς είναι σχεδόν αβάσταχτα.
      -Ναι, αλλά είναι απάνθρωπο να μην τα πει κανείς.  Αυτοί που το ξέρουν, φοβούνται να το ξεστομίσουν. Γι αυτό οι λύπες που κάποτε είχαν την ιδιότητα να εξαγνίζουν, τώρα απλώς γεμίζουν πύον.
      -Τότε ο Κητς έκανε λάθος, όταν έλεγε πως ήταν σίγουρος για την αγιότητα των συναισθημάτων της καρδιάς.
      -Αμφιβάλλω αν ήξερε με σαφήνεια τι ήθελε να πει.  Αλλά εσύ κι εγώ πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι.  Υπάρχει μόνο ένα καλό και αυτό είναι ο Θεός. Οτιδήποτε άλλο είναι καλό όταν προσβλέπει σε Αυτόν και κακό όταν απομακρύνεται από Αυτόν. Όσο δυναμικότερο είναι κι όσο ψηλότερα βρίσκεται κάτι μέσα στην φυσική τάξη, τόσο πιο δαιμονικό θα είναι αν επαναστατήσει.  Οι δαίμονες δεν γίνονται από κακά ποντίκια ή από κακούς ψύλλους, αλλά από κακούς αρχαγγέλους.  Η ειδωλοποίηση της λαγνείας είναι ευτελέστερη από την ειδωλοποίηση της μητρικής αγάπης, του πατριωτισμού, ή της τέχνης.  Αλλά η λαγνεία είναι λιγότερο πιθανό να αναχθεί σε θρησκεία. Μα, κοίτα!
       Είδα να έρχεται προς το μέρος μας ένα Φάντασμα που κουβαλούσε κάτι στον ώμο του.  Ήταν και αυτό ανυπόστατο όπως όλα τα Φαντάσματα, αλλά όλα διέφεραν μεταξύ τους όπως διαφέρει ο καπνός.  Μερικά ήταν ασπριδερά, αυτό ήταν σκούρο και λαδωμένο.  Αυτό που καθόταν στον ώμο του, ήταν μια μικρή κόκκινη σαύρα, που τίναζε την ουρά της σα μαστίγιο και ψιθύριζε λόγια στο αυτί του.  Όταν τον είδαμε, έστρεψε το κεφάλι του προς το ερπετό και γρύλισε μ’ έναν τόνο ανυπομονησίας:
      -Βούλωσέ το, σου λέω!
       Το ερπετό κούνησε την ουρά του και συνέχισε να του ψιθυρίζει. Σταμάτησε να γρυλίζει και βάλθηκε να χαμογελάει. Έπειτα έστρεψε κ άρχισε να κουτσαίνει προς τα δυτικά, μακριά από τα βουνά.
      -Φεύγεις κιόλας, ακούστηκε μια φωνή.
       Ο ομιλητής είχε λίγο πολύ ανθρώπινο σχήμα αλλά ήταν μεγαλύτερος από άνθρωπο και τόσο φωτεινός, που μετά βίας μπορούσα να τον κοιτάξω.  Η παρουσία του μου προκαλούσε πόνο στα μάτια και στο σώμα, γιατί ακτινοβολούσε θερμότητα και φώς, όπως ο πρωινός ήλιος στο ξεκίνημα μια τυραννικής καλοκαιρινής ημέρας.
      -Ναι, φεύγω, είπε το Φάντασμα. Ευχαριστώ για τη φιλοξενία που μου προσφέρατε  αλλά το βλέπεις, είναι μάταιη.  Είπα στον φιλαράκο από ’δω (έδειξε τη Σαύρα), ότι θα έπρεπε να κάτσει ήσυχος αν ήθελε να έρθει, κάτι στο οποίο επέμενε.  Φυσικά αυτά που κάνει δεν είναι για εδώ, το ξέρω αυτό.  Αλλά δε λέει να σταματήσει. Θα πρέπει λοιπόν να γυρίσω πίσω.
     - Θα ήθελες να τον κάνω να ησυχάσει, είπε το Φλεγόμενο Πνεύμα, που τώρα κατάλαβα ότι ήτα άγγελος.
      - Φυσικά θα το ήθελα, είπε το Φάντασμα.
      -Τότε θα το σκοτώσω, είπε ο Άγγελος, προχωρώντας ένα βήμα μπροστά.
       -Αχ, αα, πρόσεξε! Με καις! Μείνε μακριά, είπε το Φάντασμα, πισωπατώντας.
      -Δε θέλεις να το σκοτώσω;
       -Δεν είπες στην αρχή ότι θα το σκοτώσεις.  Δε θέλω να σε απασχολώ με κάτι δραστικό.
      - Είναι ο μόνος τρόπος, είπε ο ‘Αγγελος, που τώρα τα φλεγόμενα χέρια του ήταν πολύ κοντά στη Σαύρα. Μπορώ να το σκοτώσω;
      - Ναι, αυτό είναι διαφορετική ερώτηση.  Είμαι πρόθυμος να το σκεφτώ  αλλά είναι διαφορετικό, έτσι δεν είναι; Θέλω να πω, ότι για την ώρα σκεφτόμουν απλά να το κάνεις να ησυχάσει, γιατί εδώ πάνω είναι τόσο εξευτελιστικό!
       -Μπορώ να το σκοτώσω;
       -Υπάρχει χρόνος να το συζητήσουμε αυτό αργότερα.
      -Δεν υπάρχει χρόνος.  Μπορώ να το σκοτώσω.
      -Ειλικρινά, δε νομίζω ότι υπάρχει παραμικρή ανάγκη να το κάνεις. Είμαι σίγουρος, ότι μπορώ να το βάλω σε τάξη τώρα. Νομίζω πως η σταδιακή διαδικασία είναι πολύ καλύτερη απ’ το να το σκοτώσεις.
      -Η σταδιακή διαδικασία είναι εντελώς άχρηστη.
      -Νομίζεις; Λοιπόν, θα σκεφτώ πολύ προσεκτικά όσα είπες.  Ειλικρινά.  Θα σε άφηνα να το σκοτώσεις τώρα, αλλά για να σου πω την αλήθεια δεν αισθάνομαι και πολύ καλά σήμερα. Θα ήταν ανόητο να το κάνω τώρα.  Θα πρέπει να είμαι σε καλή κατάσταση για την εγχείρηση. Κάποια άλλη μέρα ίσως.
      -Δεν υπάρχει άλλη μέρα. Όλες οι μέρες είναι παρούσες τώρα.
      -Κάνε πίσω! Με καις. Πώς μπορώ να σου πω να το σκοτώσεις; Θα με σκότωνες και μένα αν σε άφηνα.
      -Δεν είναι έτσι.
      -Γιατί αφού ήδη με πονάς.
      -Ποτέ δεν είπα ότι δε θα πονέσει.  Είπα ότι δε θα σε σκοτώσει.
      -Ξέρω. Νομίζεις πως είμαι δειλός.  Αλλά δεν είναι έτσι. Αλήθεια δεν είναι. Κοίτα! Άφησέ με να τρέξω πίσω με το βραδινό λεωφορείο και να πάρω μια γνώμη από τον προσωπικό μου γιατρό.  Θα έρθω ξανά την πρώτη στιγμή που θα μπορέσω.
      -Αυτή εδώ η στιγμή περιέχει όλες τις στιγμές.
      -Γιατί με βασανίζεις; Με εμπαίζεις. Πώς να σε αφήσω να με κάνεις κομμάτια;  Αν ήθελες να με βοηθήσεις, γιατί δε σκότωνες το αναθεματισμένο πράγμα χωρίς να με ρωτήσεις, χωρίς να το ξέρω.  Θα είχαν τελειώσει όλα τώρα, αν το είχες κάνει.
      -Δεν μπορώ να το σκοτώσω χωρίς τη θέλησή σου. Είναι αδύνατο. Έχω την άδειά σου;
       Τα χέρια του Αγγέλου είχαν σχεδόν αρπάξει τη Σαύρα. Τότε η Σαύρα άρχισε να μονολογεί στο Φάντασμα τόσο δυνατά που μπορούσα ν’ ακούσω καθαρά τι έλεγε.
      -Πρόσεχε, είπε. Μπορεί να κάνει αυτό που λέει.  Μπορεί να με σκοτώσει. Μια μοιραία λέξη σου και θα το κάνει! Μετά θα μείνεις χωρίς εμένα για πάντα. Είναι αφύσικο. Πώς θα μπορέσεις να ζήσεις; Θα είσαι σα φάντασμα και όχι ένας αληθινός άνδρας όπως είσαι τώρα. Αυτός δεν καταλαβαίνει. Είναι μόνο ένα ψυχρό, άσαρκο αφηρημένο πράγμα. Μπορεί να είναι φυσικό γι’ αυτόν αλλά όχι για μας. Ναι, ναι. Το ξέρω ότι τώρα πια δεν υπάρχουν αληθινές απολαύσεις, παρά μόνο όνειρα. Αλλά δεν είναι καλύτερα από το τίποτα; Θα είμαι τόσο καλός μαζί σου. Παραδέχομαι ότι πολλές φορές το παρατράβηξα στο παρελθόν, αλλά υπόσχομαι ότι δεν θα το ξανακάνω. Θα σου δίνω μόνο όμορφα όνειρα, γλυκά και αγνά και σχεδόν αθώα. Μπορείς να πεις ότι θα ‘ναι σχεδόν αθώα…
      -Μου δίνεις την άδειά σου; Είπε ο Άγγελος στο Φάντασμα.
      -Το ξέρω ότι θα με σκοτώσει.
      -Δε θα σε σκοτώσει. Αλλά ακόμα και αν σε σκότωνε…;!
      -Έχεις δίκιο. Θα ήταν καλύτερα να ήμουν νεκρός παρά να ζω με αυτό το πλάσμα.
      -Τότε μπορώ;
      -Που να σε πάρει ! Κάνε το, τι περιμένεις; Τελείωσέ το. Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις, ούρλιαξε το Φάντασμα. Και τελείωσε την πρότασή του κλαψουρίζοντας :
      -Θεέ μου βοήθησέ με ! Θεέ μου βοήθησέ με !
      Σε μια στιγμή το Φάντασμα έβγαλε μια κραυγή αγωνίας, τέτοια που όμοιά της  δεν ν ξανακούστηκε στη Γή. Ο Φλεγόμενος Άγγελος έσφιξε στην πύρινη γροθιά  του τη σαύρα, και μετά την εκσφενδόνισε διαλυμένη στο γρασίδι.
      -Ααα ! Τελείωσε, είπε το Φάντασμα με κομμένη την ανάσα, ξεδιπλώνοντας το σώμα του προς τα πίσω.
       Για λίγη ώρα δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα.  Έπειτα, ανάμεσα σε μένα και στον πιο κοντινό μου θάμνο, είδα, εμφανώς στέρεο και ολοένα και πιο συμπαγές κάθε στιγμή που περνούσε, το χέρι και την ωμοπλάτη ενός άνδρα. Μετά, πιο φωτεινά και δυνατότερα, τα πόδια και τις παλάμες. Ο λαιμός και το χρυσό κεφάλι διαμορφώνονταν καθώς παρακολουθούσα, και αν η προσοχή μου δεν είχε στραφεί αλλού, θα είχα δει την πλήρη μορφοποίηση ενός άνδρα. Ενός θεόρατου άνδρα γυμνού, όχι πολύ μικρότερου σε μέγεθος από τον άγγελο. Αυτό που μου απέσπασε την προσοχή ήταν το γεγονός, πως την ίδια ακριβώς στιγμή κάτι φάνηκε να συμβαίνει στη Σαύρα. Στην αρχή νόμισα πως η εγχείρηση είχε αποτύχει. Αντί να πεθαίνει, το πλάσμα συνέχιζε να πολεμάει και μάλιστα όσο πολεμούσε τόσο μεγάλωνε. Και καθώς μεγάλωνε, έπαιρνε ν’ αλλάζει. Τα οπίσθια μέρη της άρχισαν να στρογγυλεύουν  Η ουρά της, ενώ κουνιόταν ακόμα, έγινε ουρά με τρίχες που τρεμόπαιζαν ανάμεσα σε τεράστια και γυαλιστερά καπούλια.  Ξαφνικά τραβήχτηκα πίσω τρίβοντας τα μάτια μου. Αυτό που βρισκόταν μπροστά στα μάτια μου ήταν ο πιο μεγαλόπρεπος επιβήτορας που είχα δει ποτέ, ασημόλευκος μα με χρυσή ουρά και χαίτη. Ήταν στιλπνός και λαμπερός, με γραμμωτούς μύες, χλιμίντριζε και χτυπούσε τις οπλές του. Σε κάθε χτύπο το έδαφος έτρεμε και τα δέντρα αντηχούσαν.
        Ο νεοσύστατος άνδρας γύρισε και χάιδεψε τη ράχη του νέου αλόγου. Αυτό μύρισε το λαμπρό του σώμα. Άλογο καi καβαλάρης μύρισαν ο ένας τα χνώτα του άλλου. Στη συνέχεια ο άνδρας έπεσε στα πόδια του Φλεγόμενου Αγγέλου και τα αγκάλιασε ευχαριστώντας τον.  Όταν ανασηκώθηκε νόμιζα πως το πρόσωπό του ήταν δακρυσμένο, αλλά μπορεί να ήταν μόνο η υγρή αγάπη και λαμπρότητα (δεν μπορεί κανείς να τα ξεχωρίσει εύκολα σε αυτή τη χώρα), που ξεχύνονταν από αυτόν. Δεν πρόλαβα να το ξεχωρίσω.  Με μια ευκίνητη βιασύνη ο νέος άνδρας πήδηξε στη ράχη του αλόγου, γύρισε, αποχαιρέτησε και μετά τσίνησε το άλογο με τις φτέρνες του. Είχαν απομακρυνθεί πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσω τι συνέβη. Κάλπαζαν σαν τον άνεμο! Πετάχτηκα  όσο πιο γρήγορα μπορούσα από τους θάμνους για να τους ακολουθήσω με το βλέμμα μου, αλλά ήδη έμοιαζαν σαν ένα πεφταστέρι μακριά μέσα στην πράσινη πεδιάδα και σύντομα ανάμεσα  στους πρόποδες των βουνών. Ύστερα, σαν ένα αστέρι ακόμα, τους είδα να σκαρφαλώνουν με πελώρια βήματα, κάθε στιγμή όλο και πιο γρήγορα, έως εξαφανίστηκαν, μέσα στο φωτεινό ρόδινο χρώμα αυτού του ατέλειωτου πρωινού.
        Ενώ ακόμα τους παρακολουθούσα, συνειδητοποίησα πως ολόκληρη η κοιλάδα και το δάσος σείονταν στο άκουσμα ενός ήχου, που για τον κόσμο μας ήταν πολύ δυνατός για τον αντέξουμε, αλλά εδώ μπορούσα να τον ακούω με μεγάλη χαρά. Ήξερα πως δεν ήταν οι Λαμπροί Άνθρωποι αυτοί που τραγουδούσαν. Ήταν η φωνή εκείνης της γης, εκείνων των νερών κι εκείνων των δένδρων. Μια παράξενη, αρχαία, ανόργανη φωνή, που ερχόταν από όλες τις κατευθύνσεις μονομιάς. Η Φύση ή Αρχαία-Φύση εκείνης της γης ευφραινόταν που για μια ακόμα φορά την είχε διασχίσει και επομένως ολοκληρώσει ο άνθρωπος με το άλογο. Τραγουδούσαν:
        «Είπε ο Κύριος στον κύριό μας, Έλα. Αναπαύσου μαζί Μου και μοιράσου το Μεγαλείο Μου ώσπου όλες οι φύσεις, που ήταν εχθροί σου, γίνουν δούλοι και χορέψουν μπροστά σου, ράχες για να ιππεύσεις και στέρεο πάτημα για ν’ ακουμπήσεις τα πόδια σου.
       Πέρα από κάθε τόπο και χρόνο, θα σου δοθεί εξουσία που προέρχεται από τον κατεξοχήν Τόπο. Οι δυνάμεις που κάποτε αντιστρατεύονταν τη θέλησή σου, θα γίνουν υπάκουη φωτιά στο αίμα σου και παραδείσιος κεραυνός στη φωνή σου.
        Ανανέωσέ μας, έτσι ώστε, ανανεωμένοι πλέον, να μπορούμε να είμαστε οι εαυτοί μας.  Επιθυμούμε να έρθει η βασιλεία σου όπως ποθούμε την αυγή και τη δροσιά, την υγρασία, κατά τη γέννηση του φωτός.
        Κύριε, ο Κύριός σου, σου ανέθεσε δια παντός να είσαι αιώνια Βασιλιάς της Δικαιοσύνης και ο Αρχιερέας μας.»
      -Τα καταλαβαίνεις όλα αυτά, γυιέ μου: είπε ο Δάσκαλός μου.
      -Δεν είμαι σίγουρος ότι τα καταλαβαίνω όλα κύριε, είπα εγώ. Έχω δίκιο που νομίζω πως η Σαύρα στ’ αλήθεια μεταμορφώθηκε σε εκείνο το Άλογο;
      -Βέβαια. Αλλά πρώτα θανατώθηκε Δεν πρέπει να ξεχάσεις αυτό το κομμάτι της ιστορίας.
      -Θα προσπαθήσω να μην το ξεχάσω, κύριε. Αλλά αυτό σημαίνει πως όλα, οτιδήποτε έχουμε μέσα μας μπορεί να πάει στα Βουνά;
      -Τίποτα, ακόμα και το πιο καλό και ευγενές δεν μπορεί να πάει στην παρούσα μορφή του. Όλα, ακόμα και το πιο ποταπό και το πιο κτηνώδες, θα ανυψωθούν ξανά αν αφεθούν στο θάνατο. Όπου σπέρνεται φυσικό σώμα, ωριμάζει ένα σώμα πνευματικό. Σάρκα και αίμα δεν μπορούν να έρθουν στα βουνά. Όχι γιατί είναι χυδαία, αλά γιατί είναι πολύ αδύναμα. Τι είναι μια σαύρα συγκρινόμενη με έναν επιβήτορα; Η λαγνεία είναι ένα φτωχό, αδύναμο, κλαψιάρικο πράγμα, μπροστά στον πλούτο και την ενέργεια της επιθυμίας που θα αναδυθεί όταν η λαγνεία πεθάνει.
      -Όμως μπορώ να τους πω, όταν γυρίσω, ότι η λαγνεία αυτού του άνδρα αποδείχθηκε πολύ μικρότερο εμπόδιο από την αγάπη αυτής της δύστυχης γυναίκας για τον γυιό της; Γιατί αυτή ήταν, όπως και να τη δεις, υπερβολική αγάπη.
      -Δε θα τους πεις τίποτα τέτοιο!, απάντησε με σθένος. Υπερβολική αγάπη είπες; Δεν υπήρχε υπερβολή, υπήρχε στρέβλωση. Αγαπούσε το γυιό της πολύ λίγο.  όχι υπερβολικά. Δεν ξέρω πως θα πάει τελικά η κατάστασή της, αλλά είναι πολύ πιθανό αυτή τη στιγμή να ζητάει να πάρει το γυιό της μαζί της στην Κόλαση. Αυτού του είδους οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να βουλιάξουν μέσα στην ατελείωτη δυστυχία τον άνθρωπο που ισχυρίζονται πως αγαπάνε, αρκεί μόνο να μπορούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να τον κατέχουν. Όχι, όχι. Πρέπει να βγάλεις ένα διαφορετικό συμπέρασμα. Πρέπει να αναρωτηθείς το εξής : Αν η αναστημένη μορφή, ακόμα και της λαγνείας, είναι τόσο μεγαλοπρεπής όσο και ο επιβήτορας που είδες, πώς θα είναι η μορφή της μητρικής αγάπης ή της φιλίας;
     



        O C.S.LEWIS  Είναι διάσημος στον Αγγλοσαξωνικό κόσμο, όχι μόνο ως συγγραφέας παραμυθιών, αλλά και ως «απολογητής του χριστιανισμού». Η δεύτερη αυτή πλευρά του έργου του είναι άγνωστη στην Ελλάδα.
        Στην Ελλάδα ο όρος «απολογητής» είναι σχεδόν κακόφημος. Χαρακτηρίζει κάποιον που δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια, αλλά πώς φανατικά θα δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα μια αυθαίρετης πίστης. Χάθηκε η αρχαία σημασία του όρου που ήταν εξήγηση, στον άσχετο και στον πολέμιο, της σταυρωμένης χριστιανικής Αλήθειας.
        Ένα σπουδαίο έργο, α π ο λ ο γ η τ ι κ ό  με την αρχαία-αυθεντική σημασία του όρου και συνάμα συναρπαστικό χάρη στη μυθιστορηματική του υφή, είναι και το παρόν βιβλίο του  C.S.Lewis  για την κόλαση και τον Παράδεισο.

Clive Staples Lewis, THE GREAT DIVORCE, ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ, (ένα όραμα, σαν ένα όνειρο) εκδ.ΙΜ ΠΡΕΒΕΖΑΣ 2010, κατόπιν αδείας της C S LEWIS Company LtdB