Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015



Η Θέωσις ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου
Του μακαριστού Καθηγ. Της  Ι.Μ. Γρηγορίου Αγ. Όρους Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη
Το θέμα του προορισμού της ζωής του ανθρώπου είναι πολύ σοβαρό, διότι αφορά το σπουδαιότερο ζήτημα για τον άνθρωπο. Γιά ποιό σκοπό ευρισκόμαστε πάνω στη γή. Άν ο άνθρωπος τοποθετηθή σωστά  στο θέμα αυτό, άν εύρη τον πραγματικό του προορισμό, τότε μπορεί να τοποθετηθή σωστά και στα επί μέρους και καθημερινά ζητήματα της ζωής του, όπως είναι οι σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, οι σπουδές του, το επάγγελμα, ο γάμος, η απόκτησις και ανατροφή των παιδιών. Άν όμως δεν τοποθετηθή σωστά σ’ αυτό το βασικό θέμα, τότε θα αποτύχη και στούς επί μέρους σκοπούς τη ζωής.  Διότι τί νόημα μπορούν να έχουν οι επί μέρους σκοποί, όταν στο σύνολό της η ανθρώπινη ζωή δεν έχει νόημα ;
 Ήδη από το πρώτο κεφάλαιο της Αγίας Γραφής δηλώνεται ο σκοπός της ζωής μας, όταν ο ιερός συγγραφεύς μας λέγει, ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του».  Διαπιστώνουμε, έτσι, την μεγάλη αγάπη που έχει ο εν Τριάδι Θεός για τον άνθρωπο.  Δεν τον θέλει απλώς ένα ον με κάποια χαρίσματα, κάποια προσόντα, κάποια ανωτερότητα από την υπόλοιπη κτίσι, αλλά τον θέλει θεό κατά Χάριν.  Ο άνθρωπος φαίνεται εξωτερικά ότι είναι μία βιολογική απλώς ύπαρξις, όπως τα άλλα έμβια όντα, τα ζώα.  Είναι, βέβαια, ζώον, αλλά «ζώον...τη πρός Θεόν νεύσει θεούμενον», όπως χακτηριστικά λέγει  Άγιος Γργόριος ο Θεολόγος (Λόγος εις τα Θεοφάνεια,MPG36,13).  Είναι το μόνο ον, που ξεχωρίζει απ’ όλη την δημιουργία, το μόνο που μπορεί να γίνει θεός.
Το «κατ’ εικόνα» σημαίνει χαρίσματα, που έδωσε ο θεός μόνο στον άνθρωπο, ξεχωριστά απ’ όλα τα πλάσματά Του, ώστε να αποτελή εικόνα του Θεού.  Αυτά τα χαρίσματα είναι : Ο λογικός νούς, η συνείδησις, το αυτεξούσιο, δηλαδή, η ελευθερία, η δημιουργικότητα, ο έρως και ο πόθος του απόλύτου και του Θεού, η προσωπική αυτοσυνειδησία και ότι άλλο κάνει τον άνθρωπο να είναι υπεράνω όλης της δημιουργίας των εμβίων όντων και τον κάνει να είναι άνθρωπος και προσωπικότης.
Ότι δηλαδή  κάνει τον άνθρωπο πρόσωπο, αυτά είναι τα χαρίσματα του «κατ’ εικόνα». Έχοντας το «κατ’ εικόνα» καλείται ο άνθρωπος να αποκτήση το  «καθ’ ομοίωσιν», δηλαδή την θέωσι.  Ο Δημουργός Θεός κατά φύσιν, καλεί τον άνθρωπο να γίνει θεός κατά χάριν. Εδόθησαν, λοιπόν, από τον Θεό τα χαρίσματα του «κατ’ εικόνα» στον άνθρωπο για να φθάση πολύ ψηλά, να πετύχη με αυτά την ομοίωσί του με τον Θεό και Πλάστη του, να έχη μία όχι εξωτερική, ηθική σχέσι μαζί του, αλλά μία προσωπική ένωσι με τον Δημιουργό του. 
Είναι, ίσως, πολύ τολμηρό ακόμη και να λέγωμε και να σκεπτώμαστε, ότι σκοπός της ζωής μας είναι να γίνωμε θεοί κατά Χάριν.  Όμως, η Αγία Γραφή και οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν μας το απέκρυψαν.
Υπάρχει δυστυχώς άγνοια στούς  ανθρώπους εκτός της Εκκλησίας, αλλά και σε πολλούς μέσα στην Εκκλησία.  Διότι νομίζουν ότι σκοπός της ζωής μας είναι, στην καλλίτερη περίπτωσι, απλώς η ηθική βελτίωσί μας, το να γίνουμε καλλίτεροι άνθρωποι. Ενώ από το Ευαγγέλιο, από την παράδοσι της Εκκλησάς  και από τούς αγίους Πατέρας, μας παραδίδεται ότι σκοπός τς ζωής μας δεν είναι αυτό. Το να γίνη δηλαδή ο άνθρωπος μόνο καλλίτερος απ’ ότι είναι, ηθικώτερος,δικαιότερος, εγκρατέστερος,προσεκτικώτερος.  Όλα αυτά πρέπει να γίνουν, αλλά δεν είναι ο μεγάλος σκοπός, ο τελικός σκοπός, για τον οποίο ο Πλάστης και  Δημιουργός μας έπλασε τον άνθρωπο.  Ποιός είναι αυτός ο σκοπός ; Η θέωσις. Το να ενωθή ο άνθρωπος με τον Θεό, όχι με  ένα εξωτερικό ή συναισθηματικό τρόπο, αλλά οντολογικά, πραγματικά.
Τόσο υψηλά τοποθετεί η ορθόδοξος ανθρωπολογία τον άνθρωπο. Άν συγκρίνουμε τις ανθρωπολογίες όλων των φιλοσοφικών, κοινωνικών, ψυχολογικών συστημάτων με την ορθόδοξη ανθρωπολογία, θα διαπιστώσουμ πολύ εύκολα πόσο πτωχές είναι, πόσο δεν ανταποκρίνονται στον μεγάλο πόθο του ανθρώπου για κάτι πολύ μεγάλο κι αληθινό στη ζωή του.
Επειδή ο άνθρωπος είναι «κεκελευσμένος θεός», έχει, δηλαδή πλασθή για να γίνη θεός, αν δεν ευρίσκεται στην πορεία της θεώσεως, αισθάνεται ένα κενό μέσα του, ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά. Δεν χαίρεται, ακόμη κι όταν προσπαθή να καλύψη το κενό με άλλες δραστηριότητες.  Μπορεί να ναρκώνη τον εαυτό του, να κατασκευάζη ένα κόσμο φανταχτερό αλλά ταυτόχρονα πτωχό, μικρό, περιωρισμένο, και να εγκλωβίζεται, να φυλακίζεται μέσα σ’ αυτόν κι ο ίδιος.  Μπορεί να οργανώνη, έτσι, τη ζωή του, ώστε να μή μένη ποτέ σχεδόν ήσυχος, μόνος με τον εαυτό του. Μπορεί με τούς θορύβους, την έντασι, την τηλεόρασι, το ραδιόφωνο, την συνεχή πληροφόρησι για οτιδήποτε,να προσπαθή σαν με ναρκωτικά να ξεχάση, να μή σκέφτεται,να μη ανησυχή, να μή θυμάται ότι δεν πορεύεται σωστά, ότι έχει ξεστρατίσει από τον σκοπό του.
Τελικά, όμως, δεν αναπάυεται ο ταλαίπωρος σύγχρονος άνθρωπος, έως ότου εύρη αυτό το κάτι άλλο, το ανώτερο πού υπάρχει πράγματι στην ζωή του, το αληθινό όμορφο και δημιουργικό.
Μπορεί ο άνθρωπος να ενωθή με τον Θεό ;  Μπορεί να κοινωνήση μαζί Του ;  Μπορεί να γίνει θεός κατά χάριν ;
Η Ενανθρώπισις του Θεού αιτία της θεώσεως του αννθρώπου
Λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να κάνη τον άνθρωπο Θεό.  Δεν θα μπορούσε ο άνθρωπος να πετύχη την θέωσι, αν ο Θεός δεν είχε σαρκωθή.
Στούς πρό Χριστού χρόνους ανεφάνησαν πολλοί σοφοί και ενάρετοι άνθρωποι.  Για παράδειγμα, οι αρχίοι Έλληνες είχαν φθάσει σε αρκετά υψηλά μέτρα φιλοσοφίας περί του αγαθού και περί του Θεού. Η φιλοσοφία τους μάλιστα περιείχε σπέρματα αλήθειας, τον λεγόμενο «σπερματικό λόγο».  Ήσαν άλλωστε πολύ θρησκευτικοί άνθρωποι, δεν ήσαν καθόλου άθεοι, όπως προσπαθούν να τούς παρουσιάσουν μερικοί σύγχρονοι που δεν γνωρίζουν καλά τα πράγματα.  Δεν εγνώριζαν βεβαίως τον αληθινό Θεό, ήσαν ειδωλολάτρες, όμως, ήσαν πολύ ευλαβείς, θεοφοβούμενοι.  Γι’ αυτό  όσοι παιδαγωγοί, διδάσκαλοι ή πολιτικοί άρχοντες, ασυνεπείς  προς τις μνήμες του γένους των Ελλήνων επιχειρούν να βγάλουν από την ψυχή του ευσεβούς λαού μας την πίστι προς τον Θεό, χωρίς μάλιστα και την συγκατάθεσί του, αυτοί αποτολμούν μίαν «ύβριν», με την αρχαία σημασία της  λέξεως.  Αποτολμούν ουσιαστικά τον αφελληνισμό του, αφού η Παράδοσις των Ελλήνων, της αρχαίας, μεταγενεστέρας και νεωτέρας ιστορίας μας, είναι παράδοσις ευλαβείας και σεβασμού πρός τον Θεό, πάνω στην οποία βασίζεται όλη η παγκόσμιος πολιτιστική προσφορά του ελληνισμού.
Στην φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων διακρίνεται μία νοσταλγία για τον άνθρωπο θεό, για την εμπειρία του Θεού.  Ήσαν πιστοί, ευλαβείς, αλλά δεν είχαν την σωστή ολοκληρωνένη γνώσι του Θεού, έλειπε η κοινωνία του Θεού,  Δεν ήταν δυνατή η θέωσις.
Στην Παλαιά Διαθήκη, επίσης, έχουμε δικαίους και ενάρετους ανθρώπους.  Όμως, η πλήρης ένωσις με τον Θεό, η θέωσις γίνεται δυνατή,κατορθωτή, με την σάρκωση του Θεού Λόγου.
Αυτός είναι και ο σκοπός της ενανθρωπήσεως του Θεού.  Άν σκοπός της ζωής του ανθρώπου ήταν να γίνη απλώς ηθικά καλλίτερος, δεν ήταν ανάγκη να έλθη στον κόσμο ο Χριστός, να γίνη όλη αυτή η ιστορία της θείας Οικονομίας, της σαρκώσεως του Θεού, ο σταυρός, ο θάνατος, η ανάστασις του Κυρίου, όλα όσα πιστεύουμε οι Χριστιανοί ότι έγιναν διά του Χριστού.  Διότι και με τούς Προφήτας, με τους φιλοσόφους, με τούς δικαίους ανθρώπους και διδασκάλους θα μπορούσε να διδαχθή το ανθρώπινο γένος να γίνεται ηθικά καλλίτερο.
Γνωρίζουμε ότι ο Αδάμ και η Εύα παρεσύρθησαν από τον διάβολο και θέλησαν να γίνουν θεοί,όχι όμως συνεργαζόμενοι με τον Θεό, όχι με ταπείνωσι, με υπακοή, με αγάπη, αλλά βασιζόμενοι στήν δική τους δύναμι, στο δικό τους θέλημα, εγωϊστικά και αυτόνομα.  Η ουσία δηλαδή της πτώσεως είναι ο εγωϊσμός.  Έτσι υιοθετόντας το εγωϊσμό και την αυτάρκεια χωρίστηκαν από τον Θεό, και αντί να πετύχουν την θέωσι, πέτυχαν ακριβώς το αντίθετο : τον πνευματικό θάνατο.
Όπως λέγουν, οι Πατέρες της Εκκλησίας, Ο Θεός είναι ζωή. Όποιος, λοιπόν, χωρίζεται από τον Θεό, χωρίζεται από την ζωή.  Άρα ο θάνατος και η πνευματική νέκρωσις, ο φυσικός δηλαδή και ο πνευματικός θάνατος  ήταν το αποτέλεσμα της παρακοής των Πρωτοπλάστων.
Γνωρίζουμε όλοι τις συνέπειες της πτώσεως.  Ο χωρισμός από τον Θεό έρριψε τον άνθρωπο στην σαρκική, κτηνώδη και δαιμονιώδη ζωή.  Το λαμπρό δημιούργημα του Θεού έπεσε βαρειά άρρωστο, σχεδόν νεκρό.  Το «κατ΄εικόνα» αμαυρώθηκε. Ο άνθρωπος μετά την πτώση δεν έχει τις προϋποθέσεις, που είχε πριν αμαρτήση, για να προχωρήση στην θέωσι.  Σ΄αυτήν την κατάστασι της βαρειάς ασθένειας, σχεδόν νεκρός, δεν μπορεί πλέον να επαναπροσανατολισθή προς τον Θεό.  Χρειάζεται μία νέα ρίζα στην ανθρωπότητα. Χρειάζεται ένας νέος άνθρωπος, ο οποίος θα είναι υγιής και θα μπορή να προσανατολίση πάλι την ελευθερία του ανθρώπου πρός τον Θεό.
Αυτή η νέα ρίζα, ο νέος άννθρωπος,είναι ο Θεάνθρωπος, ο Ιησούς Χριστός,ο Υιός και Λόγος του Θεού, πού σαρκώνεται για να αποτελέση την νέα ρίζα, την νέα απαρχή, το νέο φύραμα της ανθρωπότητος. Με την σάρκωσι του Λόγου, όπως θεολογεί ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος, πραγματοποιείται μία Δευτέρα κονωνία Θεού και ανθρώπου.  Η πρώτη κοινωνία ήταν αυτή στον Παράδεισο.  Αυτή όμως διασπάσθηκε.  Χωρίσθηκε ο άνθρωπος από τον Θεό.  Ο πανάγαθος Θεός οικονόμησε τώρα μία άλλη, δευτέρα κοινωνία, ένωσι δηλαδή Θεού και ανθρώπων, που να μή μπορεί πλέον να διασπασθή.  Διότι αύτη η δευτέρα κοινωνία Θεού και ανθρώπων γίνεται στο πρόσωπο του Χριστού.
Ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού καί Πατρός, έχει δύο τέλειες φύσεις: την θεία και την ανθρωπίνη.  Οι δύο αυτές τέλειες φύσιες ενώνονται «ατρέπτως, ασυγχύτως, αχωρίστως, και αδιαιρέτως», στο ένα πρόσωπο του Χριστού, κατά τον περίφημο όρο της Αγίας Δ’ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος, που εν συνόψει αποτελεί την εν Πνεύματι Αγίω θεολογική πανοπλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας κατά παντός είδους Χριστολογικών αιρέσεων όλων των αιώνων.  Έτσι, έχουμε ένα Χριστό με δύο φύσεις την θεία και την ανθρωπίνη.
Τώρα πλέον η ανθρωπίνη φύσις διά της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού είναι τελεσίδικα ενωμένη με την θεία φύσι.  Διότι ο Χριστός είναι αιωνίως Θεάνθρωπος. Ως Θεάνθρωπος ανελήφθη στον ουρανό.  Ως Θεάνθρωπος θα έλθη να κρίνη το κόσμο στην Δευτέρα Παρουσία.  Άρα, λοιπόν, η ανθρωπίνη φύσις είναι τώρα ενθρονισμένη στούς κόλπους της Αγίας Τριάδος.  Δεν μπορεί πλέον τίποτε να χωρίση την ανθρωπίνη φύσι από τον Θεό.  Γι’ αυτό τώρα μετά την ενανθρώπισι του Κύρίου, - όσο κκαι αν αποσπασθούμε από τον Θεό -, αν θέλουμε εν μετανοία να ενωθούμε πάλι με τον Θεό, μπορούμε να το πετύχουμε.  Μπορούμε να ενωθούμε μαζί Του, να γίνουμε θεοί κατά Χάριν.
«ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ» έκδοσις Ι.Μητροπόλεως Λεμεσού,τεύχος 84,Μάιος-Ιούνιος 2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου