Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

 


Εχτές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυχτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε η γυναίκα μου κι’ έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκομαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια.  Σιγόψελνα  λοιπόν  εκεί που ζωγράφιζα την Παναγία, κι’ η Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκειά φωνή της…

Αφού λοιπόν τελείωσα τη δουλειά μου κατά τα μεσάνυχτα, ξάπλωσα στο μεντέρι μου, κ’ η Μαρία ξάπλωσε και κείνη  κοντά μου και σκεπάστηκε και την πήρε ο ύπνος.  Έπιασα να συλλογίζουμαι τον κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τον εαυτό μου και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου και το παιδί μου.  Γύρισα και κοίταξα τη Μαρία που ήτανε κουκουλωμένη και δεν φαινότανε αν είναι άνθρωπος αποκάτω από το σκέπασμα.  Κ’ είπα: Ποιος μας συλλογίζεται; Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά μα δεν πιστεύουνε σε τίποτα, γι’ αυτό είπε ο Δαυίδ: «πας άνθρωπος ψεύστης». Γύρισα και κοίταξα το φτωχικό μας, πού ‘ναι σαν ξωκλήσι, στολισμένο με εικονίσματα και με αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ’ αρχοντόσπιτα της Βαβυλωνίας, κρυμμένο, σαν τον φτωχό που ντρέπεται μην τον δει ο κόσμος. Η καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη και κείνη μέσα μου.  Ένιωσα πως ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο, κ’ οι λογισμοί μου πως ήτανε και κείνοι  κρυμμένοι πίσω από το καταπέτασμα που χώριζε τον κόσμο από μένα, και πως άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας κόσμο.  Κι’ αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε η ψυχή μου πως μ έχουνε ξεχασμένον, κι η χαρά η μυστική, που τη νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κ’ ειρηνικά, κ’ η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με παράπονο.   Και φχαρίστησα Εκείνον, που κάνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο και που κάνει πλούσιους τους φτωχούς, χαρούμενους τους θλιμμένους, που δίνει μυστική συντροφιά στους  ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς του όσους βάλανε την ελπίδα σε Κείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεχτός με την συντριβή της καρδιάς, κατά τον Δαυίδ που λέγει «Κύριε, εν θλίψει  επλάτυνάς με»…

…Ολοένα, χωρίς να το καταλάβω, ανεβαίνανε  τα δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα για τον κόσμο και δάκρυα για μένα.  Δάκρυα για τον κόσμο, γιατί γυρεύει να βρει τη χαρά εκεί που δεν βρίσκεται’ και δάκρυα για μένα, γιατί πολλές φορές δείλιασα  τη φτώχια  και τους άλλους πειρασμούς, και δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα  δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα, χωρίς να περάσει μεγάλον πειρασμό.   Κι αντρειεύτηκα κατά το πνεύμα, κ’ ένοιωσα πως δεν φοβάμαι τη φτώχεια, παρά πως την αγαπώ.  Και κατάλαβα καλά, πως δεν πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει άλλο τίποτα από τον πόνο του ,γιατί από τον πόνο αναβρύζει η αληθινή χαρά κ’ η παρηγοριά, κ’ εκεί βρίσκουνται οι πηγές  της αληθινής ζωής. Αληθινά, η φτώχεια φοβερό θηρίο. Όποιος το νικήσει, όμως, και φτάξει να μην το φοβάται, θα βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη την αφοβιά τη δίνει ο Κύριος άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος.  Σ’ αυτόν τον πόλεμο που η αντρεία λέγεται ταπείνωση, και τα βραβεία είναι καταφρόνεση και ξευτελισμός, δεν βαστάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δεν περάσει από τη φωτιά της δοκιμής, δεν ένοιωσε αληθινά τί είναι η ζωή, και γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι η ζωή», και γιατί είπε «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε».  Όποιος δεν απελπίστηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πως υπάρχουνε κι άλλοι προστάτες γι’ αυτόν, παρεχτός του Θεού.

 Αυτά και άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη τη νύχτα, και τα μάτια μου τρέχανε.  Δεν ήξερε τί συλλογίζουμαι κανένας άνθρωπος, εκεί που ήμουνα τρυπωμένος, στο κουβούκλι  μου, ούτε καν η Μαρία που κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη.  Ο βοριάς έκανε μεγάλη ταραχή απ’ όξω, τα δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πως κλαίγανε και πως παρακαλούσανε ν’ ανοίξω να μπούνε μέσα να προσατευτούνε.   Το καντήλι έρριχνε το χρυσοκέρινο φέγγος του απάνου στα κονίσματα και στ’ ασημωμένο Ευαγγέλιο.  Δόξα σοι ο Θεός, καλά είμαστε! Μακάριος όποιος είναι ξεχασμένος.  Ο κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες με τις γυναίκες, παίζει χαρτιά.  Ο δυστυχής, γιορτάζει τον θάνατο του κορμιού του, που κάνει τόσα για να το φχαριστήσει.  Λες πως κερδίσανε την αθανασία, τώρα που ήρθε ο καινούργιος χρόνος, αντίς  να κλάψουνε που σιμώνουνε ολοένα στο τέλος αυτής της πονηρής ζωής. ‘Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τί ποιούσι». Τί κάνουνε;  Που πάνε;  Σε λίγο θα καταντήσουνε τα κόκκαλά τους, σαν  λιθάρια άψυχα θα γκρεμιστούνε τα παλάτια τους, θα σβήσει απ’ όλη τούτη η οχλοβοή κ’ η φωτοχυσία, σαν κάποιο πράγμα που δεν γίνηκε ποτές. Ω κατάδικοι, τί ξεγελιόσαστε; «Ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα κα ζητείτε ψεύδος»;

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου