Σάββατο 4 Απριλίου 2020



     

  Η κατάντια της Μαρίας της Αιγυπτίας δεν της αποκλείει τη συνάντηση με τον αναστημένο Κύριο. Όπου  κι αν βρίσκεται κανείς, άμα καταληφθεί από πόθο θεϊκό και από πίστη ζέουσα και θεία… μπορεί να πορευθεί προς αυτή τη συνάντηση. Τη στιγμή που ο άνθρωπος μεταθέτει τον έρωτά του από τα κτίσματα στον κτίστη αρχίζει αυτή η πορεία. Κανείς δεν πρέπει να αποθαρρύνεται από την κατάστασή του. Δεν πρέπει να σκέπτεται πώς γι’ αυτόν δεν υπάρχει η ελπίδα.
        Γιατί άραγε ο Χριστός βλέπει τούς τελώνες και τις πόρνες να είναι πιο κοντά στο Θεό από τους «δικαίους» και να προάγουν στη βασιλεία του Θεού; Γιατί εκείνοι ξέρουν ότι είναι  μακριά από το θεό, ξέρουν πώς βρίσκονται στην εξορία και μπορούν να αισθανθούν την ανάγκη να επιστρέψουν, ενώ οι «δίκαιοι» πιστεύουν στη δικαιοσύνη τη δικιά τους και γι’ αυτό δεν υποτάσσονται στη δικαιοσύνη του Θεού και δεν αισθάνονται την ανάγκη καμιάς επιστροφής. Δεν αισθάνονται την ανάγκη να επιστρέψουν στη βασιλεία του Θεού γιατί πιστεύουν ότι βρίσκονται σ’ αυτήν γιατί είναι βέβαιοι ότι την δικαιούνται και κανείς απ’ όσους είναι βέβαιοι ότι δικαιούνται τη βασιλεία δεν την απολαμβάνει.
        Τα μάτια δύο παιδιών της Εκκλησίας, που βλέπουν όπως τα μάτια του Θεού, μας βοηθούν να δούμε τους τελώνες και τις πόρνες όπως τους βλέπει εκείνος. Ο πρώτος είναι ο Παπαδιαμάντης και ο δεύτερος ο Ντοστογιέφσκυ. Η αμαρτωλή γυναίκα του Παπαδιαμάντη είναι η Χριστίνα, η δασκάλα που συζούσε με τον κομματάρχη τον Παναγή Ντεληκανάτα και την οποία ο Παπαδιαμάντης  περιγράφει ως εξής:
        «Η ταλαίπωρος αύτη, μανθάνουσα, επιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, υπομένουσα, εγκαρτερούσα, έπαιρνε τα νόθα του αστεφάνωτου ανδρός της εις το σπίτι, τα εθέρμαινεν εις την αγκαλιά της, ανέπτυσσε μητρικήν  στοργήν, τα επονούσε και τα ανέσταινε, κι επάσχιζε να τα μεγαλώση, και όταν εγίνοντο δύο ή τριών ετών, και τα είχε πονέσει πλέον ως τέκνα της, τότε ήρχετο ο χάρος συνοδευόμενος από την οστρακιάν, την ευλογιάν και άλλας δυσμόρφους συντρόφους, και της τα έπαιρνε από την αγκαλιά της.
         Τρία ή τέσσερα παιδιά της είχαν αποθάνει ούτω εντός επτά ή οκτώ ετών. Και αύτη επικρέναιτο, εγήρασκε και άσπριζε. Κι έκλαιε τα νόθα του ανδρός της, ως να ήσαν γνήσια ιδικά της. Κι εκείνα τα πτωχά, τα μακάρια, περιίπταντο εις τα άνθη του παραδείσου, εν συντροφία με τ’ αγγελούδια τα εγχώρια εκεί. Εκείνος ουδέν λόγον της έκαμεν πλέον περί στεφανώματος. Κι αυτή δεν έλεγε πλέον τίποτε. Υπέφερεν εν σιωπή.
        Κι έπλυνεν κι εσυγύριζεν όλον τον χρόνον, την Μεγάλην Πέμπτην  έβαπτε τ’ αυγά κόκκινα. Και τας καλάς ημέρας δε είχε τόλμης πρόσωπον να υπάγη κι αυτή εις την εκκλησίαν.
        Μόνον το απόγευμα του Πάσχα, εις την ακολουθίαν της Αγάπης, κρυφά και δειλά εισήρπεν εις τον ναόν, δια ν’ ακούση το  ‘Αναστάσεως ημέρα’ μαζί με τες δούλες και τες παραμάνες.
        Αλλ’ Εκείνος όστις ανέστη ‘ένεκα ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων’, όστις εδέχθη της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα, και του ληστού το μνήσθητί  μου, θα δεχθή και αυτής της πτωχής την μετάνοιαν, και θα της δώση χώρον και τόπον χλοερόν, και άνεσιν και αναψυχήν εις την βασιλείαν Του την αιώνιον».
        Η αμαρτωλή του Ντοστογιέφσκυ είναι η Σόνια, η κόρη του μεθύστακα Μαρμελάντωφ, που κι αυτή όπως και η Χριστίνα η δασκάλα (πόσο απτά φαίνεται η ενότητα της πίστεως ανάμεσα σ’ αυτές τις δυό) θυσιάζει την ίδια την ψυχή της για να σώσει μικρά παιδιά. ‘Όταν θα έλθη ο κριτής, λέει ο Ντοστογιέφσκυ με το στόμα του Μαρμελάντωφ, την ημέρα της κρίσεως, θα ρωτήσει: «Που είναι η κόρη που για την κακιά και φθισικιά μητρυιά της, για παιδιά που δεν ήταν αδέλφια της, μικρή-μικρή ακόμη πούλησε τον εαυτό της; Πού είναι η κόρη που σπλαχνίσθηκε τον επίγειο πατέρα της, τον αδιόρθωτο μεθύστακα, χωρίς να φρίξει από την αποκτήνωσή του;» και θα πει: «Έλα! σ’ έχω κιόλας μια φορά συχωρήσει… Σ’ έχω μια φορά συγχωρήσει…Σήμερα πάλι αφίενταί σοι αι πολλαί αμαρτίαι σου, ότι πολύ ηγάπησας».
        Η Σόνια ήταν μια αγία παρά το γεγονός, ή ίσως ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος, ότι ήταν «ανήθικη». Η μοιχεία της ήταν αγιότερη από την παρθενία πολλών. Η κεντρική έννοια της «αγιότητος» είναι αφοσίωση αφιερωμένη στην υπηρεσία του Θεού.
        Συνεχίζοντας ο Μαρμελάντωφ λέει πώς ο Χριστός θα δεχθεί τους τελώνες και τις πόρνες στη βασιλεία Του. «Πλησιάστε και σεις», θα τους πει, «ξεδιάντροποι. Είσαστε γουρούνια! Φοράτε τη μάσκα του ζώου και έχετε τη σφραγίδα του. Όμως ελάτε και σείς». Και τότε οι δίκαιοι και οι σώφρονες θα διαμαρτυρηθούν. «Κύριε, γιατί τους δέχεσαι αυτούς; Κι Εκείνος θα πει: «Τούς δέχομαι, ώ δίκαιοι, τούς δέχομαι, ω σώφρονες, επειδή ούτε ένας απ’ αυτούς δεν θεώρησε ποτέ άξιο αυτής της τιμής τον εαυτό του…»

παπα-Φιλόθεου Φάρου «ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ» Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου