Σάββατο 18 Απριλίου 2020




«Χριστός Ανέστη! – Αληθώς Ανέστη ο Κύριος». «Πάσχα Κυρίου Πάσχα!», «εορτών  εορτή, και πανήγυρις εστι πανηγύρεων». Χρειαζόμαστε άλλες λέξεις απ’ αυτές; Πράγματι, «μηδείς θρηνείτω πενίαν’ εφάνη γαρ η κοινή Βασιλεία».
      Όμως πριν καλά καλά ακούσουμε τα υπέροχα αυτά λόγια, πριν χαρούμε κι ακουμπήσουμε πάνω τους την πίστη μας, έρχεται έξαφνα η συνειδητοποίηση πως στη διάρκεια αυτή της εόρτιας  νύχτας και της επερχόμενης, απαστράπτουσας ημέρας, μυριάδες είναι οι άνθρωποι εκείνοι που δεν ακούν κι ίσως ποτέ δεν έχουν ακούσει τούτα  τα λόγια. Για πάρα πολλούς ανθρώπους η αναγγελία των λόγων αυτών δεν σημαίνει τίποτα.  Άλλοι επιδεικνύουν ακούγοντάς τα κυνισμό, εχθρότητα και σκεπτικισμό. Πώς μπορείς να χαρείς όταν τόσοι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τη χαρά, δεν την αποδέχονται και κρατούν τις καρδιές τους ερμητικά κλεισμένες απέναντί της; Πώς είναι δυνατόν να εξηγήσεις αυτά τα λόγια  και να αγγίξεις τις καρδιές τόσο πολλών ανθρώπων; Κι ακόμα, πώς είναι δυνατόν να τούς δώσεις πειστικές αποδείξεις; Κι ΄όμως όλη η δυναμική του πασχάλιου θριάμβου ίσως συνίσταται ακριβώς στο γεγονός ότι δεν υπάρχει εδώ τίποτα για να αποδειχθεί. Όλη η ανθρώπινη γνώση, όλες οι ανθρώπινες αποδείξεις αποδείχνονται ολότελα ισχνές μπροστά στην αλήθεια της γιορτής.
       Στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα, στην καρδιά της Ρωσίας, συναντούμε σε μια ιερατική οικογένεια, ένα νέο αγόρι ονόματι Σεργκέι («Σεριόζα») Μπουλγκάκωφ. Ανδρώνεται με μια απλή, άμεση και αστασίαστη πίστη, σαγηνευμένο από την ποίηση και την ομορφιά των Ακολουθιών της Εκκλησίας. Καμιά αμφιβολία,  κανένα εγχείρημα αναζήτησης «αντικειμενικών αποδείξεων¨. «Δεν είχαν περάσει ποτέ από το παιδικό μας μυαλό», έγραφε αργότερα, «ούτε θα ήταν δυνατό να έχουν περάσει τέτοια πράγματα, δεδομένου ότι η λειτουργική ζωή μας είχε διαποτίσει σε μεγάλο βαθμό και αγαπούσαμε το ναό και την ομορφιά των Ακολουθιών του. Πόσο βαθιά, πλούσια και αγνή ήταν η παιδική μας ηλικία! Πώς λούζονταν οι ψυχές μας από το ουράνιο φως που ακτινοβολούσε διαρκώς πάνω τους!».  
        Ήρθε όμως κάποτε η ώρα των «αντικειμενικών αποδείξεων» και της αμφισβήτησης. Βγαίνοντας από την απλή και άδολη παιδικότητά του ο μικρός αυτός Ρώσος, ο φλογερός, τίμιος και ειλικρινής, έπεσε στα χέρια της απιστίας και του αθεϊσμού, στον κόσμο των «καθαρών αποδείξεων» και της νοησιαρχίας. Ο «Σεριόζα» Μπουλγκακωφ, ο γιός ενός ταπεινού ιερέα κάποιου κοιμητηρίου, έγινε ο Καθηγητής Σεργκέι  Νικολάγιεβιτς Μπουλγκάκωφ, ένας από τους μπροστάρηδες του ρωσικού προοδευτισμού της επαναστατικής ιντελιγκέντσια’ ένας από τους ηγέτες της επιστήμης του Μαρξισμού στη Ρωσία.
       Γερμανία -πανεπιστημιακές σπουδές- φιλία με τους ηγέτες του Μαρξισμού -πρώτες επιστημονικές εργασίες -πολιτική οικονομία-δοξασμός και αναγνώριση από ολόκληρη τη ρωσική διανόηση. Αν κάποιος έζησε «στο πετσί του», κατά τη λαϊκή ρήση, ολόκληρη την εξέλιξη της πάλης με την αμφισβήτηση, ήταν σίγουρα αυτός. Αν κάποιος άδραξε όλη την επιστημονική γνώση, τη δόξα και το στέφανο του Μαρξισμού, τότε ήταν πάλι αυτός. Αν υπήρξε κάποιος που απέρριψε την απλοϊκή και ανεύθυνη πίστη, τότε ήταν πάλι αυτός. Πολλά χρόνια της επιστημονικής του καταξίωσης, πολυάριθμοι οι ογκώδεις τόμοι του συγγραφικού του μόχθου, εκατοντάδες οι οπαδοί του… 
        Κι όμως λίγο λίγο όλες οι «αντικειμενικές αποδείξεις» άρχισαν η μία πίσω από την άλλη να γκρεμίζονται και να επιστρέφουν στη σκόνη’  μέχρι που τίποτα δεν έμεινε όρθιο. Τί του συνέβη;   Αρρώστια, τρέλα, κατάθλιψη; Όχι. Καμιά αλλαγή δεν έγινε στις  εξωτερικές συνθήκες της ζωής του. Αυτό που συνέβη ήταν ότι η ψυχή του, η καρδιά της συνείδησής του, έπαψε να αποδέχεται τα επίπεδα ερωτήματα και τις εξίσου επίπεδες απαντήσεις τους. Οι απορίες έπαψαν να είναι εύλογες, οι απαντήσεις έπαψαν να είναι επαρκείς. Έγινε ξαφνικά ξεκάθαρο ότι όλη αυτή η συσσωρευμένη γνώση ήταν ανίκανη  να κομίσει απαντήσεις για οτιδήποτε. Χρηματιστηριακές αγορές, κεφάλαιο, «υπεραξία» τί γνώση μπορεί να κουβαλούν εντός τους όλα αυτά, τί μπορούν  στ’ αλήθεια να μας πουν για την ανθρώπινη ψυχή, την άσβεστη δίψα και την ασίγαστη λαχτάρα της, που στο βαθύτερο επίπεδο, στις μύχιες γωνιές της, παραμένει πάντοτε ακόρεστη;  Κι έτσι ξεκίνησε η επιστροφή στις  πηγές. Όχι το πισωγύρισμα σε μια παιδική πίστη, απλοϊκή και αφελή, ούτε η νοσταλγία της παιδικής ηλικίας -όχι, ο Σεργκέι Μπουλγκάκωφ παρέμεινε για όλη την υπόλοιπη ζωή του ένας διανοούμενος, ένας καθηγητής, ένας φιλόσοφος. Μόνο που πλέον τα βιβλία του άρχισαν να δηλώνουν κάτι άλλο, τα εμπνευσμένα του λόγια άρχισαν να μαρτυρούν μια άλλη πραγματικότητα.
        Αν συσχετίσω το πρόσωπό του με την πασχάλια χαρά, είναι γιατί μου φαίνεται πώς ο π. Σεργκέι Μπουλγκάκωφ με  όλη τη ζωή και την πείρα του ήταν ο πλέον κατάλληλος για να απαντήσει στο ερώτημα που θέσαμε παραπάνω’ τί αποδείξεις μπορεί κανείς να κομίσει για την αλήθεια της πασχαλινής χαράς; Το ασάλευτο ερώτημα  αρχίζει έξαφνα μέσα από το παράδειγμα του Μπουλγκάκωφ να κλονίζεται, διότι εκείνος περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο γνώριζε την ανεπάρκεια και την αναποτελεσματικότητια όλων αυτών των «αποδείξεων». Ήταν πεπεισμένος πως το νόημα του Πάσχα δεν κρύβεται σε «αποδείξεις», ούτε αντλεί την πνευματική του δύναμη απ’ αυτές.
        Αξίζει να σταθούμε σε όσα είπε προς το τέλος της ζωής του για τη γιορτή του Πάσχα: «Όταν οι πόρτες ανοίγουν και εισερχόμαστε στον απαστράπτοντα ναό, οι καρδιές μας ακούγοντας τον υπέροχο Κανόνα της γιορτής γεμίζουν  από ανόθευτη χαρά για την εκ νεκρών Ανάσταση του Χριστού. Τη στιγμή εκείνη τελείται στις καρδιές μας ένα πασχάλιο θαύμα’ αντικρίζουμε  την Ανάσταση  του Χριστού και το ολόλαμπρο φως του προσώπου Του’ ζυγώνουμε το Νυμφίο που εξέρχεται από το μνήμα, Παύουμε τότε να αντιλαμβανόμαστε ότι συμβαίνει γύρω μας κι είναι σαν να εξερχόμαστε από  τον εαυτό μας.  Μέσα στη σιωπή του ακύμαντου χρόνου, στο πύρωμα του καθάριου λευκού της πασχάλιας γιορτής, κάθε γήινο χρώμα ξεθωριάζει κι οι ψυχές μας σαγημεύονται από το άφατο φως της Ανάστασης –«νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γή και τα καταχθόνια». Τη νύχτα της Ανάστασης προσφέρεται η δυνατότητα εισόδου στο βασίλειο της δόξης, στη Βασιλεία του Θεού. Η γλώσσα αυτού εδώ του κόσμου δεν έχει λέξεις για να εκφράσει την αποκάλυψη που συντελείται τη νύχτα της Ανάστασης, και την αμόλυντη χαρά της. Πάσχα σημαίνει αλήθεια, ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι αγίω. «Χαίρετε!», αυτή ήταν η πρώτη πρώτη λέξη που είπε ο αναστημένος Κύριος στις μυροφόρες. Κι όταν αντάμωσε με τους Αποστόλους, τα πρώτα Του λόγια ήταν «ειρήνη υμίν (Λουκ. 24,36».
        Πρέπει με έμφαση να τονίσω πως αυτά τα λόγια του Μπουλγκάκωφ δεν είναι λόγια παιδιού, λόγια κάποιου ανόητου που δεν έχει ακόμα υψωθεί στο επίπεδο της αμφισβήτησης και των «αντικειμενικών αποδείξεων». Είναι λόγια κάποιου που μιλά όταν όλες οι ερωτήσεις έχουν πλέον τεθεί, όταν όλες οι αποδείξεις έχουν πλέον δοθεί. Και αυτό δεν είναι η «απόδειξη» της αλήθειας του Πάσχα, αλλά το φως, η δύναμη και η νίκη της πασχάλιας πανηγύρεως μέσα στον άνθρωπο.
        Γι’ αυτό και τη νύχτα αυτή, τη φεγγοβόλο και χαρμόσυνη, δεν υπάρχει τίποτα  για να αποδείξουμε. Απ’ όλη τη «μωρία» αυτής της χαράς και της επίγνωσης, το μόνο που μπορούμε να φανερώσουμε σε ολόκληρο τον κόσμο -στους εγγύς και τούς απώτερους- είναι μονάχα μία φράση’ «Χριστός ανέστη! Αληθώς ανέστη ο Κύριος!».

Alexanter Schmemann “O Death. Where is Thy Sting?” «Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος», Εκδόσεις Εν πλω     

    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου