Παρασκευή 1 Απριλίου 2016



        Για να  καταλάβομε την αληθινή φύση και το «λειτούργημα» - των γιορτών πρέπει να θυμηθούμε πως ο Χριστιανισμός γεννήθηκε και κηρύχτηκε αρχικά σε πολιτισμούς στους οποίους οι γιορτές και τα πανηγύρια αποτελούσαν οργανικό και ουσιαστικό μέρος του τρόπου ζωής και της συνολικής αντίληψης του κόσμου.  Για τον άνθρωπο του παλιού καιρού μια γιορτή δεν ήταν κάτι τυχαίο και «προσθετό» :  ήταν ο τρόπος πού είχε να χαρίσει νόημα στη ζωή του, να τη λευτερώσει από το ζωώδικο ρυθμό της δουλειάς και της ξεκούρασης.  Μια γιορτή δεν ήταν απλώς ένα «διάλειμμα» στη διαφορετικά δίχως νόημα και σκληρή ζωή της δουλειάς, ο καρπός της, η μυστηριακή –ας το πούμε έτσι – μεταμόρφωσή της σε χαρά και επομένως σε ελευθερία. Με τον τρόπο αυτό μια γιορτή βρισκόταν πάντα συσχετισμένη βαθιά και οργανικά με τον καιρό, με τούς φυσικούς κύκλους του καιρού, με ολάκερο το πλαίσιο της ζωής του ανθρώπου μέσα στον κόσμο.   Και είτε το θέλομε είτε όχι, είτε μας αρέσει είτε όχι, ο Χριστιανισμός αποδέχτηκε και έκανε δικό του ατό το θεμελιακά  ανθρώπινο φαινόμενο της γιορτής, όπως αποδέχτηκε και έκανε δικό του ολάκερο τον άνθρωπο και όλες τις ανάγκες του.  Αλλά, όπως και σε όλα τα άλλα, οι Χριστιανοί αποδέχτηκαν τη γιορτή, όχι μόνο χαρίζοντάς της καινούργιο νόημα, μετασχηματίζοντας το «περιεχόμενό» της, αλλά οδηγώντας την, μαζί με ολόκληρο το «φυσικό» άνθρωπο, ίσαμε το θάνατο και την ανάσταση. 
        Ναι, καθώς είπαμε κιόλας,  ο Χριστιανισμός στάθηκε από τη μια μεριά το τέλος κάθε φυσικής χαράς.  Αποκάλυψε την αδυναμία της, τη ματαιότητά της, την πίκρα της – επειδή αποκαλύπτοντας τον τέλειο Άνθρωπο αποκάλυψε την άβυσσο της αποξένωσης του ανθρώπου από το Θεό και την αστέρευτη πίκρα της αποξένωσης αυτής.  Ο σταυρός του Χριστού σήμανε ένα τέλος σε κάθε «φυσική» χαρμονή, την έκανε, στα αλήθεια, αδύνατη. Από την άποψη αυτή η πικρή «σοβαρότητα» του σύγχρονου ανθρώπου  έχει ασφαλώς χριστιανική προέλευση, ακόμα και αν αυτό λησμονήθηκε από τον σύγχρονο άνθρωπο.  Αφού το Ευαγγέλιο κηρύχτηκε στον κόσμο αυτόν, όλες οι απόπειρες να γυρίσομε πίσω σε μια άδολη «παγανιστική χαρά», όλες οι «Αναγεννήσεις», όλες οι «υγιείς αισιοδοξίες» βρίσκονταν καταδικασμένες σε αποτυχία. «Μια μόνο πίκρα υπάρχει», είπε ο Leon Bloy «η πίκρα να μην είσαι άγιος».  Και αυτή η πίκρα που διαποτίζει με τρόπο γεμάτο μυστήριο ολόκληρη τη ζωή του κόσμου, ολόκληρη τη φρενητική και παθητική πείνα και δίψα του για τελειότητα, αυτή είναι που σκοτώνει κάθε χαρά.  Ο Χριστιανισμός έκανε απλώς αδύνατο να χαιρόμαστε τους φυσικούς κύκλους – το θέρο και τα φεγγάρια.  Με το να μεταθέσει την τελειότητα της χαράς στο απρόσιτο μέλλον – ως σκοπό και ως  τέρμα κάθε δουλειάς – έκανε ολάκερη την ανθρώπινη ζωή μια «προσπάθεια» - μια «δουλειά».
       Από την άλλη, ωστόσο, μεριά ο Χριστιανισμός στάθηκε η αποκάλυψη και το δώρημα της χαράς και, με τον τρόπο  αυτόν, το δώρημα της γνήσιας Γιορτής. Κάθε Σάββατο νύχτα στον Αναστάσιμο όρθρο ψέλνομε : ότι, δια του σταυρού, χαράς τα πάντα πεπλήρωται.  Η χαρά αυτή είναι άδολη χαρά, επειδή δεν εξαρτάται από τίποτα σε αυτό τον κόσμο, δεν είναι ανταμοιβή για τίποτε ενδότερο μέσα μας.  Είναι ολοκληρωτικά και απόλυτα ένα δώρο, η «χάρις», η χάρη.  Και όντας άδολο δώρημα, η χαρά αυτή έχει μια δύναμη πού μεταμορφώνει, τη μόνη δύναμη πού στον κόσμο τούτο μεταμορφώνει  πραγματικά.  Είναι η «σφραγίδα» του Αγίου Πνεύματος στη ζωή της Εκκλησίας – στην πίστη, στην ελπίδα και στην αγάπη της.
Alexander Schmemann ”For the Life and The World”, «Γιά να Ζήσει ο Κόσμος» εκδ. Ακρίτας

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου