Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

        
        Κι έτσι ερχόμαστε στην έννοια του προσώπου. Εάν θέλουμε στη δική μας παράδοση να μιλήσουμε περί γνώσεως του Θεού, όχι ψυχολογικής, όχι συναισθηματικής, όχι γνωσιολογικής, αλλά πραγματικής και κατά φύσιν, τότε πρέπει να μιλήσουμε για γνώση εν προσώπω.  Μόνο πρόσωπα μπορούν να γνωσθούν, γιατί μόνο πρόσωπα μπορούν και θέλουν να έχουν σχέση μεταξύ τους.  Γι’ αυτό η Εκκλησία επέμενε πάντοτε ότι πρέπει να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από την ατομικότητα του και να υπάρξει ως πρόσωπο μέσα στην ιστορία.  Γι’ αυτό – για την παράδοσή μας – μόνο εν προσώποις γνωρίζεται ο Θεός.
       Δεν μπορεί να υπάρξει ένα μόνο πρόσωπο. Για να χρησιμοποιήσω μια παραδοξολογία, εάν υπήρχε ένα πρόσωπο σε όλη την οικουμένη, τότε αυτό το πρόσωπο δε θα υπήρχε. Είναι παραδοξολογία, αλλά το λέω για να φανεί ότι το πρόσωπο υπάρχει μόνο εν σχέσει, εν αναφορά προς ένα άλλο πρόσωπο. Αυτό υπογραμμίζεται σε όλη τη βιβλική παράδοση, ακόμα και στην Παλαιά Διαθήκη, κυρίως όμως στην Καινή Διαθήκη, κι είναι αυτό που ονομάζουμε αγάπη.  Δεν είναι ο έρως της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, ο οποίος ενέχει αναγκαιότητα, εφόσον, για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, η φύση αναγκάζεται να εράται του κάλλους.  Εδώ  πρόκειται για μια άλλη αγάπη, αγάπη εν ελευθερία. Δεν με αναγκάζει τίποτα ν’ αγαπήσω. Θέλω και αγαπάω.
. . .  και είπαμε για γνώση ως σχέση, μιλήσαμε για γνώση εν προσώποις, και τώρα μπορούμε  να μιλήσουμε για γνώση εν αγάπη. Μόνο εν αγάπη μπορεί να υπάρξει η γνώση, όχι μόνο η γνώση του Θεού, αλλά γενικά η γνώση των κτιστών και του ακτίστου,  η γνώση των προσώπων.  Η αγάπη βέβαια είναι μια παρουσία σχέσεως, αλλά αυτή η αγάπη δεν είναι ούτε συναισθηματική, ούτε διανοητική, ούτε ηθική.  Τόσο η συναισθηματική όσο και διανοητική αγάπη κινούνται, όπως είπα, και πιο πριν, στα όρια της φύσεως, δεν προϋποθέτουν σχέση προσώπων.  Μπορεί στο κέντρο μιας τέτοιας συναισθηματικής ή διανοητικής αγάπης να υπάρχει το άτομο.  Ή, για να το πω με άλλα λόγια, η συναισθηματική και η διανοητική αγάπη δεν είναι γνώση του άλλου’ είναι μια (ψευδής) «ολοκλήρωση» του ατομικού «Εγώ». Η αγάπη για την οποία μιλάμε, η αγάπη που είναι γνώση του άλλου, πρέπει να πραγματοποιείται εμπειρικά, στην πράξη τα ίδιας της σχέσης, κι όχι αφηρημένα στα συναισθήματά μου ή στα διανοήματά μου.  Από την άποψη αυτή, αγάπη σημαίνει έναν συνεχή προσδιορισμό της υπάρξεώς μου εν σχέσει προς τους άλλους.

                                                                                                                  Δημήτρης Μαυρόπουλος, ΔΙΕΡΧΟΜΑΝΟΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ, εκδ. Δόμος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου