Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019


        Ποιος όμως θα διάλεγε εκούσια  να μην  εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να γνωρίσει τον εαυτό του; Ποιος θα πέταγε τους κρυμμένους θησαυρούς, που όταν τους εξορύξει μπορούν να τον κάνουν ένα Σωκράτη, ένα Ιωάννη Χρυσόστομο, ένα Μακρυγιάννη, ένα Θεόφιλο ή ένα παπα-Νικόλα Πλανά; Ποιος δεν θα ‘θελε να ανακαλύψει μέσα του τη δύναμη να συμπονεί,  να συντρέχει, να στηρίζει τον άνθρωπο που υποφέρει.

        Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι πολύ θλιβερή. Σ’ ένα  μεγάλο ποσοστό όλοι μας φοβόμαστε να κάνουμε τις απαραίτητες προσπάθειες να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Αρχικά βέβαια αποφεύγουμε να ερευνήσουμε τα τρίσβαθά μας γιατί φοβόμαστε πώς ψάχνοντας για κάτι καλό μπορεί να ανακαλύψουμε αποκρουστικούς σκελετούς «είδωλα, δαίμονες, ξωθιές, φαντάσματα, σκυλιά».  Φοβόμαστε ότι θα ανακαλύψουμε ένα στοιχείο της προσωπικότητάς μας που θα είναι  απαράδεκτο για την οικογένειά μας, τους φίλους μας και την κοινωνία. Φοβόμαστε πως μπορεί να ανακαλύψουμε αποκρουστικές παρορμήσεις, παντελή έλλειψη  πίστεως, βλασφημία, αδιαφορία,  σκληρότητα,  απεριόριστη φιλαυτία. Ίσως ακόμη να φοβόμαστε ότι αυτή η ίδια η έρευνα του εαυτού μας θα καταδικαστεί από το περιβάλλον μας, που μπορεί να μας κατηγορήσει ότι η αναζήτησή μας είναι μια εγωιστική αυτοαπασχόληση και πρόσχημα, που καλύπτει την απροθυμία μας να ενδιαφερθούμε για τις ανάγκες των άλλων. Πραγματικά, τόσο το σχετικό κλίμα που επικρατεί ανάμεσα σε αξιοσέβαστους θρησκευτικούς κύκλους αποθαρρύνει κάθε προσπάθεια αυτοαναζητήσεως και καλλιεργεί ένα κλίμα ακτιβισμού, που υποτίθεται ότι αποβλέπει άλλοτε στην αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης και τη συμπαράσταση στους φτωχούς και τους αδικημένους και άλλοτε στη σωτηρία των αμαρτωλών. Οι δύο  αυτές όψεις του ακτιβιστικού κλίματος, όσο και αν φαίνονται διαφορετικές, έχουν σαν κοινή προέλευση μια έντονη ανάγκη αυτοδικαιώσεως, που αφ’ ενός ικανοποιείται με τη συμμετοχή στα κινήματα των «καθαρών». Είτε τα ιδεολογικά, είτε τα ευσεβιστικά, εφ’ ετέρου με την αποφυγή κάθε ευκαιρίας που θα ανάγκαζε τον άνθρωπο να κοιτάξει λίγο τον πραγματικό εαυτό του. Πολύ συχνά είναι έκδηλο, ότι άνθρωποι που δεν λείπουν από καμιά κοινωνική αγωνιστική προσπάθεια θα έκαναν οτιδήποτε για να αποδράσουν  από μια χαώδη οικογενειακή κατάσταση, ή για να αποφύγουν οικογενειακές ευθύνες και συναισθηματικές απαιτήσεις που τους προκαλούν πανικό, ή για να μη δουν ένα στοιχείο της προσωπικότητάς  τους που τους προκαλεί απερίγραπτο τρόμο.

        Αλλά κυρίως και παραδόξως, ο λόγος που αποφεύγουμε να ερευνήσουμε τη βαθύτερη ύπαρξή μας είναι, γιατί φοβόμαστε πως μπορεί  να ανακαλύψουμε κάτι καλό. Ίσως να είναι δύσκολο να το πιστέψουμε  αυτό αλλά είναι αλήθεια.


        Ξανά και ξανά γιατροί ή ψυχολόγοι που φροντίζουν δυστυχισμένα και ανικανοποίητα άτομα, ανακαλύπτουν ότι τα άτομα αυτά δεν στερούνται ικανοτήτων, αλλά κρύβουν τις ικανότητές τους από  τους ίδιους τους εαυτούς τους.  Αντί να αξιοποιούν τις δυνατότητές τους αυτά τα άτομα συμπεριφέρονται σαν να είναι κατώτερα, ηλίθια ή αποκρουστικά.  Ένα παιδί που φοβάται πως δεν το συμπαθεί κανείς, δεν θα ανακαλύψει ποτέ πόσο συμπαθητικό μπορεί να γίνει. Ένα κορίτσι που πιστεύει ότι είναι τόσο αποκρουστικό, ώστε ποτέ δεν θα το προσέξει κάποιο αγόρι, συμβάλλει με το άγχος του στην κακή του εμφάνιση, που κάνει πραγματικότητα τους φόβους του.  Ο μαθητής που φοβάται υπερβολικά ότι δεν θα επιτύχει στις εξετάσεις εμποδίζει τη μελέτη του σε τέτοιο βαθμό, ώστε τελικά να αποτυγχάνει. Ένα άτομο που φοβάται πως δεν μπορεί  να αγαπήσει το Θεό, καταλήγει να απομακρύνει απ’ το νου του κάθε σκέψη γι’ Αυτόν και να ισχυρίζεται με έμφαση ότι δεν πιστεύει. Αυτά είναι τα άτομα που επισκέπτονται ψυχίατρο.    Είναι άρρωστα. Και είναι η ζωτικότητά τους, η πηγή των εσωτερικών τους δυνάμεων που χρησιμοποιείται στην υπηρεσία της αρρώστιας.  Αν και μπορεί το άτομο να κατηγορεί αυτές τις εσωτερικές του δυνάμεις, οι δυνάμεις αυτές δεν έχουν τίποτε το  παθολογικό και το αρνητικό, και υπάρχουν και στα πιο  υγιή άτομα. Όλοι μας πρέπει να αγωνιστούμε για να αναγνωρίσουμε  και να δεχθούμε την εικόνα του Θεού που βρίσκεται μέσα μας και όλοι αποτυγχάνουμε σε κάποιο ποσοστό να κάνουμε αυτόν τον αγώνα.

παπα-Φιλόθεου Φάρου, «ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ», Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ
         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου