Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013









        . . .    το κάτι άλλο που μόνο του θα κάνει τη ζωή άξια να τήν ζείς.

       Πολλοί άνθρωποι στρέφονται στον Θεό σε στιγμές φόβου, δυστυχίας ή πόνου, όμως όταν αυτές οι στιγμές περάσουν, επιστρέφουν σε μιά ζωή πού δέν έχει καμιά απολύτως σχέση με την πίστη, και ζούν σαν ο Θεός να μήν υπήρχε. Επίσης, πολλοί άνθρωποι δεν πιστεύουν τόσο πολύ στόν Θεό όσο στη θρησκεία, όσο κι αν  αυτό μπορεί να ακούγεται παράξενο. Τούς αρέσει απλά να βρίσκονται στην εκκλησία, το βρίσκουν βολικό και άνετο. Πολλοί απ' αυτούς τούς ανθρώπους έχουν εξοικειωθεί από την παιδική τους ηλικία με την "ιερότητα" της εκκλησίας και των τελετουργιών. Εκεί τα πάντα είναι όμορφα, βαθιά, μυστηριακά-εντελώς διαφορετικά απ' ότι τα βρίσκουν στην καθημερινή παραφροσύνη και την κακία του κόσμου. Και χωρίς ποτέ να συλλογιστούν πάνω σ'αυτό ή να ψάξουν βαθύτερα οι άνθρωποι αυτοί συνεχίζουν να ζούν αυτή τη "θρησκευτικότητα". Όμως η θρησκευτικότητα δέν έχει σχεδόν καμιά σχέση με την "πραγματική ζωή". Η θρησκευτικότητα παρέχει καλές, καθαρές "εμπειρίες", κάνει ευκολότερη τη ζωή. Αλλά η θρησκεία μέσα σ' αυτό το σχήμα απομονώνεται και χωρίζεται από την αληθινή ζωή.
       Τελικά υπάρχει μιά τρίτη κατηγορία ανθρώπων : εκείνων πού θεωρούν τη θρησκεία σαν κάτι χρήσιμο και απαραίτητο για την ανθρώπινη κοινωνία,για το έθνος, για την οικογένεια, για τα παιδιά, για τούς ετοιμοθάνατους και τούς αρρώστους, για τη διατήρηση της τιμιότητος και της ηθικής. Με άλλα λόγια οι ,αυτοί οι .άνθρωποι περιορίζουν τη θρησκεία στη χρησιμότητά της. Θυμάμαι όταν ήμουν νέος ιερέας, πώς με πλησίαζαν οι μητέρες γιά να βοηθήσω στο ξερίζωμα κάποιας κακής συνήθειας των παιδιών τους μέσω της εξομολογήσεως. "Πέστε στό παιδί μου ότι ο Θεός βλέπει τά πάντα, έτσι θα φοβηθεί και δεν θα ξανακάνει εκείνο ή το άλλο ..."
       Η θρησκεία ως βοήθεια και παρηγοριά, η θρησκεία ως ένα είδος ψυχαγωγικής διασκέδασης με ιερά και υψηλά πράγματα, η θρησκεία ως χρησιμότητα. Σε όλα αυτά υπάρχει καποια δόση αληθείας, όμως όταν περιοριστεί μόνο σ'αυτά, η θρησκεία δεν είναι πιά πίστη, όπως την περιέγραψε ο απόστολος Παύλος στην αυγή του χριστιανισμού : " Έστι δε πίστις ελπιζομέων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ού βλεπομένων " (Εβρ. 11:1).
       Άς  συλλογιστούμε αυτά τα παραξάνενα λόγια :"ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ού βλεπομένων". Είναι παράξενα εξαιτίας μιά φαινομενικής αντιφάσεως : Άν ελπίζω σε κάτι, τότε πως γίνεται να είναι ήδη πραγματοποιημένο; Άν έχει ήδη πραγματοποιηθεί, τότε λογικά δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο να ελπίζω. Καί πώς είναι δυνατόν κάτι που δεν φαίνεται -ή με άλλα λόγια, κάτι πού αδύνατον να παρατηρήσουμε και νά εξετάσουμε- να φαίνεται και νά γνωρίζεται; Πώς μπορεί μέσα μου να γίνει βεβαιότητα , κάτι αυθεντικό και αληθινό, κάτι πραγματικό, αυτό πού εγώ ήδη κατέχω;
Ωστόσο ακριβώς μ'αυτό τον τρόπο, χρησιμοποιώντας αυτές τίς φαινομενικές αντινομίες, ο απόστολος Παύλος ορίζει την πίστη. Πρόσεξε πώς αυτός ο ορισμός δεν περιλαμβάνει τη λέξη Θεός. Αυτή η λέξη εμφανίζεται αργότερα, στούς επόμενους στίχους της επιστολής του. Εδώ μιλά για την πίστη ως μιά ξεχωριστή, χαρακτηριστικά ανθρώπινη κατασταση-ένα είδος χαρίσματος πού κατέχουν τα ανθρώπινα όντα.
       "Λοιπόν λές πώς είναι χάρισμα, όμως τί χάρισμα" ; Σ' αυτή την ερώτηση μπορούμε ν' απαντήσουμε ως εξής : είναι ο πόθος, η λαχτάρα, η ελπιδοφόρα προσδοκία γιά κάτι επιθυμητό, το αόριστο προαίσθημα για εκείνο το κάτι άλλο πού μόνο του θα κάνει τη ζωή άξια να τήν ζείς.

                 (Alexander Schmemann, Celebration of Faith, I Believe . . ."ΠΙΣΤΕΥΩ" εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου