Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017



ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η αμαρτία Υπαρκτική αποτυχία και αστοχία
2. Η διαιώνιση της πτώσης

Γι' αυτό ο πρώτος τεμαχισμός της φύσης είναι και οριστι­κός· η πρώτη ελεύθερη εκλογή της ατομικής αυτοτέλειας έχει τελεσίδικα διασπάσει τη φύση, έχει καταδικάσει τη θέληση των υπόλοιπων προσώπων να είναι μόνο μια ατο­μική θέληση που εκφράζει και επιβάλλει τις αναγκαιότητες της τεμαχισμένης φύσης. Η φυσική ανάγκη για την επι­βίωση της ατομικότητας αντιστρατεύεται ή και δεσμεύει την προσωπική ελευθερία και ετερότητα, που μόνο ως α­γάπη μπορεί να πραγματωθεί, πέρα από κάθε φυσικό κα­θορισμό και αναγκαιότητα. Η ελευθερία του προσώπου δεν αναιρείται, μόνο αλλοιώνεται και μεταβάλλεται σε αν­τιθετική διάσταση με τη φύση, σε αδιάκοπη διπολική αντι­θετική φορά, βιώνεται σαν τραγικός διχασμός της ανθρώ­πινης ύπαρξης: «Βλέπω έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω οντι εν τοις μέλεσί μου» (Ρωμ. 7, 23).

Μετά τον πρώτο τεμαχισμό η φύση αποκτά μια δυνα­μική φορά να απολυτοποιηθεί ως ατομική αυτοτέλεια. Για­τί η φύση δεν υπάρχει παρά μόνο ως προσωπική υπόσταση, και ο πρώτος άνθρωπος ταύτισε το γεγονός της ύπαρξης όχι με την προσωπική ετερότητα της φυσικής του υπόστα­σης (που πραγματώνεται ως αγαπητική κοινωνία και σχέ­ση ελεύθερη από φυσικούς προκαθορισμούς), αλλά με την επιβίωση και αυθυπαρξία της φυσικής του υπόστασης. Έ­τσι, κάθε καινούργιο ανθρώπινο πρόσωπο γεννιέται υπο­ταγμένο στην ανάγκη της ατομικής του φύσης να επιβιώσει ως υπαρκτική αυτοτέλεια· γεννιέται με την καταδίκη να είναι φορέας μιας ατομικής-φυσικής θέλησης υποταγμένης στην απολυτοποιημένη ανάγκη της επιβίωσης.

Γι' αυτό και με κάθε φυσική γέννηση πραγματώνεται εξακολουθητικά και αναπόφευκτα ο τεμαχισμός της φύσης, αφού η κάθε γέννηση είναι προσθήκη μιας ακόμα ατομικής φοράς προς την υπαρκτική αυτοτέλεια μέσα στα όρια της κοινής φύσης. Κάθε ατομικότητα διεκδικεί από τις άλλες ατομικότητες το απόλυτο δικαίωμα να υπάρχει καθεαυτήν: κυριαρχείται από φυσική-ενστικτώδη ανάγκη επιβίωσης, διαιώνισης και επιβολής, γιατί είναι αυτή (η κάθε ατομι­κότητα) που εξαντλεί τις υπαρκτικές δυνατότητες της φύ­σης.

Έτσι, αποδεικνύεται αληθινός ο τραγικός λόγος του Σαρτρ «το προπατορικό μου αμάρτημα είναι η ύπαρξη του άλλου»[2]. Ο «άλλος» είναι πάντοτε μια επιβεβαίωση του αναπόφευκτου τεμαχισμού της φύσης, κάθε «άλλος» είναι μια άμεση εμπειρική πιστοποίηση της αδυναμίας του προσώπου να αναιρέσει τη δυναμική φορά κατατεμα­χισμού της φύσης σε ατομικές αυτοτέλειες — ο «άλλος» είναι η καταδίκη μου να είμαι φορέας μιας ατομικής-φυσικής θέλησης για επιβίωση. Γιατί αυτή η θέληση δεν είναι καρπός ελευθερίας, αλλά ορμή, ένστικτο και ανάγκη, είναι η υποταγή της προσωπικής ετερότητας στη φυσική απαί­τηση επιβίωσης του είδους. Απαίτηση βασανιστική, αφού πραγματώνεται μόνο ως ανταγωνιστική αναμέτρηση με την υπαρκτική αυτοτέλεια των άλλων ατομικοτήτων.
Γι' αυτό και «οι άλλοι είναι η κόλαση», όπως λέει και πάλι ο Σαρτρ στο Κεκλεισμένων των θυρών[3]. Στη γραφί­δα του Σαρτρ η έκφραση αυτή σημαίνει φανερά ότι η κό­λαση του ανθρώπου δεν είναι μια ατομική τιμωρία που του επιβάλλεται αντικειμενικά. Το στοιχείο του κολασμού στην κόλαση του ανθρώπου είναι οι «άλλοι». Η αποτυχία της προσωπικής ύπαρξης να αποτελέσει οντολογική υπόσταση: η έκπτωσή της σε φυσική ατομικότητα, που διεκδικεί το απόλυτο δικαίωμα να υπάρχει αυτόνομα, την αντιθέτει στις ατομικές φύσεις των «άλλων». Έτσι, ο «άλλος» γίνεται η βεβαίωση της υπαρκτικής μου αποτυχίας, της αδυναμίας μου να υπερβώ τη φυσική μου θέληση, που έχει ταυτιστεί με την αυτοάμυνα του βιολογικού και ψυχολογικού εγώ. Ο «άλλος» είναι η κόλαση γιατί μου αποκαλύπτει βασανιστι­κά την τραγική καταδίκη της ατομικής μου αυτοτέλειας, την αδυναμία να υπάρξω ελεύθερος από τους φυσικούς προ­καθορισμούς αγαπώμενος και αγαπώντας.

Ο Ντοστογιέβσκυ είχε προηγηθεί του Σαρτρ στον ορι­σμό της κόλασης, μέσα από την ίδια προοπτική, αλλά με πληρέστερη διατύπωση: «Κόλαση είναι το μαρτύριο του να μην αγαπάει κανείς»[4]. Αυτός ο ορισμός σημαίνει ότι οι «άλλοι» είναι μόνο η αφορμή για τη δική μου κόλαση, ενώ η αίτια βρίσκεται στη δική μου αδυναμία σχέσης, στον δικό μου εγκλωβισμό στην εγωκεντρική αυτονομία της α­τομικότητας. Γι' αυτό και η κόλαση γίνεται πιο βασανι­στική όταν ο «άλλος» δεν είναι μια ατομικότητα σε υπαρκτική απόσταση που μηδενίζει τη δυνατότητα της σχέσης, αλλά είναι ένα Πρόσωπο, που με αγαπητική αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά με καλεί στην ύπαρξη και στην «όντως ζωή» της αγάπης, ενώ εγώ επιμένω στην ατομική μου αυτοτέλεια. Η κόλαση είναι ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου, ο αυτοεγκλωβισμός του στη βασανιστική στέρηση της ζωής, η θεληματική άρνηση κοινωνίας με τη θεία ερωτική αγαθότητα — την «όντως ζωή».

[2] «Ma chûte originelle c' est l' existence de l' autre»: L' Être et le Néant, Paris (Gallimard) 1943, σελ. 321.
[3] Huis Clos, στο τέλος της πέμπτης σκηνής: «L' enfer, c' est les Autres». — Βλκαι ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥΠερί διαφόρων απόρων, Migne PG. 90. 256Β: «'H μία φύσις εις μυρία κατεμερίσθη τμήματα· και οι της αυτής φύσεως, αλλήλων εσμέν δίκην ερπετών θηρίων παραναλώματα».
[4] Αδελφοί Καραμάζωφ, Α', 6, ΙΙΙ: Από τις διδαχές και ομιλίες του στάρετς Ζωσιμά, θ'.

ΠΗΓΗ :enoriako.info


3. Υπαρκτική «μεταποίηση» της φύσης

Ο εγκλωβισμός στην ατομικότητα είναι η αποτυχία του ανθρώπου να πραγματώσει την προσωπική του ετερότητα ως ελευθερία από τη θνητή φύση. Είναι η έκπτωση του από την πληρότητα ζωής του τριαδικού τρόπου της όντως ύ­παρξης, από την προσωπική αλληλοπεριχώρηση και αγαπητική κοινωνία. Αυτή η έκπτωση είναι αμαρτία, δηλαδή αστοχία ως προς την υπαρκτική αλήθεια και γνησιότητα. Η πατερική παράδοση επιμένει σε αυτή την ερμηνεία της αμαρτίαςως αποτυχίας και αστοχίας, απώλειας του «τέ­λους», του σκοπού ή του στόχου, που είναι για την ανθρώ­πινη φύση η υπαρκτική της αυθυπέρβαση στο γεγονός της αγάπης. Γράφει χαρακτηριστικά ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Η αποτυχία και αδυναμία το κακόν εισάγει, τη στερήσει του κατά φύσιν το παρά φύσιν ποιούσα»[5]. Και άλλου, σχολιάζοντας τον συγγραφέα των Αρεοπαγιτικών Συγγραμμάτων:

«Αμαρτίαν, τουτέστιν ατευξίαν και απόπτωσίν τινα του προσήκοντος, αυτό το της στερήσεως καλεί και άσκοπον, αντί του παρά τον σκοπόν βάλλον, εκ μεταφοράς των τοξευόντων. Του αγαθού και της κατά φύσιν κινήσεως, ήτοι τάξεως, αποτυγχάνοντες, φερόμεθα εις την παρά φύσιν άλογον και παντελά και ανούσιον ανυπαρξίαν»[6].

Οι Πατέρες της εκκλησίας αρνούνται να δουν την αμαρτία υποστατικά, σαν υπόσταση ζωής διαφορετική από τη μόνη ύπαρξη που υποστασιάζει τη ζωή και που είναι η θεία προσωπική αγαθότητα. Η αμαρτία δεν είναι μια φύ­ση, φύση κακή που υπάρχει υποστατικά σαν ένας πόλος ύπαρξης αντίθετος στή θεία ύπαρξη και ζωή της αγάπης. Δεν υπάρχει τίποτα μέσα στη δημιουργία του Θεού που να είναι υποστατικά και φυσικά κακό, ούτε αυτός ο διάβολος[7]. Η αμαρτία είναι αποτυχία, αποτυχία ως προς την ύπαρξη και τη ζωή, η αποτυχία των προσώπων να πραγματώσουν το υπαρκτικό τους «τέλος», να βεβαιώσουν και να συντη­ρήσουν τη μοναδικότητα της υπόστασης τους με την αγάπη.
Αυτή η αποτυχία των προσώπων έχει οπωσδήποτε συνέπειες στη φύση του ανθρώπου, αφού αλλοιώνει τη φύ­ση και την τεμαχίζει, μεταθέτει τις υπαρκτικές δυνατότη­τες της φύσης από την προσωπική ετερότητα και ελευθερία στην ενστικτώδη και απολυτοποιημένη ανάγκη επιβίωσης της ατομικότητας. Αλλά η υπαρκτική «μεταποίηση» της φύσης[8] δεν σημαίνει και την ουσιαστική μεταβολή της σε φύση κακή. Ο άγιος Μάξιμος, για να αποκλείσει μια τέ­τοια ερμηνεία, φτάνει να χαρακτηρίζει την πτώση της φύ­σης «αμαρτία αδιάβλητη» σε σχέση με τη διαβλητή αμαρ­τία της προαίρεσης. Γράφει:

«Φθαρείσα πρότερον του κατά φύσιν λόγου του Αδάμ η προαίρεσις, την φύσιν εαυτή συνέφθειρεν, αποθεμένη της απάθειας την χάριν, και γέγονεν αμαρτία· πρώτη μεν και ευδιάβλητος, η προς κακίαν από του αγαθού της προαιρέ­σεως έκπτωσις· δευτέρα δε δια την πρώτην, η της φύσεως εξ αφθαρσίας εις φθοράν αδιάβλητος μεταποίησις. Δύο γαρ αμαρτίαι γεγόνασιν εν τω προπάτορι κατά την παράβασιν της θείας εντολής· η μεν διαβεβλημένη· η δε αδιά­βλητος, αιτίαν έχουσα την διαβεβλημένην. Και η μεν, προ­αιρέσεως εκουσίως αποθεμένης το αγαθόν· η δε, φύσεως ακουσίως διά την προαίρεσιν αποθεμένης την αθανασίαν»[9].

Η υπαρκτική «μεταποίηση» της φύσης, η έκπτωση από την «όντως ύπαρξη» της προσωπικής αλληλοπεριχώρησης και αγαπητικής κοινωνίας στη φθορά της αυτονομημένης αλλά θνητής ατομικότητας, είναι έκπτωση από το Είναι — ένα είδος «ανυπαρξίας», όπως είπε σε κάποιο παραπάνω απόσπασμα ο άγιος Μάξιμος. Η αμαρτία είναι ένας τρό­πος υπάρξεως «παρά» την ύπαρξη, «παρά φύσιν» (αφού τεμαχίζει και διαστρέφει τη φύση), ένας χωρισμός από το Είναι, αποκλεισμός από τη ζωή.
Ξεκινώντας από μια τέτοια αντίληψη —πραγματική, υπαρκτική— της αμαρτίας, η ορθόδοξη παράδοση της Εκ­κλησίας αρνήθηκε να εξαντλήσει τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό σε πλαίσια δικανικά, νομικά, αρνήθηκε να δει την αμαρτία σαν ατομική παράβαση ενός δεδομένου α­πρόσωπου κώδικα συμπεριφοράς που μόνο ψυχολογική ένοχη γεννάει. Ο Θεός της Εκκλησίας, όπως Τον γνώρι­σε και Τον κήρυξε η ορθόδοξη εμπειρία και παράδοση, δεν είχε ποτέ σχέση με τον Θεό της δικανικής παράδοσης, τον Θεό του Άνσελμου και του Αβελάρδου[10] — δεν κατανοήθηκε ποτέ ως θεάς τιμωρός και τρομοκράτης, πρόξενος ποινών και βασανισμού των ανθρώπων.
Ο Θεός είναι «κριτής» των ανθρώπων όχι με την έννοια του δικαστή που αποφασίζει και επιβάλλει την τιμωρία πιστοποιώντας την παράβαση, άλλα είναι κριτής επειδή είναι αυτός που είναι: η δυνατότητα της ζωής και της αλη­θινής ύπαρξης. Όταν ο άνθρωπος αποκόβεται εκούσια από την υπαρκτική αυτή δυνατότητα, αυτόματα «κρίνεται». Δεν είναι η απόφαση, αλλά η ύπαρξη του Θεού που τον κρίνει. Ο Θεός είναι μόνο ένα οντολογικό γεγονός αγάπης και μια έκχυση αγάπης, ένα «πλήθος χρηστότητος», μια παραφορά ερωτικής αγαθότητας.
Επειδή όμως είναι Αυτός η «κατ’ αλήθειαν» ύπαρξη, η υπόσταση της ζωής, υπόσταση προσωπικής ετερότητας, ελευθερίας από κάθε περιορισμό της ύπαρξης, και επειδή ο άνθρωπος πλάστηκε «κατ' εικόνα» δική Του, γι' αυτό η παρουσία του Θεού είναι κριτική για τον άνθρωπο:

«Θεός εις υπάρχουσα [η αγία και ομοούσιος Τριάς] κατά φύσιν δημιουργός, προνοητική τε και κριτική των υπ' αυ­τού πεποιημένων· κοινόν γάρ Πατρός και Υίου και Αγίου Πνεύματος, ώσπερ το δημιουργείν, ούτω δή και το κρίνειν και των πεποιημένων σαφώς προνοείν»[11].

Επιτελώντας την αμαρτία, ο άνθρωπος «ήδη κέκριται»: «αύτη δε εστιν η κρίσις, ότι ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος ή το φως»[12]. Ο άνθρωπος κρίνεται με τα μέτρα της ζωής και της ύπαρξης από την οποία αυτοαποκλείεται. Η αμαρτία είναι μια αυτοκατάκριση και αυτοτιμωρία, που ελεύθερα την επιλέγει ο άνθρωπος όταν αρνείται να είναι προσωπική υπόσταση κοινωνίας με τον Θεό και προτιμάει τη «μεταποίηση» της ύπαρξης του: τον τεμαχισμό της φύ­σης του σε οντικές ατομικότητες — τη φθορά και τον θά­νατο.


[5] Σχόλια εις το περί θείων ονομάτων, Migne P.G. 4, 348C.  
[6] Σχόλια εις το περί θείων ονομάτων, Migne P.G. 4, 305C.  
[7] Βλ. Το πρόσωπο και ο έρως, § 93.
[8] Ο όρος είναι του άγιου ΜΑΞΙΜΟΥ: «Κατάκρισις ουν εστι της προαιρετικής αμαρτίας του Αδάμ, η της φύσεως προς πάθος και φθοράν και θάνατον μεταποίησις· ην ου γέγονε μεν εκ Θεού καταρχάς έχων ο άνθρωπος, εποίησε δε και έγνω, την προαιρετικήν δια της παρακοής αμαρτίαν δημιουργήσας· ης υπάρχει γέννημα σαφώς, η δια του θανάτου κατάκρισις», Περί διαφόρων απόρων, Migne P.G. 90, 408C.
[9] Περί διαφόρων απόρων, Migne P.G. 90, 405C.
[10] Anselm, Aρχιεπίσκοπος του Canterbury, 1033-1109· Pierre Abélard, γάλλος σχολαστικός θεολόγος και φιλόσοφος, 1079-1142. Περισσότερα για τις δικανικές θεολογικές τους θεωρίες και την επίδραση που είχαν αυτές στον θεολογικό και πνευματικό βίο της Δύσης, βλ. στη μελέτη του Ιωάν. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήναι 1957, σελ.12 κ.έ., 87 κ.έ. — Βλ. επίσης, Étienne GlLSON, La Philosophie au Moyen Age, Paris (Payot) 21962, σελ. 243 κ.έ. — Jean COTTIAUX, La conception de la théologie chez Abélard, Revue d' histoire ecclésiastique, 28 (1932), σελ. 247-295, 533-551, 788-828. — Jean JOLIVET, Arts du langage et théologie chez Abélard, Paris (Vrin) 1969, κυρίως στις σελ. 276 κ.έ. — Karl BARTH, Fides quaerens intellectual, Darm­stadt 21958.
[11]  ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Περί διαφόρων απόρων, Migne P.G. 90, 364B.
[12] Ιωαν. 3, 18-19

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου