Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017



ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η αμαρτία Υπαρκτική αποτυχία και αστοχία

4. «Πέρα από το καλό και το κακό»

        Έτσι, η ηθική αντίληψη που πηγάζει από την ερμηνεία της αμαρτίας ως αποτυχίας και αστοχίας δεν είναι η συμβατι­κή κοινωνική αντίληψη του «καλού» και του «κακού», της αξιομισθίας ή της τιμωρίας, αλλά το δίλημμα ανάμεσα στηζωή και στον θάνατο[13], στην υπαρκτική αλήθεια και γνη­σιότητα ή στην υπαρκτική στέρηση και φθορά. Η Ηθική της Εκκλησίας είναι «πέρα από το καλό και το κακό», αναφέρεται σε πραγματικότητες οντολογικές και όχι σε αγιολογικές κατηγορίες. Το καλό και το κακό είναι κατηγορίες συμβατικές. Λέει ο άγιος Μάξιμος:
«Γνώτε ότι το απλώς λεγόμενον κακόν, ου πάντως κακόν· αλλά προς τι μεν κακόν, προς τι δε ου κακόν. Ωσαύτως και το απλώς λεγομενον καλόν, ου πάντως καλόν, αλλά προς τι μεν καλόν, προς τι δε ου καλόν»[14].

        Η Ηθική της Εκκλησίας δεν έχει σχέση με αυτή την ουσιαστική απροσδιοριστία του καλού και του κακού, που μόνο συμβατικές καταλήξεις και διαμορφώσεις μπορεί να έχει. Αποκλείει την αξιολογική σχετικότητα, δεν αναφέρε­ται σε καμία εθιμική ή συνειδητή σύμβαση που να επιτρέ­πει αντικειμενικές αξιολογήσεις και δικανικές σταθμίσεις. Η Ηθική της Εκκλησίας «κρίνει» τον άνθρωπο αποκα­λύπτοντας την εικόνα του Θεού στο ανθρώπινο πρόσωπο, διαστέλλοντας την ύπαρξη και τη ζωή από την εφήμερη επιβίωση και την ψευδαίσθηση της αυθυπαρξίας.
        Η Εκκλησία αποβλέπει στην ελευθερία του ήθους από σχηματικές διαβαθμίσεις και χρησιμοθηρικούς προκαθορι­σμούς. Σκοπεύει στο ήθος της προσωπικής ετερότητας, της υπαρκτικής ελευθερίας: Όχι να «βελτιωθούν» απλώς οι χαρακτήρες και τα «ήθη» της κοινωνικής συμπεριφοράς, αλλά να αποκατασταθεί ο άνθρωπος στο πλήρωμα της ζωής και της ύπαρξης υπερβαίνοντας τη φθορά και τον θάνατο της κτίστης φύσης του.
Για να πραγματωθεί αυτή η αποκατάσταση, πρέπει να συμβεί στον άνθρωπο μια υπαρκτική αλλαγή —αλλαγή του τρόπον της υπάρξεως—, και σε αυτήν αποβλέπει η Ηθική της Εκκλησίας. Πρέπει να αρνηθεί ο άνθρωπος την εγκύστωσή του στην ατομικότητα, που την αντιπαρατάσσει ως εγώ στις ατομικές φύσεις των άλλων. Να ελευθερωθεί από τις απολυτοποιημένες απαιτήσεις, επιθυμίες και αναγκαιό­τητες της ατομικής του φύσης, που τον δεσμεύουν στην απρόσωπη επιβίωση του είδους. Μόνο με αυτή την απε­λευθέρωση από την υπαρκτικά αυτονομημένη φυσική αναγ­καιότητα μπορεί να υπάρξει ο άνθρωπος ως προσωπική ετερότητα, πραγματώνοντας τη ζωή της αγάπης — δηλαδή ενοποιώντας τη φύση στο υπαρκτικό γεγονός της αυθυπέρβασής της, που είναι η αλληλοπεριχώρηση και κοινωνία των προσώπων.
        Μόνο από αυτή την οδό της ελευθερίας μπορεί να κα­τορθώσει ο άνθρωπος την ομοίωση του με τον Θεό: να αποτελέσει και η δική του φύση γεγονός ζωής και υπαρκτικής πληρότητας, γεγονός ενότητας και κοινωνίας υποστά­σεων ελεύθερων από τη φθορά και τον θάνατο. Αλλά αυτή η υπαρκτική αλλαγή της «μεταποιημένης» από την πτώση ανθρώπινης φύσης ξεπερνάει τις δυνατότητες του ανθρώπου της πτώσης. Είναι κατ' αρχήν έργο του Γενάρχη μιας και­νούργιας ανθρωπότητας, του δεύτερου Αδάμ, του Χρίστου, που συγκεφαλαίωσε στο Πρόσωπο Του και ανέπλασε την καθολική φύση, τον τρόπο υπάρξεως του ανθρώπου. Είναι η υπαρκτική πραγματικότητα της «καινής κτίσεως» του σώ­ματος Του, της Εκκλησίας. Σε αυτή την «ανακαίνιση» της ανθρώπινης φύσης από τον Χριστό θα επανέλθουμε παρα­κάτω.


5. Το ψυχολογικό σύμπλεγμα της ενοχής

         Εδώ ας παρεμβάλουμε μόνο μία συμπληρωματική παρα­τήρηση: Πόσο λυτρωτική είναι για τον άνθρωπο —και ξεχωριστά για τον σημερινό άνθρωπο της μετά τον Φρόυντ εποχής— η ταύτιση της αμαρτίας όχι με την παράβαση και την ενοχή, αλλά με την αποτυχία και αστοχία. Η αντίληψη που καλλιεργήθηκε σε χριστιανικά περιβάλλοντα και που ταύτισε την αμαρτία με τη νομική παράβαση, όπως και τη σωτηρία με την ατομική δικαίωση και εξιλέ­ωση, συνέδεσε στις ανθρώπινες συνειδήσεις τη χριστιανική Ηθική με ένα πλήθος αδιέξοδων ψυχολογικών συμπλεγμά­των. Η προσπάθεια για ατομική δικαίωση και εξιλέωση όχι μόνο αφήνει τον άνθρωπο αλύτρωτο στην αυτονομημένη του ατομικότητα, χωρισμένον από τη δυνατότητα της ζωής που είναι η υπαρκτική ελευθερία της αγάπης, αλλά εμφα­νίζεται συχνά και ως αρρωστημένος εγκλωβισμός στο ψυ­χολογικό «υπερεγώ» ή ως σχιζοφρενική διάσπαση του εγώ ανάμεσα στην πραγματικότητα της ζωής και σε ένα αφη­ρημένο αξιολογικό «δέον».
        Ένα πλήθος εκδηλώσεις της κοινωνικής και ατομικής ζωής του σύγχρονου ανθρώπου —τάσεις και κινήματα στον χώρο της ψυχολογίας, κοινωνιολογίας, φιλοσοφίας, αλλά και της τέχνης, της μόδας και των ηθών— μοιάζουν με προσπάθεια του ανθρώπου να αποτινάξει τη δουλεία του στην ψυχολογική καταπίεση των συμπλεγμάτων ένοχης που του δημιούργησε η νομική αντίληψη της αμαρτίας[15]. Ό,τι χαρακτηρίζουμε «ηθική κρίση» των καιρών μας μοιά­ζει συχνά με απεγνωσμένη προσπάθεια του σύγχρονου ανθρώπου να αμφισβητήσει ή να αρνηθεί τα αξιολογικά σχή­ματα της συμβατικής Ηθικής — μιας Ηθικής που είναι άσχετη με το υπαρκτικό του πρόβλημα και την τραγική περιπέτεια της ελευθερίας του. Μοιάζει η «ηθική κρίση» με προσπάθεια του σύγχρονου ανθρώπου να αυτοβεβαιώσει την ετερότητα και την ελευθερία του υπερβαίνοντας τις απρόσωπες νομικές δεσμεύσεις και τους χρησιμοθηρικούς κανόνες συμπεριφοράς, να μη φοβηθεί την αλήθεια της πτώσης του, ακόμα και την έσχατη αλλοτρίωση του προσ­ώπου του. Είναι, ίσως, προσπάθεια να ελευθερωθεί ο άν­θρωπος από τη σχετικότητα του καλού και του κακού, από το ψεύτικο «υπερεγώ» της κοινωνικής ευπρέπειας, τελικά από τον ψευτοχριστιανικό ιδεαλισμό, τον πλαστό εκείνο «αγγελισμό» των συμβατικών σχημάτων της αξιοκρατικής «Ηθικής».
        Αυτή η αναζήτηση και προσπάθεια του ανθρώπου να δει καταπρόσωπο την αλήθεια του, οποιαδήποτε και αν είναι, η άρνηση του να κρύψει ή να εξωραΐσει την πραγμα­τικότητα της αποτυχίας του από φόβο και νομική ενοχή, αντιπροσωπεύει μια στάση ζωής όχι ολότελα άσχετη με τις βιωματικές προϋποθέσεις για την κατανόηση της ορθό­δοξης εκκλησιαστικής Ηθικής. Ο εγωκεντρικός φόβος για την παράβαση ή ο εξωραϊσμός της αμαρτίας και ο συμβιβασμός μαζί της —προεκτάσεις και συνέπειες του ψυχολογικού συμπλέγματος της ένοχης— δεν βρίσκουν έ­δαφος στο πνευματικό κλίμα αυτής της Ηθικής. Αντίθε­τα, η συνειδητοποίηση της αμαρτίας, υπαρκτικής αποτυ­χίας και αστοχίας, μπορεί ναοδηγήσει με τα μέτρα της Εκκλησίας στην επίγνωση της ανθρώπινης ανεπάρκειας και στην αναζήτηση της Χάρης του Θεού — της ζωής που χαρίζεται στον άνθρωπο ως δυνατότητα μετοχής στην κοινωνία και σχέση με τον Θεό.
        Στην αμαρτία του ανθρώπου, στην αποτυχία του να είναι αυτό που έχει κληθεί να είναι, η Εκκλησία βλέπει μια βεβαίωση της αλήθειας του προσώπου: τη δυνατότητα του ανθρώπου να λέει όχι ακόμα και στη ζωή και στην ίδια την ύπαρξη, να λέει όχι στον Θεό, που μόνο η σχέση και κοινωνία μαζί Του κάνει την ύπαρξη υπόσταση ζωής. Στην αμαρτία του ανθρώπου βλέπει η Εκκλησία την τραγική περιπέτεια της ανθρώπινης ελευθερίας, δηλαδή το ανθρώ­πινο ήθος στην πραγματική-οντολογική του αλήθεια. Το ήθος του ανθρώπου το βλέπει στην αμαρτία (πραγματική εκτροπή) και στη θέωση (πραγμάτωση του τριαδικού τρό­που της υπάρξεως μέσα στην Εκκλησία). Δεν υπάρχουν αφηρημένες θεωρητικές «αρχές» και συμβατικά νομικά «α­ξιώματα» στην Ηθική της Εκκλησίας, καμιά απρόσωπη προστακτική. Η βάση αυτής της Ηθικής είναι το ανθρώ­πινο πρόσωπο, και πρόσωπο σημαίνει μιαν αδιάκοπη δια­κινδύνευση, σημαίνει ελευθερία από κάθε αντικειμενοποίηση, σημαίνει τη δυναμική του θανάτου και της ανάστασης.
 [13] «Οδοί δύο εισί, μία της ζωης και μία του θανάτου [...] η μεν ουν οδός της ζωής εστιν αύτη· πρώτον, αγαπήσεις τον θεόν [...], δεύτερον, τον πλησίον σου ως σεαυτόν»: Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων, 1. 1, 2.
[14] Περί διαφόρων απόρων, Migne P.G. 90, 413B.
[15] Για μια από αυτές τις εκδηλώσεις της σύγχρονης ζωής, συγκεκρι­μένα για τον ερωτισμό που κυριαρχεί στη λογοτεχνία, γράφει χαρακτηριστι­κά ο Alberto MORAVIA: «Ο ερωτισμός που χαρακτηρίζει τη μοντέρνα λογο­τεχνία έχει μια εντελώς δική του μορφή, που δεν μοιάζει με καμιά προηγού­μενη και, πολύ περισσότερο, δεν μοιάζει καθόλου με τον ερωτισμό της πα­γανιστικής λογοτεχνίας. Γιατί, ενώ αυτή η δεύτερη κλείνει μέσα της όλο τον αυθορμητισμό και την αθωότητα μιας πράξης φυσιολογικής και όχι αξιοκατάκριτης, στην οποία δεν έχει εισχωρήσει ακόμα το μικρόβιο της χριστιανι­κής αμαρτίας, η μοντέρνα λογοτεχνία δεσμεύεται στην έκφραση της από τη χριστιανική εμπειρία και τις προκαταλήψεις της. Και ο αγώνας ακριβώς της νεότερης λογοτεχνίας εντοπίζει την προσπάθεια του στην απελευθέρωση από τα χριστιανικά ταμπού και τις υποκριτικές απαγορεύσεις της 'Ηθικής. Γι’ αυτό και η ελευθερία αυτή δεν μπορεί ποτέ να έχει την τεράστια δύναμη μιας υποσυνείδητης κατάστασης, αλλά περιέχει οπωσδήποτε την επίγνωση μιας επανακατάκτησης. Σαν κάτι που το είχαμε χαμένο και το ξαναβρίσκουμε»: L’ homme. Paris (Flamarion) 1965, σελ. 322 (: L' érotisme en littérature).
ΠΗΓΗ : enoriako.info/Συγγραφείς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου