Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020



Ασκητισμός και θυσία

THOMAS MERTON


10. Το να προσφέρουμε τον εαυτό μας θυσία στον Θεό δεν ισοδυναμεί καθόλου με το να καταστρέφουμε τον εαυτό μας. Θυσιάζουμε τον εαυτό μας στον Θεό, «πνευματοποιούντες» όλη την ύπαρξή μας δια της υπακοής στην χάρη του Θεού. Η μόνη θυσία, που είναι ευάρεστη και ευπρόσδεκτη σ᾿ Αυτόν, είναι η καθαρότητα της καρδιάς μας, η καθαρότητα της αγάπης μας. Μία αυταπάρνηση, που μας βοηθά να αγαπούμε περισσότερο τον Θεό, είναι καλή και χρήσιμη. Υπάρχουν όμως μορφές αυταπάρνησης, που πιθανόν να είναι ευγενείς και υψηλές καθ᾿ εαυτές, αλλά οι οποίες δεν έχουν την παραμικρή χρησιμότητα από πνευματικής άποψης, γιατί απλούστατα δεν τις ζητά από μας ο Θεός.

Απαραίτητη προϋπόθεση για να «πνευματοποιηθεί» η ζωή μας είναι η ησυχία. Τίποτε το σημαντικό δεν μπορούμε να επιτύχουμε στον τομέα αυτό, αν προηγουμένως δεν μάθουμε να είμαστε «ήσυχοι». Ως γνωστόν, η υπερβολική (και συχνά άσκοπη) δραστηριότητα του σώματος ταράσσει και αναστατώνει την ψυχή μας, την εμποδίζει να αυτοκυριαρχηθεί, να περισυλλέξει τις δυνάμεις της, να βρει τον εαυτό της, να διακρίνει τον σκοπό της, να λειτουργήσει ομαλά και αποδοτικά. Αλλά φυσικά μία ησυχία, που θα προϋπέθετε την απόλυτη και μόνιμη ακινησία του σώματος και των πέντε αισθήσεών του, δεν θα ήταν ησυχία της ζωής, αλλά ησυχία του τάφου. Εφ σον ζούμε, είμαστε υποχρεωμένοι και να αναπνέουμε και να κινούμαστε και να ενεργούμε. Η ησυχία λοιπόν που έχουμε κατά νουν δεν είναι η ησυχία της απόλυτης ακινησίας και της μόνιμης αδράνειας, αλλ᾿ εκείνη που γνωρίζει να κυβερνά το σώμα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ζει και να εργάζεται ομαλά και ειρηνικά, χωρίς τις βίαιες και βεβιασμένες εκείνες ενέργειες ή τις άσκοπες και μάταιες εκείνες αναστατώσεις που τελικά αναστατώνουν και την ψυχή. Η ησυχία αυτή είναι καρπός της εσωτερικής ειρήνης, που πηγάζει από την τέλεια αποκόλληση και αδιαφορία μας (με την έννοια που εξηγήσαμε) για πρόσωπα και πράγματα· ή, τουλάχιστον, από την ταπεινοφροσύνη μας και την επίγνωση της άπειρης αγάπης, αγαθότητας και συμπάθειας του Θεού, του ζώντος και αληθινού.

Η ησυχία και η ειρήνη της ψυχής δεν εξαρτώνται, συνεπώς, από την σωματική αδράνεια. Αντίθετα μάλιστα, υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι, που μπορούν κάλλιστα να διατηρούν τέλεια πνευματική ειρήνη και ησυχία μέσα σε μια εξαιρετικά δραστήρια ζωή και οι οποίοι κυριολεκτικά θα τρελλαινόντουσαν, αν κανείς τους ανάγκαζε να μείνουν έστω και για ένα σύντομο διάστημα στην μόνωση και την σιωπή. Το παν εξαρτάται από το πως κυβερνούμε το σώμα μας και πως ρυθμίζουμε την δραστηριότητά μας. Και αυτό πάλι εξαρτάται από τον βαθμό της υπερφυσικής «αδιαφορίας» μας ή από το μέγεθος της ταπεινοφροσύνης μας και την δύναμη της πίστεώς μας.

Στον καθένα έγκειται να βρει το είδος της εργασίας και του περιβάλλοντος, που θα του επιτρέπουν να ζει «πνευματικά». Αν μπορεί κανείς να βρει τέτοιες συνθήκες -και εάν είναι σε θέση να επωφεληθεί από αυτές- ας το κάνει. Όμως αλήθεια! τι δυσκολοκατόρθωτο και κυριολεκτικά απελπιστικό πράγμα θα ήταν η υπερφυσική ζωή, αν ήταν δυνατό να βιωθεί μόνο υπό ιδεώδεις συνθήκες; Τέτοιες συνθήκες ελάχιστοι μόνον άνθρωποι μπορούν να εξασφαλίσουν, αλλά και αυτό ακόμη γίνεται διαρκώς σπανιώτερον στον σύγχρονο κόσμο μας. Το κάθε τι στην ζωή των συγχρόνων πόλεων είναι, θα έλεγε κανείς, υπολογισμένο ώστε να εμποδίζει τον άνθρωπο να συγκεντρωθεί, να εισέλθει στο ταμιείο της ψυχής του και να ασχοληθεί με πράγματα που έχουν σχέση με την πνευματική ζωή. Στο τέλος της ημέρας, ακόμη και ο πνευματικώτερος άνθρωπος είναι δυνατόν να αισθανθεί τον εαυτό του εξαντλημένο, εξουθενωμένο και τελείως αποδιωργανωμένο από τον συνεχή θόρυβο των μηχανών, από την αναρχική ποικιλία των παραστάσεων που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια του, από τα εκτυφλωτικά φώτα και τον στάσιμο αέρα των γραφείων, των καταστημάτων ή απλώς των δρόμων.

Όλος ο μηχανισμός της σύγχρονης ζωής, θα έλεγε κανείς ότι είναι κατά τέτοιο τρόπο ρυθμισμένος ώστε να ματαιώνει την προσπάθεια του ανθρώπου να ζήσει «πνευματικά» και να τον ωθεί στην άνυδρη και άγονη έρημο των νευρώσεων. Ακόμα και οι τοίχοι των μοναστηριών μας δεν αποδεικνύονται πάντοτε ικανοί να μας προστατεύσουν από αυτό τον κίνδυνο.

Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε; Ένας τρόπος υπάρχει μετά την ταπείνωση και την τέλεια εγκατάλειψή μας στο έλεος και την φιλάνθρωπη κρίση του Θεού. Είναι η προσπάθεια να αποκτήσουμε την εσωτερική ειρήνη και ησυχία, που απορρέουν από την αποκόλλησή μας από πρόσωπα και πράγματα, από τον ίδιο τον εαυτό μας, ακόμη και από τους πνευματικούς αγώνες μας, από την προσπάθειά μας να ζήσουμε πνευματικά. Πρέπει δηλαδή, να αποκτήσουμε την υπερφυσική εκείνη προοπτική, που θα μας επιτρέπει να κρίνουμε όλα τα πράγματα υπό το φως της πίστεως, να βλέπουμε πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις στις πραγματικές τους διαστάσεις. Έτσι υπάρχει ελπίδα, με την χάρη του Θεού, να ειρηνεύσουμε και να ησυχάσουμε. Και, χάρις στην εσωτερική αυτή ησυχία, να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία την εξωτερική ταραχή και ανησυχία και να αφήσουμε το Πνεύμα του Θεού, το Πνεύμα της Ειρήνης και της Αγάπης, να μας μεταβάλει μέσα σε ένα ταραγμένο κόσμο, σε στοιχεία ειρήνης, σε εστίες αγάπης.

11. Ένα από τα κυριώτερα εμπόδια στην προσπάθειά μας να αποκτήσουμε αυτή την εσωτερική ειρήνη και ησυχία είναι αναμφίβολα η άτακτη και σπασμωδική δραστηριότητα. Η δραστηριότητα αυτή δεν πρέπει να συγχέεται ποτέ με την εύρυθμη και ισορροπημένη εργασία του φυσιολογικού ανθρώπου.

Η εργασία απασχολεί το σώμα και την ψυχή και είναι αναγκαία για την πνευματική υγεία. Η εργασία βοηθά τον άνθρωπο να προσεύχεται και νά διατηρεί την πνευματική περισυλλογή του και τον προφυλάσσει από τον κίνδυνο των άσκοπων μετεωρισμών και των επικινδύνων αυταπατών. Στην ψυχή εκείνων που έχουν βρει κάπως τον δρόμο τους, που έχουν καταλάβει κάπως τον προορισμό τους, η εργασία φέρνει την ειρήνη. Γιατί, χωρίς να τους αποκρύπτει τις ατέλειες και τις αδυναμίες τους, χωρίς να τους αποκρύπτει το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ύπαρξή τους πολύ απέχει από εκείνη που απαιτεί το θέλημα του Θεού -χωρίς να τους αποκρύπτει, δηλαδή, το γεγονός ότι είναι «αμαρτωλοί»- τους βοηθά να συγκεντρώσουν όλη την προσοχή τους στους βασικούς σκοπούς της πνευματικής ζωής και να αρχίσουν σιγά-σιγά, με την χάρη του Θεού, να τους πραγματοποιούν. Αντίθετα, η άτακτη και σπασμωδική δραστηριότητα όχι μόνο δεν φέρνει την ειρήνη, αλλά και αφαιρεί από την εργασία μας κάθε πνευματική χρησιμότητα και τελικώς ματαιώνει και αυτόν ακόμη τον φυσικό και κοινωνικό της σκοπό. Η άτακτη και σπασμωδική δραστηριότητα είναι σημείο της εσωτερικής σύγχυσης της ψυχής. Σκοπός της είναι να κρύψει από την ψυχή τον πραγματικό εαυτό της και την πραγματική της κατάσταση· να δημιουργήσει ένα προπέτασμα καπνού που θα εμποδίζει την ψυχή να βλέπει το κενό της και θα της επιτρέπει την ψευδαίσθηση ότι «κάτι κάνει», ότι δεν ζει τελείως άσκοπα και ανώφελα. Η ψυχή όταν δεν έχει κανένα συγκεκριμένο σκοπό, προσπαθεί να «τα κάνει όλα». Όταν δεν γνωρίζει πώς να λυτρωθεί από τα προβλήματα, τις συγκρούσεις, την αβεβαιότητα και την ανία που της γεννάει η «ματαιότητά» της, καταφεύγει στην «δράση», στρεφομένη συνεχώς από το ένα «έργο» στο άλλο και προσπαθώντας να αντιδράσει ταυτοχρόνως σε χίλιους δυο ερεθισμούς. Και κάτω από όλα, σαν μια υποχθόνια, τερατώδης και ανεξάντλητη πηγή, κρύβεται ο φόβος, ένας παράλογος και πρωτόγονος φόβος, και η εξ ίσου παράλογη και πρωτόγονη απληστία για την δύναμη, την ηδονή και την αυτοεπιβεβαίωση. Όσο περισσότερο περίπλοκα είναι τα πάθη ενός ανθρώπου, τόσο περισσότερο άτακτη και σπασμωδική είναι και η δραστηριότητά του. Αλλά εννοείται, όλα αυτά είναι θάνατος για την ειρήνη και την ησυχία, που αποτελούν την προϋπόθεση της πνευματικής ζωής. Το να πηγαίνει κανείς κάποτε-κάποτε στην εκκλησία ή να λέει μερικές βιαστικές προσευχές δεν ωφελεί σε τίποτα, γιατί απλούστατα δεν έχει την δύναμη να καθαρίσει και να θεραπεύσει την βαθειά αυτή πληγή.

Για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας από την μάστιγα της άτακτης και σπασμωδικής δραστηριότητας, ο καλύτερος τρόπος είναι ίσως η αποκόλλησή μας όχι μόνο από τα άμεσα αποτελέσματα της εργασίας μας (και η αποκόλληση αυτή είναι δύσκολη και σπάνια), αλλά γενικώτερα από το όλο σύμπλεγμα των σκοπών που κυβερνούν συνήθως την επίγεια ζωή μας. Πρέπει να αποκολληθούμε από την υγεία και την ασφάλεια, από τις απολαύσεις και τα παντός είδους «κτήματα» μας, από πρόσωπα και πράγματα και τόπους και συνθήκες της ζωής. Πρέπει να γίνουμε «αδιάφοροι» (με την ευαγγελική σημασία της λέξεως) προς την ζωή και προς τον θάνατο, ζώντας όπως τα κρίνα του αγρού, ζητώντας πρώτον την βασιλεία του Θεού και όντας βέβαιοι ότι όλα τα άλλα θα τα προσθέσει ο Θεός. Φυσικά, αυτό δεν είναι διόλου εύκολο. Ούτε μπορεί να γίνει από την μια μέρα στην άλλη. Απαιτεί πίστη, απαιτεί προσευχή και άσκηση. Και προ παντός, απαιτεί την «χάρη», δηλαδή τον φωτισμό και την δύναμη του Πνεύματος του ζωντανού Θεού.


ΠΗΓΗ: enoriako.info/Κατηγορία: Συγγραφείς / Thomas Merton

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου