Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

 

      
 

         Δεν είναι, λοιπόν, συμπτωματικό πως η βιβλική ιστορία της Πτώσης έχει και αυτή επίκεντρο την τροφή.  Ο άνθρωπος έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό.  Ο καρπός του ενός αυτού δένδρου, οποιαδήποτε άλλη σημασία και αν έχει, δεν έμοιαζε με κανέναν από τους καρπούς του Παραδείσου: δεν είχε προσφερθεί ως δώρο στον άνθρωπο.  Δεν τον είχε δώσει, δεν τον είχε ευλογήσει ο Θεός : μια τροφή που βρώση της έμεινε καταδικασμένη να είναι κοινωνία μόνο με τον εαυτό της και όχι με το Θεό. Είναι η εικόνα της αγάπης του κόσμου μόνο για τον κόσμο και η βρώση από τον καρπό αυτό είναι  η εικόνα της ζωής όταν την νοήσουμε ως αυτοσκοπό.

        Η αγάπη δεν είναι εύκολο πράγμα και η ανθρωπότητα προτίμησε να μην ανταποδώσει την αγάπη του Θεού.  Ο άνθρωπος αγάπησε τον κόσμο, αλλά τον κόσμο ως αυτοσκοπό και όχι ως αντικατοπτρισμό του Θεού.  Ο άνθρωπος το έκανε αυτό συστηματικά, ώστε τώρα αυτό πέρασε μέσα «στην ατμόσφαιρα», καθώς λένε. Το βρίσκει φυσικό να νιώθει τον κόσμο θολvμένο, όχι διαπερασμένο από την μια ‘άκρη ως την άλλη από την παρουσία του Θεού.  Το βρίσκει  φυσικό να μη ζει μια ζωή ευχαριστίας απέναντι στο Θεό που του χάρισε    

        Ο κόσμος είναι ένας πεσμένος κόσμος, επειδή ξέπεσε μακριά από την επίγνωση πως ο Θεός είναι τα πάντα εν πάσι (all in all). Το προπατορικό αμάρτημα που μαραζώνει τον κόσμο είναι η συσσώρευση αυτού του παραμελήματος του Θεού από μέρους μας. Και ακόμα και η θρησκεία του πεσμένου αυτού κόσμου δεν μπορεί να τον γιάνει ή να τον λυτρώσει, γιατί η θρησκεία αυτή δέχθηκε να περιορίσει το Θεό σε μια περιοχή λεγομένη «ιερή» («πνευματική», «υπερφυσική») – περιοχή αντίθετη από το «βέβηλο» κόσμο. Παραδέχτηκε την κοσμικότητα (secularism), που όλα θέλει να τα περιλάβει και που δοκιμάζει να κλέψει με τρόπο τον κόσμο από το Θεό.

       Η φυσική εξάρτηση του ανθρώπου από τον κόσμο ήταν προορισμένη να μεταμορφώνεται ολοένα σε κοινωνία με το Θεό, στον οποίο βρίσκεται κάθε ζωή. Ο άνθρωπος ήταν προορισμένος να είναι ο ιερέας μια Ευχαριστίας, μια προσφοράς ρου κόσμου στο Θεό, και στην προσφορά αυτή να λαβαίνει το δώρο της ζωής. Μα στον πεσμένο κόσμο ο άνθρωπος δεν έχει τη ιερατική δύναμη να πράξει το όμοιο.  Η εξάρτηση του αυτή από τον κόσμο τον βραχυκυκλώνει, η αγάπη του ξεστρατίζει από τον προσανατολισμό της. Εξακολουθεί να αγαπάει, εξακολουθεί να πεινάει. Γνωρίζει πως εξαρτάται από αυτό που βρίσκεται πέρα από αυτόν. Η αγάπη του όμως και η εξάρτησή του πηγαίνουν μονάχα στον κόσμο καθαυτόν. Δε γνωρίζει πως η ανάσα του μπορεί να γίνει κοινωνία μα το Θεό. Δεν καταλαβαίνει πως με το φαγητό του  μπορεί να λάβει από το Θεό μια ζωή που προχωράει πέρα  από τη φυσική σημασία της.  Λησμονάει πως ο κόσμος, ο αέρας του ή τροφές του δεν μπορούν από μόνα τους να γεννήσουν ζωή, παρά μονάχα όντα λαβαίνομε και τα δεχόμαστε για χάρη του Θεού, μέσα στο Θεό, ως πράγματα που μεταφέρουν το θεϊκό δώρο της ζωής.  Από μόνα τους μπορούν να γεννήσουν μονάχα μια φαινομενική ζωή.

Alexander Schmemann “For the Life and the World”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου