Κυριακή 26 Απριλίου 2020



π. Λίβυος

Ανάσταση σημαίνει να μπορώ να σ’ αγκαλιάζω δίχως ο θάνατος να τρυπώνει από τις χαραμάδες των χεριών μου.
Ανάσταση σημαίνει το φιλί να πάρει και πάλι την γεύση που είχε πριν την προδοσία.
Ανάσταση σημαίνει να μην έχουν ρυτίδες οι αντοχές και οι ελπίδες μου και τα βράδια να μπορώ να πω καληνύχτα δίχως να φοβάμαι τις απώλειες που θα φέρει το ξημέρωμα.

Ανάσταση σημαίνει να πάρουμε πίσω ότι ύπουλα ο θάνατος έκλεψε από το βλέμμα μας. Όλους εκείνους και εκείνα που βίαια μας στέρησε, πρόσωπα και πράγματα, στιγμές και σιωπές, δειλινά και χαραυγές.
Ανάσταση σημαίνει δικαιοσύνη για όλους τους σταυρωμένους της γης.
Ανάσταση σημαίνει να μην μπορώ να ζήσω δίχως την παρουσία του άλλου.

Ανάσταση σημαίνει να επιλέγω το φως, την χαρά και όχι την γκρίνια και μιζέρια. Να μένω στην ουσία της ζωής και όχι στην επιφάνεια της επικαιρότητας.
Ανάσταση σημαίνει χαίρομαι και να αξιολογώ αυτά που έχω δίχως να ζουμάρω σε εκείνα που λείπουν. Πριν ψάξω τι μου λείπει ας κοιτάξω τι έχω.
Ανάσταση σημαίνει, να ζω με ευχαριστία και δοξολογία ακόμη κι όταν αυτά που συμβαίνουν ξεπερνάνε τις δικές μου ερμηνείες.

Ανάσταση σημαίνει να κατεβαίνω στην καρδιά μου που είναι γεμάτη φως Θεού και όχι να εγκλωβίζομαι στο νου και στις σκέψεις μου.
Ανάσταση σημαίνει να ησυχάζω, να βαθαίνω στην χαρά που μου χαρίζει η προσευχή και να μην σκορπάω δίχως επίγνωση την ζωή μου.
Ανάσταση σημαίνει να είμαι παρόν σε ότι κάνω. Να αισθάνομαι, να ακούω, να γεύομαι, να μυρίζω, να αγγίζω, να υπάρχω.

Ανάσταση σημαίνει να βιώνω την νίκη επί  του θανάτου, το πέρασμα στην ζωή του Θεού, στο φως, στην βασιλεία της αγάπης, κάθε μέρα λίγο λίγο, στην καθημερινότητα μου.

Ανάσταση σημαίνει να βλέπω από τώρα μέσα στο φως της αιωνιότητας, στο φως της Αγάπης του Θεού, τα πρόσωπα των αγαπημένων μου που έφυγαν νωρίς και άδειασε η αγκαλιά μου. Αργά ή γρήγορα θα είμαστε για πάντα μαζί.

Ο Χριστός σκορπά το φως και την ελπίδα σε στήθη βαριά ως μνήματα. Κατεβαίνει στον Άδη της καρδιάς, στην πιο σκοτεινή ώρα της ψυχής μας, λίγο πριν την ολική απόγνωση, και κηρύττει ότι η ζωή κέρδισε τον θάνατο.
Ο Χριστός γίνεται η απαρχή της βασιλείας Του Θεού. «Χριστός Ανέστη» θα ακουστεί ως ιαχή αιώνιας νίκης απέναντι στο θάνατο, που πλέον δεν θα μπορεί να χαλάσει τα πιο όμορφα ταξίδια της ψυχής μας.


Σάββατο 18 Απριλίου 2020




«Χριστός Ανέστη! – Αληθώς Ανέστη ο Κύριος». «Πάσχα Κυρίου Πάσχα!», «εορτών  εορτή, και πανήγυρις εστι πανηγύρεων». Χρειαζόμαστε άλλες λέξεις απ’ αυτές; Πράγματι, «μηδείς θρηνείτω πενίαν’ εφάνη γαρ η κοινή Βασιλεία».
      Όμως πριν καλά καλά ακούσουμε τα υπέροχα αυτά λόγια, πριν χαρούμε κι ακουμπήσουμε πάνω τους την πίστη μας, έρχεται έξαφνα η συνειδητοποίηση πως στη διάρκεια αυτή της εόρτιας  νύχτας και της επερχόμενης, απαστράπτουσας ημέρας, μυριάδες είναι οι άνθρωποι εκείνοι που δεν ακούν κι ίσως ποτέ δεν έχουν ακούσει τούτα  τα λόγια. Για πάρα πολλούς ανθρώπους η αναγγελία των λόγων αυτών δεν σημαίνει τίποτα.  Άλλοι επιδεικνύουν ακούγοντάς τα κυνισμό, εχθρότητα και σκεπτικισμό. Πώς μπορείς να χαρείς όταν τόσοι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τη χαρά, δεν την αποδέχονται και κρατούν τις καρδιές τους ερμητικά κλεισμένες απέναντί της; Πώς είναι δυνατόν να εξηγήσεις αυτά τα λόγια  και να αγγίξεις τις καρδιές τόσο πολλών ανθρώπων; Κι ακόμα, πώς είναι δυνατόν να τούς δώσεις πειστικές αποδείξεις; Κι ΄όμως όλη η δυναμική του πασχάλιου θριάμβου ίσως συνίσταται ακριβώς στο γεγονός ότι δεν υπάρχει εδώ τίποτα για να αποδειχθεί. Όλη η ανθρώπινη γνώση, όλες οι ανθρώπινες αποδείξεις αποδείχνονται ολότελα ισχνές μπροστά στην αλήθεια της γιορτής.
       Στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα, στην καρδιά της Ρωσίας, συναντούμε σε μια ιερατική οικογένεια, ένα νέο αγόρι ονόματι Σεργκέι («Σεριόζα») Μπουλγκάκωφ. Ανδρώνεται με μια απλή, άμεση και αστασίαστη πίστη, σαγηνευμένο από την ποίηση και την ομορφιά των Ακολουθιών της Εκκλησίας. Καμιά αμφιβολία,  κανένα εγχείρημα αναζήτησης «αντικειμενικών αποδείξεων¨. «Δεν είχαν περάσει ποτέ από το παιδικό μας μυαλό», έγραφε αργότερα, «ούτε θα ήταν δυνατό να έχουν περάσει τέτοια πράγματα, δεδομένου ότι η λειτουργική ζωή μας είχε διαποτίσει σε μεγάλο βαθμό και αγαπούσαμε το ναό και την ομορφιά των Ακολουθιών του. Πόσο βαθιά, πλούσια και αγνή ήταν η παιδική μας ηλικία! Πώς λούζονταν οι ψυχές μας από το ουράνιο φως που ακτινοβολούσε διαρκώς πάνω τους!».  
        Ήρθε όμως κάποτε η ώρα των «αντικειμενικών αποδείξεων» και της αμφισβήτησης. Βγαίνοντας από την απλή και άδολη παιδικότητά του ο μικρός αυτός Ρώσος, ο φλογερός, τίμιος και ειλικρινής, έπεσε στα χέρια της απιστίας και του αθεϊσμού, στον κόσμο των «καθαρών αποδείξεων» και της νοησιαρχίας. Ο «Σεριόζα» Μπουλγκακωφ, ο γιός ενός ταπεινού ιερέα κάποιου κοιμητηρίου, έγινε ο Καθηγητής Σεργκέι  Νικολάγιεβιτς Μπουλγκάκωφ, ένας από τους μπροστάρηδες του ρωσικού προοδευτισμού της επαναστατικής ιντελιγκέντσια’ ένας από τους ηγέτες της επιστήμης του Μαρξισμού στη Ρωσία.
       Γερμανία -πανεπιστημιακές σπουδές- φιλία με τους ηγέτες του Μαρξισμού -πρώτες επιστημονικές εργασίες -πολιτική οικονομία-δοξασμός και αναγνώριση από ολόκληρη τη ρωσική διανόηση. Αν κάποιος έζησε «στο πετσί του», κατά τη λαϊκή ρήση, ολόκληρη την εξέλιξη της πάλης με την αμφισβήτηση, ήταν σίγουρα αυτός. Αν κάποιος άδραξε όλη την επιστημονική γνώση, τη δόξα και το στέφανο του Μαρξισμού, τότε ήταν πάλι αυτός. Αν υπήρξε κάποιος που απέρριψε την απλοϊκή και ανεύθυνη πίστη, τότε ήταν πάλι αυτός. Πολλά χρόνια της επιστημονικής του καταξίωσης, πολυάριθμοι οι ογκώδεις τόμοι του συγγραφικού του μόχθου, εκατοντάδες οι οπαδοί του… 
        Κι όμως λίγο λίγο όλες οι «αντικειμενικές αποδείξεις» άρχισαν η μία πίσω από την άλλη να γκρεμίζονται και να επιστρέφουν στη σκόνη’  μέχρι που τίποτα δεν έμεινε όρθιο. Τί του συνέβη;   Αρρώστια, τρέλα, κατάθλιψη; Όχι. Καμιά αλλαγή δεν έγινε στις  εξωτερικές συνθήκες της ζωής του. Αυτό που συνέβη ήταν ότι η ψυχή του, η καρδιά της συνείδησής του, έπαψε να αποδέχεται τα επίπεδα ερωτήματα και τις εξίσου επίπεδες απαντήσεις τους. Οι απορίες έπαψαν να είναι εύλογες, οι απαντήσεις έπαψαν να είναι επαρκείς. Έγινε ξαφνικά ξεκάθαρο ότι όλη αυτή η συσσωρευμένη γνώση ήταν ανίκανη  να κομίσει απαντήσεις για οτιδήποτε. Χρηματιστηριακές αγορές, κεφάλαιο, «υπεραξία» τί γνώση μπορεί να κουβαλούν εντός τους όλα αυτά, τί μπορούν  στ’ αλήθεια να μας πουν για την ανθρώπινη ψυχή, την άσβεστη δίψα και την ασίγαστη λαχτάρα της, που στο βαθύτερο επίπεδο, στις μύχιες γωνιές της, παραμένει πάντοτε ακόρεστη;  Κι έτσι ξεκίνησε η επιστροφή στις  πηγές. Όχι το πισωγύρισμα σε μια παιδική πίστη, απλοϊκή και αφελή, ούτε η νοσταλγία της παιδικής ηλικίας -όχι, ο Σεργκέι Μπουλγκάκωφ παρέμεινε για όλη την υπόλοιπη ζωή του ένας διανοούμενος, ένας καθηγητής, ένας φιλόσοφος. Μόνο που πλέον τα βιβλία του άρχισαν να δηλώνουν κάτι άλλο, τα εμπνευσμένα του λόγια άρχισαν να μαρτυρούν μια άλλη πραγματικότητα.
        Αν συσχετίσω το πρόσωπό του με την πασχάλια χαρά, είναι γιατί μου φαίνεται πώς ο π. Σεργκέι Μπουλγκάκωφ με  όλη τη ζωή και την πείρα του ήταν ο πλέον κατάλληλος για να απαντήσει στο ερώτημα που θέσαμε παραπάνω’ τί αποδείξεις μπορεί κανείς να κομίσει για την αλήθεια της πασχαλινής χαράς; Το ασάλευτο ερώτημα  αρχίζει έξαφνα μέσα από το παράδειγμα του Μπουλγκάκωφ να κλονίζεται, διότι εκείνος περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο γνώριζε την ανεπάρκεια και την αναποτελεσματικότητια όλων αυτών των «αποδείξεων». Ήταν πεπεισμένος πως το νόημα του Πάσχα δεν κρύβεται σε «αποδείξεις», ούτε αντλεί την πνευματική του δύναμη απ’ αυτές.
        Αξίζει να σταθούμε σε όσα είπε προς το τέλος της ζωής του για τη γιορτή του Πάσχα: «Όταν οι πόρτες ανοίγουν και εισερχόμαστε στον απαστράπτοντα ναό, οι καρδιές μας ακούγοντας τον υπέροχο Κανόνα της γιορτής γεμίζουν  από ανόθευτη χαρά για την εκ νεκρών Ανάσταση του Χριστού. Τη στιγμή εκείνη τελείται στις καρδιές μας ένα πασχάλιο θαύμα’ αντικρίζουμε  την Ανάσταση  του Χριστού και το ολόλαμπρο φως του προσώπου Του’ ζυγώνουμε το Νυμφίο που εξέρχεται από το μνήμα, Παύουμε τότε να αντιλαμβανόμαστε ότι συμβαίνει γύρω μας κι είναι σαν να εξερχόμαστε από  τον εαυτό μας.  Μέσα στη σιωπή του ακύμαντου χρόνου, στο πύρωμα του καθάριου λευκού της πασχάλιας γιορτής, κάθε γήινο χρώμα ξεθωριάζει κι οι ψυχές μας σαγημεύονται από το άφατο φως της Ανάστασης –«νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γή και τα καταχθόνια». Τη νύχτα της Ανάστασης προσφέρεται η δυνατότητα εισόδου στο βασίλειο της δόξης, στη Βασιλεία του Θεού. Η γλώσσα αυτού εδώ του κόσμου δεν έχει λέξεις για να εκφράσει την αποκάλυψη που συντελείται τη νύχτα της Ανάστασης, και την αμόλυντη χαρά της. Πάσχα σημαίνει αλήθεια, ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι αγίω. «Χαίρετε!», αυτή ήταν η πρώτη πρώτη λέξη που είπε ο αναστημένος Κύριος στις μυροφόρες. Κι όταν αντάμωσε με τους Αποστόλους, τα πρώτα Του λόγια ήταν «ειρήνη υμίν (Λουκ. 24,36».
        Πρέπει με έμφαση να τονίσω πως αυτά τα λόγια του Μπουλγκάκωφ δεν είναι λόγια παιδιού, λόγια κάποιου ανόητου που δεν έχει ακόμα υψωθεί στο επίπεδο της αμφισβήτησης και των «αντικειμενικών αποδείξεων». Είναι λόγια κάποιου που μιλά όταν όλες οι ερωτήσεις έχουν πλέον τεθεί, όταν όλες οι αποδείξεις έχουν πλέον δοθεί. Και αυτό δεν είναι η «απόδειξη» της αλήθειας του Πάσχα, αλλά το φως, η δύναμη και η νίκη της πασχάλιας πανηγύρεως μέσα στον άνθρωπο.
        Γι’ αυτό και τη νύχτα αυτή, τη φεγγοβόλο και χαρμόσυνη, δεν υπάρχει τίποτα  για να αποδείξουμε. Απ’ όλη τη «μωρία» αυτής της χαράς και της επίγνωσης, το μόνο που μπορούμε να φανερώσουμε σε ολόκληρο τον κόσμο -στους εγγύς και τούς απώτερους- είναι μονάχα μία φράση’ «Χριστός ανέστη! Αληθώς ανέστη ο Κύριος!».

Alexanter Schmemann “O Death. Where is Thy Sting?” «Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος», Εκδόσεις Εν πλω     

    

Κυριακή 12 Απριλίου 2020


      

  …ο θάνατος είναι καρπός μιάς ζωής δηλητηριασμένης, μιας ζωής υποκειμένης σε διαρκή αποσύνθεση, στην αποσύνθεση εκείνη που ο άνθρωπος εκούσια υπέταξε τον εαυτό του. Μη έχοντας ο άνθρωπος ζωή αφ’ εαυτού, υπέταξε εαυτόν στον κόσμο του θανάτου.
        «Ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν». Είναι  ο άνθρωπος που εισήγαγε το θάνατο στον κόσμο επιλέγοντας εκούσια μια ζωή κλεισμένη στον εαυτό του και για τον εαυτό του, αποκόπτοντας έτσι τους δεσμούς του με την πηγή, το σκοπό και την ουσία της ζωής – το Θεό.  Αυτός είναι ο λόγος που ο θάνατος ως αποσύνθεση και ακρωτηριασμός, παροδικότητα και ανεστιότητα, έγινε ο υπέρτατος νόμος της ζωής, ο νόμος που αποκαλύπτει σε κάθε τι την απατηλή φύση του κόσμου.
            Θέλοντας ο άνθρωπος να παρηγορηθεί, έπλασε το όνειρο ενός «άλλου» κόσμου, απαλλαγμένου από το θάνατο.  Και στο βωμό αυτού του ονείρου θυσίασε αυτόν εδώ τον κόσμο, παραδίδοντάς τον αμαχητί στο θάνατο. Μόνο με την ολοκληρωτική μας επιστροφή στη χριστιανική κατανόηση του θανάτου -του θανάτου ως ρίζας της διαστροφής του ανθρώπου από την κατανόηση του αληθινού περιεχομένου της ζωής- θα κατορθώσουμε να ακούσουμε και πάλι, σαν πρωτάκουστη, τη χριστιανική διακήρυξη της κατάργησης του θανάτου εν τη Αναστάσει.

Alexandros Schmemann “O Death, Where is Thy Sting?” «Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» Εκδόσεις, Εν πλω       


Σάββατο 4 Απριλίου 2020



     

  Η κατάντια της Μαρίας της Αιγυπτίας δεν της αποκλείει τη συνάντηση με τον αναστημένο Κύριο. Όπου  κι αν βρίσκεται κανείς, άμα καταληφθεί από πόθο θεϊκό και από πίστη ζέουσα και θεία… μπορεί να πορευθεί προς αυτή τη συνάντηση. Τη στιγμή που ο άνθρωπος μεταθέτει τον έρωτά του από τα κτίσματα στον κτίστη αρχίζει αυτή η πορεία. Κανείς δεν πρέπει να αποθαρρύνεται από την κατάστασή του. Δεν πρέπει να σκέπτεται πώς γι’ αυτόν δεν υπάρχει η ελπίδα.
        Γιατί άραγε ο Χριστός βλέπει τούς τελώνες και τις πόρνες να είναι πιο κοντά στο Θεό από τους «δικαίους» και να προάγουν στη βασιλεία του Θεού; Γιατί εκείνοι ξέρουν ότι είναι  μακριά από το θεό, ξέρουν πώς βρίσκονται στην εξορία και μπορούν να αισθανθούν την ανάγκη να επιστρέψουν, ενώ οι «δίκαιοι» πιστεύουν στη δικαιοσύνη τη δικιά τους και γι’ αυτό δεν υποτάσσονται στη δικαιοσύνη του Θεού και δεν αισθάνονται την ανάγκη καμιάς επιστροφής. Δεν αισθάνονται την ανάγκη να επιστρέψουν στη βασιλεία του Θεού γιατί πιστεύουν ότι βρίσκονται σ’ αυτήν γιατί είναι βέβαιοι ότι την δικαιούνται και κανείς απ’ όσους είναι βέβαιοι ότι δικαιούνται τη βασιλεία δεν την απολαμβάνει.
        Τα μάτια δύο παιδιών της Εκκλησίας, που βλέπουν όπως τα μάτια του Θεού, μας βοηθούν να δούμε τους τελώνες και τις πόρνες όπως τους βλέπει εκείνος. Ο πρώτος είναι ο Παπαδιαμάντης και ο δεύτερος ο Ντοστογιέφσκυ. Η αμαρτωλή γυναίκα του Παπαδιαμάντη είναι η Χριστίνα, η δασκάλα που συζούσε με τον κομματάρχη τον Παναγή Ντεληκανάτα και την οποία ο Παπαδιαμάντης  περιγράφει ως εξής:
        «Η ταλαίπωρος αύτη, μανθάνουσα, επιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, υπομένουσα, εγκαρτερούσα, έπαιρνε τα νόθα του αστεφάνωτου ανδρός της εις το σπίτι, τα εθέρμαινεν εις την αγκαλιά της, ανέπτυσσε μητρικήν  στοργήν, τα επονούσε και τα ανέσταινε, κι επάσχιζε να τα μεγαλώση, και όταν εγίνοντο δύο ή τριών ετών, και τα είχε πονέσει πλέον ως τέκνα της, τότε ήρχετο ο χάρος συνοδευόμενος από την οστρακιάν, την ευλογιάν και άλλας δυσμόρφους συντρόφους, και της τα έπαιρνε από την αγκαλιά της.
         Τρία ή τέσσερα παιδιά της είχαν αποθάνει ούτω εντός επτά ή οκτώ ετών. Και αύτη επικρέναιτο, εγήρασκε και άσπριζε. Κι έκλαιε τα νόθα του ανδρός της, ως να ήσαν γνήσια ιδικά της. Κι εκείνα τα πτωχά, τα μακάρια, περιίπταντο εις τα άνθη του παραδείσου, εν συντροφία με τ’ αγγελούδια τα εγχώρια εκεί. Εκείνος ουδέν λόγον της έκαμεν πλέον περί στεφανώματος. Κι αυτή δεν έλεγε πλέον τίποτε. Υπέφερεν εν σιωπή.
        Κι έπλυνεν κι εσυγύριζεν όλον τον χρόνον, την Μεγάλην Πέμπτην  έβαπτε τ’ αυγά κόκκινα. Και τας καλάς ημέρας δε είχε τόλμης πρόσωπον να υπάγη κι αυτή εις την εκκλησίαν.
        Μόνον το απόγευμα του Πάσχα, εις την ακολουθίαν της Αγάπης, κρυφά και δειλά εισήρπεν εις τον ναόν, δια ν’ ακούση το  ‘Αναστάσεως ημέρα’ μαζί με τες δούλες και τες παραμάνες.
        Αλλ’ Εκείνος όστις ανέστη ‘ένεκα ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων’, όστις εδέχθη της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα, και του ληστού το μνήσθητί  μου, θα δεχθή και αυτής της πτωχής την μετάνοιαν, και θα της δώση χώρον και τόπον χλοερόν, και άνεσιν και αναψυχήν εις την βασιλείαν Του την αιώνιον».
        Η αμαρτωλή του Ντοστογιέφσκυ είναι η Σόνια, η κόρη του μεθύστακα Μαρμελάντωφ, που κι αυτή όπως και η Χριστίνα η δασκάλα (πόσο απτά φαίνεται η ενότητα της πίστεως ανάμεσα σ’ αυτές τις δυό) θυσιάζει την ίδια την ψυχή της για να σώσει μικρά παιδιά. ‘Όταν θα έλθη ο κριτής, λέει ο Ντοστογιέφσκυ με το στόμα του Μαρμελάντωφ, την ημέρα της κρίσεως, θα ρωτήσει: «Που είναι η κόρη που για την κακιά και φθισικιά μητρυιά της, για παιδιά που δεν ήταν αδέλφια της, μικρή-μικρή ακόμη πούλησε τον εαυτό της; Πού είναι η κόρη που σπλαχνίσθηκε τον επίγειο πατέρα της, τον αδιόρθωτο μεθύστακα, χωρίς να φρίξει από την αποκτήνωσή του;» και θα πει: «Έλα! σ’ έχω κιόλας μια φορά συχωρήσει… Σ’ έχω μια φορά συγχωρήσει…Σήμερα πάλι αφίενταί σοι αι πολλαί αμαρτίαι σου, ότι πολύ ηγάπησας».
        Η Σόνια ήταν μια αγία παρά το γεγονός, ή ίσως ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος, ότι ήταν «ανήθικη». Η μοιχεία της ήταν αγιότερη από την παρθενία πολλών. Η κεντρική έννοια της «αγιότητος» είναι αφοσίωση αφιερωμένη στην υπηρεσία του Θεού.
        Συνεχίζοντας ο Μαρμελάντωφ λέει πώς ο Χριστός θα δεχθεί τους τελώνες και τις πόρνες στη βασιλεία Του. «Πλησιάστε και σεις», θα τους πει, «ξεδιάντροποι. Είσαστε γουρούνια! Φοράτε τη μάσκα του ζώου και έχετε τη σφραγίδα του. Όμως ελάτε και σείς». Και τότε οι δίκαιοι και οι σώφρονες θα διαμαρτυρηθούν. «Κύριε, γιατί τους δέχεσαι αυτούς; Κι Εκείνος θα πει: «Τούς δέχομαι, ώ δίκαιοι, τούς δέχομαι, ω σώφρονες, επειδή ούτε ένας απ’ αυτούς δεν θεώρησε ποτέ άξιο αυτής της τιμής τον εαυτό του…»

παπα-Φιλόθεου Φάρου «ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ» Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ