Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019


       

Βρισκόμαστε στην αυλή ενός ναού. Θεωρούμε τον ναό, τον βλέπουμε, τον έχουμε απέναντί μας.  Δεν είμαστε μέσα στον ναό. Η αυλή εικονολογεί κάτι, παραπέμπει σε κάτι. Το πρώτο στο οποίο παραπέμπει -αν δεν έχουμε μπει ποτέ μέσα στο ναό- είναι μια θέαση ενυπάρχουσας ελπίδας.  Η στάση μας προς τον ναό υποδηλώνει μια κίνηση προς αυτόν. Επίσης υποδηλώνει μια πρώτη απόφασή μας ότι πάμε προς την ελπίδα της ζωής.  Δηλαδή μια γνώση του ότι εδώ που βρισκόμαστε είμαστε μόνοι μας. Κάτι συμβαίνει, κάτι πρέπει να αλλάξει.  Θα έλεγα ότι είναι μια κίνηση, περίπου όπως μας την περιγράφουν τα ευαγγέλια, προς το Θαβώρ.  Ανεβαίνοντας οι μαθητές προς το Θαβώρ, δεν ξέρουν τί θα συναντήσουν.  Εμπιστεύονται απλώς τον Διδάσκαλο και τον ακολουθούν.  Και θα συναντήσουν την έκπληξη του Θαβώρ.

        Όμως στην αυλή ενός ναού μπορεί να βρίσκεται και κάποιος που έχει βγει από την εκκλησία.  Επομένως, η αυλή μπορεί επίσης να εικονολογεί την εμφάνεια της ψηλαφήσεως της σωτηρίας.  Την σωτηρία  αυτή την έχουμε ψηλαφήσει εντός του ναού.  Έχουμε ψηλαφήσει αυτό που ονομάζουμε ειρηναία κατάσταση, και υπάρχει μια κίνηση εκ του ναού, όπως ακριβώς μια κίνηση των μαθητών από την κορυφή του Θαβώρ προς την ιστορία, προς τον κόσμο.  Ας τα πάρουμε τώρα ένα ένα αυτά τα δύο.


        Το πρώτο είναι μια θέαση προς το καινούργιο, προς το καινόν. Μια τέτοια θέαση -αν η αυλή εικονολογεί τη θέαση προς το καινούργιο- προϋποθέτει την επίγνωση του μη σώου, του φθαρτού.  Δεν μπορείς  να έχεις ελπίδα σωτηρίας, αν δεν έχεις μια αίσθηση ότι αυτό που είσαι δεν είναι σώο, δεν είναι ακέραιο, δεν είναι υγιές.  Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε  και άλλους όρους: τον όρο «θάνατο».    Έχεις μια επίγνωση θανάτου. Ή τον όρο «μεσότοιχον της έχθρας».  (Σ’ ένα από τα εξαιρετικά θεοτοκία των εσπερινών, τα λεγόμενα δογματικά θεοτοκία, η Παναγία καλείται Δέσποινα η οποία γκρέμισε  το μεσότοιχον της έχθρας, και έβαλε στη θέση του μεσότοιχου την ειρήνη –«αύτη το μεσότοιχον της έχθρας καθελούσα, ειρήνην αντεισήξε και το βασίλειον ηνέωξε».)  Θα μπορούσαμε επίσης να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «αταξία» : έχουμε μια αίσθηση αταξίας και ελπίζουμε σε μία τάξη, μία αρμονία. Όλα αυτά παραπέμπουν σε αυτό που λέμε σωτηρία.
        Και εδώ θα εξηγήσω πώς, η δική μας τουλάχιστον παράδοση, αντελήφθη τον όρο σωτηρία.  Η σωτηρία προέρχεται από το ρήμα  σώζειν, ή καλύτερα από το ουσιαστικό σώος.  Σώος είναι αυτός που είναι ακέραιος.  Δηλαδή σωτηρία είναι να βρούμε την κατά φύσιν πραγματικότητα του όντος, αυτό που πραγματικά είναι το όν. Αυτό σημαίνει ότι αυτό που εμφανίζεται ως ον είναι όχι σώο, είναι ασθενές και πρέπει να σωθεί, να θεραπευτεί.  Έργο της Εκκλησίας είναι να θεραπεύσει τον άνθρωπο, να τον κάνει σώο, να τον κάνει ακέραιο, να τον κάνει υγιή.  Αυτό, όπως είπαμε, το επιτυγχάνει η Εκκλησία μόνο με αυτό που είναι. Γιατί είναι  Εκκλησία.  Όχι με ότι κάνει, ούτε με ότι λέει.  Μόνο με αυτό που είναι.

Δημήτρης Μαυρόπουλος, ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ, Εκδόσεις Δόμος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου