Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

 

ο Νήφωνας ο Κελλιώτης

 Όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Πορφύρης ήτανε δώδεκα χρονώ. Είδε που φέρανε από το χωράφι το ξυλιασμένο κορμί, τυλιγμένο σε μια κουβέρτα.  Μαζεύτηκε το χωριό, είπανε πως τον χτύπησε το μουλάρι στα νεφρά.

 Η μάνα του Πορφύρη είχε οχτώ παιδιά.

Έκλαψε τον σκοτωμένο μέρες και νύχτες, όσο μπορούν να κλάψουν δυό μάτια ανθρώπινα .Ύστερα ήρθε ο παπάς στο σπίτι, να κουβεντιάσουν με τη μάνα για τα παιδιά.  Είπανε, να κρατήσει η χήρα τα μισά, και τ’ άλλα μισά, να βρουν αλλού ψωμί.

 Ο παπάς έστειλε τα δυο μεγάλα αγόρια στη χώρα, στη δούλεψη του Δεσπότη. Ίσως αργότερα να πήγαιναν και στο σχολείο.  Τη μικρή αδελφούλα, τη Λενίτσα, ένα σγουρόμαλλο αγριμάκι, το πήρε η αδελφή του μακαρίτη, στο διπλανό χωριό. Και για τον Πορφύρη, αποφάσισαν να πάει λίγα χρόνια στο Όρος, στον αδελφό της μάνας, τον καλόγερο, κι’ αργότερα, αν θέλει να γίνει παπάς.

Έτσι ξεκίνησε ο Πορφύρης για το Όρος. Η μάνα ετοίμασε ένα μπογαλάκι ρούχα και λίγο παξιμάδι για το δρόμο.  Φίλησε τον Πορφύρη κι ο Πορφύρης έκλαιγε.

Έκλαιγε κι η μάνα, γιατί αυτός ο γιός ήταν ο πιο αγαπημένος.  Ύστερα ο παπάς τον πήγε στην Αρναία που δεν ήταν μακριά.  Βρήκε μια συντροφιά προσκυνητές και τους παράδωσε τον Πορφύρη.

 Ο δρόμος για το όρος πήγαινε τότε από την ξηρά κι ήταν λιθόστρωτος, από την Ιερισσό στη Λαύρα.

Ο Πορφύρης χάζευε τα δάση, τη θάλασσα κι όταν έφτασαν στο Όρος θαύμαζε  τα μεγάλα μοναστήρια και τις εκκλησιές.

Αλλά ο θείος του, ο καλόγερος, δεν ήταν σε μοναστήρι, ήταν από τους αυστηρούς και ζούσε στην έρημο. Όταν κάποτε έφτασε ο Πορφύρης ως εκεί , είδε ένα δίπατο καλύβι, χτισμένο άκρη στο βράχο. Μπροστά γκρεμός, στο πλάι γκρεμός, μόνο στο πίσω μέρος είχε μονοπάτι.  Ο γέροντας τον έστησε μπροστά του, τον κοίταξε ίσα στα μάτια, είπε πως μοιάζει του πατέρα του. Είδε και το παιδί τον γέροντα που έμοιαζε της μάνας έτσι ψηλός με ρουφηγμένο πρόσωπο και μεγάλη γενειάδα. Ήταν και ένας διάκος, υποτακτικός στο καλύβι.  Στρώσανε τον Πορφύρη για να κοιμηθεί, μια κουρελού για στρώμα και δυό κουβέρτες για σκέπασμα.

Ήρθε η νύχτα και το παιδί φοβότανε, τόση ερημιά στον τόπο και τόσο σκοτάδι.  Έπιασε να κλαίει κρυφά, μέχρι που αποκοιμήθηκε.

Έτσι ο Πορφύρης μπήκε στη ζωή των καλογέρων.  Του φόρεσαν ένα ρασάκι κι έναν σκούφο.  Έμεινε ακούρευτος κι όταν τρίχωσε το πρόσωπό του άρχισε να φτιάχνει γένι.  Έμαθε όλες τις δουλειές και τις έκανε πρόθυμα.  Άναβε φωτιά,  ψευτομαγείρευε, έφερνε νερό, μάζευε και το βρόχινο. 

Στο καλύβι του γέροντα δεν κοιμόντουσαν τη νύχτα.  Όταν σκοτείνιαζε, ο καθένας στο κελλί του έλεγε την ευχή του Ιησού, μετρώντας τούς κόμπους στο κομποσχοίνι.  Ο γέροντας δίδαξε και στο παιδί να λέει την ευχή. Τέσσερις ώρες από τη δύση του ηλίου, διάβαζαν τα γράμματα. Τελείωναν με την πρώτη αυγή.

Ύστερα αναπαύονταν λίγες ώρες. Τη μέρα πελέκαγαν μικρούς ξύλινους σταυρούς και φρόντιζαν δυο μέτρα περιβολάκι με κουκιά, ρεβύθια  και δυο μυγδαλιές. Μαγείρευαν κουκιά, ρεβύθια και στις γιορτές κανένα ψάρι από τη θάλασσα.

Τα χρόνια περνούσαν κι ο Πορφύρης δεν έδειξε ποτέ κόπο ή αντίρρηση.  Έλα εδώ Πορφύρη! Ευλογείτε γέροντα. Τρέξε εκεί Πορφύρη!  Ευλογείτε γέροντα.  Το πρόσωπό του στέγνωσε και σοβάρεψε, σα να μην ήταν πρόσωπο παιδιού. Οι αναμνήσεις απόμειναν μέσα  του μακρινές, λίγο τη μάνα θυμόταν, άλλη γυναίκα δεν ήξερε, αυτήν και την Κυρία Θεοτόκο, και συχνά κοιτάζοντας την εικόνα τις μπέρδευε. Άνθρωπος κοσμικός δεν έφτασε ποτέ στο καλύβι, ούτε ξυλοκόπος, μόνο τους καλογέρους έβλεπε στο πέρα κονάκι, όταν πήγαινε τους σταυρούς κι έπαιρνε τρόφιμα.

Έτσι έγινε είκοσι χρονώ ο Πορφύρης κι ο γέροντας είπε πως είναι καιρός να πάρει τη δωρεά του μεγάλου σχήματος. Τον  κάνανε λοιπόν μοναχό, μεγαλόσχημο.  Του άλλαξαν το όνομα, τον είπανε Νήφωνα.

Ο Πορφύρης απόμεινε μέσα στις αναμνήσεις μαζί με τη μορφή της μάνας και το κορμί του πατέρα τυλιγμένο στην κουβέρτα. Άλλο τίποτε δεν άλλαξε στη ζωή του, μόνο που φόρεσε τα σημάδια του μεγαλόσχημου. Ι(ησούς), Χ(ριστός), ΝΙ(κά), στη μέση ένας σταυρός πάνω από το κρανίο του Αδάμ. Τ(τούτο)Σ(ημείον)Φ(οβερόν)Δ(αίμοσι).

Στην άκρη του βράχου οι μέρες κι οι νύχτες κυλούσαν καθώς το βρόχινο νερό. Ο γέροντας κατάπεσε, σέρνονταν το βήμα του κι η φωνή αδυνάτισε.  Τότε ήταν που έφτασε στο καλύβι ο πρώτος άνθρωπος από τον κόσμο, ένας αρχιμανδρίτης, πρωτοσύγκελος, με σιδερωμένο ράσο κι άσπρα μανικέτια.  Τον κέρασαν σύκα και ρακί.  Έμεινε  μαζί τους και στην αγρυπνία.  Το πρωί ξεμονάχιασε τον Νήφωνα, ρωτούσε  τα χρόνια του και τα γράμματα που ξέρει. Να τον πάρω στην πόλη, είπε στον γέροντα.  Θα πάει στη σχολή να βγει κληρικός.  Ότι πει μοναχός του, απάντησε ο γέροντας. Κι ο Νήφωνας είπε όχι, χωρίς κι ο ίδιος να ξέρει γιατί, μόνο του είπε «όχι».

Δεν πέρασαν μέρες πολλές και κάποια νύχτα ο γέροντας άφησε στη μέση  την αγρυπνία του.  Ξάπλωσε στα στρωσίδια του κι όταν ο ήλιος ψήλωσε, το πρόσωπό του ήταν λευκό, σαν τη γενειάδα του.  Δε σάλεψε. Ήρθε ο παπάς από τη σκήτη, τον δίπλωσαν στο ράσο, τον έρραψαν μέσα, και τον απόθεσαν στη ρίζα της μυγδαλιάς, δίπλα στο περιβολάκι. Ο Νήφωνας μάζεψε αγριολούλουδα και στόλισε το σταυρό.

Έφτιαξε κι ένα καντήλι για τον τάφο, με το περισσευούμενο ποτήρι του γέροντα.

Ο καινούργιος γέροντας ήτανε δύστροπος, είχε ρευματισμούς και θύμωνε, τάβαζε με τον Νήφωνα. Ο Νήφωνας δεν ήταν πια παιδί, μα δε γύριζε ποτέ λέξη στο γέροντα. Πέρασαν οι δυο τους δέκα χρόνια ζωής.

Στο τέλος των δέκα χρόνων ήρθε ο δεύτερος επισκέπτης στο καλύβι.  Ήταν ο αδερφός του Νήφωνα, είχε γίνει στην πόλη παπάς. Ο Νήφωνας του φίλησε το χέρι κι εκείνος τον φίλησε στο μέτωπο.  Ήταν παντρεμένος, είχε και τρία παιδιά.  Του είπε για τη μάνα, που είχε πεθάνει πριν πέντε χρόνια. Του είπε και για την αδελφούλα, τη μικρή μικρή, τη Βάγγω που είχε πεθάνει με το Δάγκειο πυρετό.  Η Λενίτσα ήταν παντρεμένη στο χωριό, ο άλλος αδελφός βγήκε γιατρός και ζούσε στην πόλη, έμειναν κι άλλοι δυο, ο  πιο μικροί, που τελείωναν τώρα το γυμνάσιο.

Ο Νήφωνας χάραξε στη μέση ένα χαρτί.  Έγραψε στη μια τους ζώντες, στην άλλη τους τεθνεώτες. Έβαλε πρώτο το γέροντα, ύστερα τον πατέρα, τη μάνα και τη μικρή Ευαγγελία. Μα και οι ζώντες ήταν  στη μνήμη του τόσο μακρινοί, συχνά δε μπορούσε να τους ξεχωρίσει μες στη σκέψη του.

Ύστερα κι απ αυτά ο Νήφωνας πήρε την ευχή από το γέροντα να φύγει για τα Καρούλια.  Είχε πεθάνει ένας  ρώσος ασκητής κι ο Νήφωνας πήρε το κελλάκι του.  Ήταν χτισμένο καταμεσής στον κατακόρυφο βράχο, στο κοίλωμα της σπηλιάς.

            Εκεί έζησε τα υπόλοιπα χρόνια του ο Νήφωνας.  Κατέβαινε το βράχο κρατημένος από την αλυσίδα, πατώντας σ ασήμαντες προεξοχές της πέτρας, πάνω απ’ τη θάλασσα.  Το κελλί  είχε μια πορτούλα στο πλάγι, μπροστά ένα παραθύρι, το άνοιγες κι έχασκε από κάτω το χάος του γκρεμού.  Το χειμώνα η θάλασσα βόγγαγε σαν πληρωμένο θεριό.

Από δω και πέρα τα χρόνια δε μετριούνται. Ο Νήφωνας ήταν λευκός, κατάλευκος κι ολοένα περισσότερο κυρτωμένος. Τώρα σκάλιζε λιγώτερους σταυρούς, έτρωγε λιγώτερο παξιμάδι και τα κουκιά δεν τάβραζε στη φωτιά, μόνο που τα μούσκευε  για να ξεφλουδίσουν. Μάζευε τη βροχή με το λούκι σ’ ένα πιθάρι και το νερό ευωδίαζε σαν αγιασμός. Το πρόσωπο του γέροντα ήταν ήρεμο κι ένοιωθε χαρούμενος, όσο ποτέ άλλοτε δεν είχε νοιώσει στη ζωή.  Την Κυριακή σκαρφάλωνε στο βράχο, ν’ ανέβει στα Κατουνάκια να λειτουργηθεί, να κοινωνήσει.

Τις άλλες μέρες διάβαζε μόνος του τα γράμματα, όπως πάντα. Έλεγε και την ευχή, ασταμάτητα.

Τα καράβια περνούσαν αλάργα, μα δεν ήξερε να φανταστεί τον κόσμο και τους ανθρώπους μόνο που έκανε το σημείο του σταυρού στα καράβια που περνούσαν, νάχουν  ταξίδι καλό.

Είχε ακόμα κι εκείνο το χαρτί με τους ζώντες και τους τεθνεώτες κάτω από τις εικόνες του. Μόνο που τώρα δεν μπορούσε να ξέρει πια πόσοι από τους αγαπημένους ζουν και πόσοι έφυγαν, Γι’ αυτόν ήτανε όλοι ζωντανοί και τους μνημόνευε στους ζώντες. Ακόμα και τον πατέρα του που τον είδε τυλιγμένο στην κουβέρτα, ακόμα και το γέροντα, που τον έθαψε με τα χέρια του.

Ο Νήφωνας έφυγε τη Λαμπρή.

Είχε ανεβεί στα Κατουνάκια να λειτουργηθεί.  Έστησε τη λαμπάδα του αναμμένη στο στασίδι, προχώρησε στο Άγιο Βήμα και κοινώνησε. Ύστερα γύρισε στο στασίδι, σταύρωσε τα χέρια κι έτσι έγειρε το κεφάλι.

Μερικοί είπαν πως τον είδαν να χαμογελάει.  Η λαμπάδα έκαιγε δίπλα του.

Οι μοναχοί τον σήκωσαν, τον έρραψαν στο ράσο του και τον κατέβασαν στα Καρούλια.  Λίγα μέτρα από το κελλί του, έσκαψαν και τον απόθεσαν ν΄αναπαυτεί. 

Τον έβαλαν έτσι, σα να κοιτάζει το πέλαο.  Στο βράχο είχαν φυτρώσει αγριολούλουδα. Βρήκαν μεσ’ στο κελλί του και το σταυρό έτοιμο. Τον είχε φτιάξει ο ίδιος.

       «Νήφων μοναχός» έγραφε.

 Είχε χαράξει μόνος του τ’ όνομά του στα δίπτυχα των ζώντων.

 

(Του Χρ. Γιανναρά, περιοδικό ΣΥΝΟΡΟ, καλοκαίρι 1964)

Από το «ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΛΠΙΖΟΝΤΕΣ» έκδοση Ι.ΚΟΙΝΟΒΙΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ, ΠΕΝΤΑΛΟΦΟΣ ΠΑΙΟΝΙΑΣ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου