Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016



Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
 4
        Εδώ μπορούμε για λίγο να διακόψομε το θέμα αυτό της τροφής.  Αρχίσαμε με αυτό για να απαλλάξομε του όρους «μυστηριακός» και «ευχαριστιακός» από τους συνειρμούς πού απόχτησαν μέσα στη μακρόχρονη ιστορία της τεχνικής θεολογίας, όπου τους χρησιμοποιούν αποκλειστκά μέσα στα πλαίσια του «φυσικού» σε αντίθεση με το «υπερφυσικό» και του «ιερού»  σε αντίθεση με το «βέβηλο», μέσα στην ίδια παναπεί αντίθεση ανάμεσα στη θρησκεία και στη ζωή, που αφήνει τη ζωή τελικά δίχως λύτρωση και θρησκευτικά δίχως νόημα.  Σύμφωνα με την άποψή μας όμως το «προπατορικό» αμάρτημα δεν είναι πρωταρχκά πώς ο άνθρωπος «παράκουσε» το Θεό.  Το αμάρτημα είναι πώς έπαψε να πεινάει για Εκείνον και μόνο για Εκείνον, έπαψε να βλέπει τη ζωή του ολάκερη εξαρτημένη από ένα κόσμο που ήταν ολάκερος ένα μυστήριο (sacrament) κοινωνίας με το Θεό.  Το αμάρημα στάθηκε πώς ο άνθρωπος στοχάστηκε το Θεό  σύμφωνα με την άποψη της θρησκείας, δηλαδή το Θεό σε αντίθεση με τη ζωή.  Η μόνη πραγματική πτώση του ανθρώπου είναι η μή ευχαριστιακή ζωή του μέσα σε ένα μη ευχαριστιακό κόσμο. Η  πτώση δεν είναι πώς προτίμησε τον κόσμο από τον Θεό, πώς διατάραξε την ισορροπία ανάμεσα στα πνευματικά και στά υλικά πράγματα, αλλά πώς έκανε τον κόσμο υλικόν ενώ έπρεπε να τον μετασχηματίσει σε «ζωή εν Θεώ», να τον γεμίσει νόημα και πνεύμα.
        Αλλά το χριστιανικό ευαγγέλιο είναι πώς ο Θεός δεν παράτησε τον άνθρωπο στην εξορία του, στενεμένο από την ταραχή της νοσταλγίας.  Δημιούργησε  τον άνθρωπο «με την καρδιά Του» (“After His own heart”, αμερικανισμός που σημαίνει :με αγάπη, με λαχτάρα.) και για Εκείνον, και ο άνθρωπος πάλεψε ελεύθερος να δώσει απόκριση στη μυστηριακή πείνα που κουβαλούσε μέσα του.  Στη φάση αυτή  του ριζικά ανεκπλήρωτου για τον άνθρωπο, όπου ο εξόριστος ψηλαφούσε να βρεί τον Παράδεισο, Εκείνος έστειλε φώς.  Και το έκανε αυτό,  όχι σα μιά σωσίβια επιχείρηση για να αναχτήσει το χαμένο άνθρωπο : το έκανε μάλλον για να συμπληρώσει αυτό που Εκείνος καταπιάστηκε από την αρχή. Ο Θεός ενέργησε με τρόπο που ο άνθρωπος να μπορέσει να καταλάβει πραγματικά ποιός ήταν και κατά πού τον οδηγούσε η πείνα του.
       Το φώς πού έστειλε ο Θεός ήταν ο Υιός Του: το ίδιο φως πού πάντα έλαμπε ανέσπερο μέσα στα σκοτάδια του κόσμου, ιδωμένο τώρα ολόλαμπρο.
        Προτού έρθει ο Χριστός, ο Θεός Τον είχε επαγγελθεί στον άνθρωπο.  Το  έκανε αυτό μεγαλότροπα, μιλώντας διάμεσα από τούς προφήτες του Ισραήλ, αλλά καί με πολλούς άλλους τρόπους με τούς οποίους Εκείνος επικοινωνεί με τον άνθρωπο.  Εμείς πιστεύομε ως Χριστιανοί πώς ο Χριστός , πού είναι η αλήθεια σχετικά και με το Θεό και με τον άνθρωπο, δίνει μια πρόγευση της σάρκωσής Του σε όλες τις αποσμασματικές αλήθειες.  Πιστεύομε ακόμα εμείς πώς ο Χριστός είναι παρών σε κάθε ζητητή της αλήθειας.  Η Simone Weil είπε πως με όση γρηγοράδα και να μακραίνει κανένας από το Χριστό – αν πηγαίνει  προς εκείνο που θεωρεί για αληθινό – στην πραγματικότητα πηγαίνει ολόισια στην αγκαλιά του Χριστού.
        Πολλές αλήθειες για το Θεό αποκαλύφτηκαν ακόμα μέσα στη μακρόχρονη ιστορία της θρησκείας και τούτο μπορεί να αποδειχτεί για το Χριστιανό, αν κανένας αναφερθεί στον αληθινό κανόνα του Χριστού.  Στις μεγάλες θρησκείες που χάρισαν μορφή στις ανθρώπινες επιδιώξεις, ο Θεός παίζει με μια ορχήστρα του απέχει πολύ απο το σωστό τόνο, αλλά που συχνά μας έδωσε θαυμαστή και πλούσια μουσική.
        Χριστιανισμός σημαίνει στο βάθος το τέλος κάθε θρησκείας. Στην ευαγγελική ιστορία της Σαμαρίτισσας στο πηγάδι ο Ιησούς το ξεκαθάρισε αυτό. Κύριε, λέει σε Εκείνον η γυναίκα, θεωρώ ότι προφήτης εί σύ. Οι πατέρες ημών εν τώ όρει τούτω προσεκύνησαν και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις  εστί ο τόπος όπου δεί προσκυνείν.  Ο Ιησούς της λέει : Γύναι, πίστευσόν  μοι ότι έρχεται ώρα ότε ούτε εν τώ όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω πατρί... αλλ΄έρχεται ώρα, και νύν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία και γαρ ο πατήρ τοιούτους ζητεί τούς προσκυνούντας  αυτόν (Ιωάν. 4,19-21,23). Του έκανε ένα ερώτημα γιά τη λατρεία και ο Χριστός αποκρίθηκε αλλάζοντας ολόκληρη την προοπτική του ζητήματος. Πραγματικά σε κανένα μέρος της Καινής  Διαθήκης δεν παρουσιάζεται ο Χριστιανισμός ως λατρεία ή ως θρησκεία.  Η θρησκεία χρειάζεται εκεί όπου υπάρχει ένα τείχος διαχωριστικό ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο.  Μα ο Χριστός πού είναι και Θεός και άνθρωπος γκρέμισε το τείχος ανάμεσα στον άνθρωπο και στο Θεό.  Ο Χριστός εγκαινίασε μιά νέα ζωή και όχι μιά νέα θρησκεία.
        Αυτή η ανεξαρτησία της πρώτης Εκκλησίας από τη «θρησκεία», με τη συνηθισμένη κατά παράδοση σημασία αυτής της λέξης, είναι πού οδήγησε τούς ειδωλολάτρες να κατηγορήσουν τούς Χριστιανούς για αθεϊσμό.  Οι Χριστιανοί δε νοιάζονταν διόλου για ιερή γεωγραφία και οι ναοί και η λατρεία τους ήταν τέτοια πού δεν μπορούσαν να γίνουν παραδεχτά από τις  γενιές θρεμμένες με την επισημότητα των μυστηριακών τελετών.  Δεν υπήρχε ιδιότυπο θρησκευτικό ενδιαφέρον για τα μέρη εκείνα όπου έζησε ο Χριστός.  Δεν υπήρχαν προσκυνήματα.  Η παλιά θρησκεία είχε  χιλιάδες ιερούς τόπους και ναούς.   Για τούς Χριστιανούς όλα αυτά ήταν περασμένα ξεχασμένα.  Δεν υπήρχε ανάγκη για ναούς χτισμένους από λιθάρια : το σώμα του Χριστού, η ίδια η Εκκλησία, ο νέος λαός, ο συναθροισμένος γύρω από Εκείνον, ήταν ο μόνος πραγματικός ναός. Λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν . . .  (Ιωαν. 2,19).
        Η ίδια η Εκκλησία ήταν η νέα και ουράνια Ιερουσαλήμ.  Η Εκκλησία στην Ιερουσαλήμ  ήταν αντίθετα δίχως σημασία. Το γεγονός πώς ο Χριστός έρχεται και είναι παρών είχε μεγαλύτερη σημασία από τα μέρη όπου Εκείνος βρέθηκε. Η ιστορική πραγματικότητα του Χριστού φυσικά στάθητε το αδιαφιλονίκητο έδαφος της πίστης των πρώτων Χριστιανών.  Δε θυμόντουσαν όμως τόσο Εκείνον, όσο προπάντων ήξεραν πώς Εκείνος βρισκόταν μαζί τους.  Καί σε Εκείνον βρισκόταν το τέλος της «θρησκείας», επειδή Εκείνος ο ίδιος ήταν η Απόκριση σε όλες τις Θρησκείες, σε όλη την ανθρώπινη πείνα για Θεό, επειδή σε Εκείνον η ζωή πού είχε χαθεί για τον άνθρωπο – και που η θρησκεία μπορούσε μονάχα να τη συμβολίσει, να τη σημάνει, να την αναζητήσει – η ζωή αυτή είχε σε Εκείνον αποκατασταθεί για τον άνθρωπο. 

Alexander Schmemann,”For the Life and the World”, «Για να Ζήσει ο Κόσμος» εκδ. Αρμός   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου