Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016



Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
3
        Δεν είναι, λοιπόν, συμπτωματικό πως η βιβλική ιστορία της Πτώσης έχει και αυτή επίκεντρο την τροφή.  Ο άνθρωπος έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό.  Ο καρπός του ενός αυτού δένδρου, οποιαδήποτε άλλη  σημασία και άν έχει, δεν έμοιαζε με κανέναν από τους καρπούς του Παραδείσου : Δεν τον είχε δώσει, δεν τον είχε ευλογήσει ο  Θεός : μια τροφή που η βρώση της έμεινε καταδικασμένη να είναι κοινωνία μόνο με τον εαυτό της και όχι με το Θεό.  Είναι η εικόνα της αγάπης του κόσμου μόνο για τον κόσμο και η βρώση από τον καρπό αυτό είναι η εικόνα της ζωής όταν την νοήσουμε ως αυτοσκοπό.
        Η αγάπη δεν είναι εύκολο πράγμα και η ανθρωπότητα προτίμησε να μην ανταποδώσει την αγάπη του Θεού.  Ο άνθρωπος το έκανε αυτό συστηματικά, ώστε τώρα αυτό πέρασε μέσα στην «ατμόσφαιρα», καθώς λένε.  Το βρίσκει φυσικό να νιώθει τον κόσμο θολωμένο, όχι διαπερασμένο από τη μιά άκρη ως την άλλη από την παρουσία του θεού.  Το βρίσκει φυσικό να μη ζεί μια ζωή ευχαριστίας απέναντι στο Θεό που του χάρισε τον κόσμο. Το βρίσκει φυσικό να μην είναι ευχαριστιακός.
        Ο κόσμος είναι ένας πεσμένος κόσμος, επειδή ξέπεσε μακριά από την επίγνωση πως ο Θεός είναι τα πάντα εν πάσι (all in all).  Το προπατορικό αμάρτημα που μαραζώνει τον κόσμο είναι η συσσώρευση αυτού του παραμελήματος του Θεού από μέρους μας.  Και ακόμα και η θρησκεία του πεσμένου αυτού κόσμου δεν μπορεί να γιάνει ή να τον νλυτρώσει, γιατί η θρησκεία αυτή δέχτηκε να περιορίσει το Θεό σε μιά περιοχή λεγόμενη «ιερή» («πνευματική», «υπερφυσική») – περιοχή αντίθετη απο το «βέβηλο» κόσμο.  Παραδέχτηκε την κοσμικότητα (secularism), που όλα θέλει να τα περιλάβει και που δοκιμάζει να κλέψει με τρόπο  τον κόσμο από τον  Θεό.
    Η φυσική εξάρτηση του ανθρώπου απο τον κόσμο ήταν προορισμένη να μεταμορφώνεται ολοένα σε κοινωνία με το Θεό, στον οποίο βρίσκεται κάθε ζωή.  Ο άνθρωπος ήταν προορισμένος να είναι ο ιερέας μιάς Ευχαριστίας, μιάς προσφοράς του κόσμου στο Θεό, και στην προσφορά αυτή να λαβαίνει το δώρο της ζωής.  Μα στον πεσμένο κόσμο ο άνθρωπος δεν έχει την ιερατική δύναμη να πράξει το όμοιο.  Η εξάρτησή του από τον κόσμο τον βραχυκυκλώνει, η αγάπη του ξεστρατίζει από τον προσανατολισμό της.  Εξακολουθεί να αγαπάει, εξακολουθεί να πεινάει.  Γνωρίζει πως εξαρτάται απο εκείνο που βρίσκεται πέρα από αυτόν.  Η αγάπη του όμως και η εξάρτησή του πηγαίνουν  μονάχα στον κόσμο καθαυτόν.   Δε γνωρίζει πως η ανάσα του μπορεί να γίνει κοινωνία με το Θεό.  Δεν καταλαβαίνει πώς με το φαγητό του μπορεί να λάβει από το Θεό μια ζωή που προχωράει πέρα από τη φυσική σημασία της.  Λησμονάει πώς ο  κόσμος,  ο αέρας του ή οι τροφές του δεν μπορούν απο μόνα τους να γεννήσουν ζωή, παρά μονάχα όταν τα λαβαίνομε και τα δεχόμαστε για χάρη του Θεού, μέσα στο Θεό, ως πράγματα που μεταφέρουν το θεϊκό δώρο της ζωής.  Απο μόνα τους μπορούν να γεννήσουν μονάχα μια φαινομενική ζωή.
    Όταν βλέπομε τον κόσμο ως αυτοσκοπό, το κάθε πράγμα γίνεται αυταξία, χάνει επομένως κάθε αξία.  Ο λόγος είναι πώς μονάχα στο Θεό βρίσκεται το νόημα (αξία) του κάθε πράγματος και ο κόσμος γεμίζει νόημα μονάχα όταν γίνεται το «μυστήριο» (sacrament) της παρουσίας του Θεού.  Τα πράγματα, θεωρημένα απλά και μόνο ως πράγματα καθαυτά, αυτοκαταστρέφονται, επειδή μονάχα μέσα στο Θεό αποχτούν την οποιαδήποτε ζωή τους.  Ο φυσικός κόσμος, αποκομμένος από την πηγή της ζωής, είναι ένας κόσμος που πεθαίνει.  Όποιος νομίζει πώς η τροφή καθαυτή αποτελεί την πηγή της ζωής, τρώγοντας κοινωνεί με τον κόσμο αυτόν που πεθαίνει, κοινωνεί με το θάνατο.  Η ίδια η τροφή είναι νεκρή, είναι ζωή απονεκρωμένη που πρέπει να διατηρηθεί σε ψυγεία σαν πτώμα.
        Τά γάρ οψώνια της αμαρτίας θάνατος.  Η ζωή που ο άνθρωπος διάλεξε ήταν μόνο μιά φαινομενική ζωή.  Ο Θεός του έδειξε πως μοναχός του αποφάσισε ο άνθρωπος να φάει το ψωμί του με τον τρόπο που θα τον έκανε απλά και μόνο να διαβεί πίσω στη γή όθε και αυτός ο ίδιος και το ψωμί του πάρθηκαν : ότι γή εί και εις γήν απελεύση.  Ο άνθρωπος έχασε την ευχαριστιακή ζωή, έχασε τη ζωή της ζωής, έχασε τη δύναμη να μετασχηματίσει τη ζωή σε Ζωή.  Έπαψε να είναι ο ιερέας του κόσμου και έγινε ο σκλάβος του κόσμου.
        Στην αφήγηση του Παραδείσου αυτό έγινε το δειλινό : δηλαδή τη νύχτα.  Και ο Αδάμ,όταν άφησε τον Παράδεισο, όπου η ζωή έμελλε να είναι ευχαριστία – μια ευχαριστιακή προσφορά του κόσμου στο Θεό – οδήγησε τον κόσμο ολόκληρο, σα να λέγαμε, στη σκοτεινιά.  Σε ένα από τα ωραία κομμάτια  της βυζαντινής Υμνογραφίας ο Αδάμ παρασταίνεται καθισμένος έξω, αντικρίζοντας τον Παράδεισο, κλαίγοντας. Εκάθεισεν Αδάμ απέναντι του Παραδείσου και την ιδίαν γύμνωσιν θρηνών ωδήρετο . . .   Είναι η εικόνα του ανθρώπου.

Alexander Schmemann,  “For the Life and the World”, «Για να Ζήσει ο Κόσμος» εκδ. Αρμός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου