Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015



Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
                                                                            2
        «Ο άνθρωπος είναι αυτό που τρώει». Τι όμως τρώει και γιατί ;  Τα ρωτήματα αυτά φαίνοναι απλοϊκά και άσχετα,όχι μόνο στον Feuerbach, φαίνονται ακόμα πιό άσχετα στούς θρησκευτικούς αντιπάλους του.  Σε τούτους, όπως και σε εκείνον, το φαγητό ήταν μιά υλική λειτουργία και το μόνο σημαντικό ρώτημα  ήταν : άν επιπρόσθετα ο άνθρωπος κάτεχε ένα πνευματικό «εποικοδόμημα».  Η θρησκεία είπε ναί.  Ο Feuerbach είπε όχι. Όμως και οι δύο απαντήσεις δόθηκαν μέσα στην ίδια αντίθεση του πνευματικού απέναντι στο υλικό.  Το  «πνευματικό» σε αντίθεση με το «υλικό», το «ιερό» σε αντίθεση με το «βέβηλο», το «υπερφυσικό» σε αντίθεση με το «φυσικό» - αυτά στάθηκαν για αιώνες τα μόνα παραδεχτά, τα μόνα κατανοητά καλούπια ή κατηγορίες της θρησκευτικής σκέψης και εμπειρίας.  Και ο Feuerbach, με όλον το ματεριαλισμό του, στάθηκε πραγματικά ένας φυσικός κληρονόμος του χριστιανικού «ιδεαλισμού» και της χριστιανικής «πνευματικότητας».
         Είδαμε πως η Βίβλος αρχίζει και αυτή με τον άνθρωπο ως ένα ον που πεινάει, με τον άνθρωπο  που είναι αυτό που τρώει.  Η προοπτική ωστόσο είναι ολότελα διαφορετική, γιατί πουθενά στη Βίβλο δε βρίσκομε τις διχοτομήσεις που αποτελούν για μας το αυτονόητο πλαίσιο κάθε πλησιάσματος προς τη θρησκεία.  Στη Βίβλο την τροφή που ο άνθρωπος τρώει, τον κόσμο που πρέπει να τον μοιράζεται για να ζήσει, του τον παρέχει  ο Θεός και του παρέχεται ως κοινωνία με το Θεό.  Ο κόσμος ως τροφή του ανθρώπου δεν είναι κάτι «υλικό» και περιορισμένο στις υλικές  λειτουργίες, επομένως διαφορετικό και αντίθετο από τις ιδιάζουσες «πνευματικές» λειτουργίες, με τις οποίες ο άνθρωπος συγγενεύει με το Θεό. Όλα όσα υπάρχουν είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο και όλα υπάρχουν για να γνωρίσουν το Θεό στον άνθρωπο, για να κάνουν τη ζωή του ανθρώπου κοινωνία με το Θεό.  Η θεϊκή αγάπη δημουργεί την τροφή και τη ζωή για τον άνθρωπο.  Ο Θεός ευλογάει όλα όσα δημουργεί, και στη βιβλική γλώσσα τούτο σημαίνει πως όλη τη δημουργία την κάνει το σημείο και το μέσο της παρουσίας  και της σοφίας Του, της αγάπης και της αποκάλυψής Του.  Γεύσαστε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος.
        Ο άνθρωπος είναι ένα ον πού πεινάει.  Πεινάει όμως για το Θεό.  Πίσω από όλες τις πείνες της ζωής μας βρίσκεται ο Θεός.  Κάθε πόθος είναι τελικά πόθος για Εκείνον.  Βέβαια δεν είναι μονάχα ο άνρωπος ένα ον πού πεινάει.  Όλα όσα υπάρχουν ζούνε «τρώγοντας».  Η δημιουργία ολόκληρη εξαρτάται από την τροφή.  Η μοναδική όμως θέση του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν βρίσκεται στο ότι μονάχα αυτός ευλογάει το Θεό για την τροφή και για τη ζωή που λαβαίνει από Εκείνον.  Μονάχα αυτός αποκρίνεται στην ευλογία του Θεού με την δική του ευλογία.  Το σημαντικό γεγονός γύρω από τη ζωή στον Παράδεισο είναι πως ο άνθρωπος ονομάζει τα πράγματα.  Μόλις δημουργήθηκαν τα ζώα για ναν μή μείνει ο Αδάμ ασυντρόφευτος, ο Θεός τα πηγαίνει στον  Αδάμ για να ν τα ονοματίσει.  Και παν ο εαν εκάλεσεν αυτό Αδάμ ψυχήν ζώσαν, τούτο όνομα αυτώ.  Στη Βίβλο ένα όνομα φανερώνει την ίδια την ουσία ενός πράγματος ή καλύτερα την ουσία του ως δώρου του Θεού.  Το όνομα φανερώνει το νόημα και την αξία που του έδωσε ο Θεός, τη γνώση ότι προέρχεται από το Θεό και τη γνώση της θέσης του και της λειτουργίας του μέσα στον κόσμο που δημιούργησε ο Θεός.
        Το όνομα ενός πράγματος, με άλλα λόγια, είναι η ευλογία πού κάνομε στο Θεό για το πράγμα αυτό και μέσα στο πράγμα αυτό.  Και στη Βίβλο να ευλογήσεις το Θεό δεν είναι μιά «θρησκευτική» ή μιά «τελετουργική» πράξη, αλλά ο ίδιος ο τρόπος της ζωής.  Ο Θεός ευλόγησε τον κόσμο, ευλόγησε τον άνθρωπο, ευλόγησε την έβδομη μέρα (δηλαδή τον καιρό), και αυτό σημαίνει πώς όλα όσα υπάρχουν ο Θεός τα γέμισε με την αγάπη Του και την αγαθότητα, όλα αυτά τα έκανε καλά λίαν.  Ώστε η μόνη φυσική (και όχι «υπερφυσική») αντίδραση του ανθρώπου, στον οποίο ο Θεός έδωσε αυτόν τον ευλογημένο και αγιασμένο κόσμο, είναι να ευλογεί με τη σειρά του το Θεό,να Τον ευχαριστεί, να βλέπει τον κόσμο όπως ο Θεός τον βλέπει - και στην πράξη αυτή της ευγνωμοσύνης και της λατρείας, να γνωρίζει, να ονομάζει και να κατέχει τον κόσμο.  Όλες οι λογικές, οι πνευματκές και οι υπόλοιπες ιδιότητες του ανθρώπου, πού τον ξεχωρίζουν από τα  άλλα πλάσματα, έχουν την εστία τους  και βρίσουν την τελική πλήρωσή τους στην  ικανότητα αυτή του ανθρώπου να ευλογεί το Θεό, να γνωρίζει  ας το πούμε έτσι, το νόημα της δίψας και της πείνας πού αποτελούν τη ζωή του.  “Homo sapiens”, “homo faber”… ναί, αλλά πρίν από όλα “homo adorans”.  O πρώτος, ο βασικός ορισμός του ανθρώπου είναι πώς ο άνθρωπος είναι ο ιερέας.  Στέκεται στο κέντρο του κόσμου και τον ενοποιεί με την πράξη αυτή, δηλαδή ευλογώντας το Θεό, δεχόμενος συνάμα τον κόσμο από το Θεό και προσφέροντάς τον πίσω στο Θεό.  Και γεμίζοντας με τούτη την ευχαριστία τον κόσμο, ο άνθρωπος μεταμορφώνει τη ζωή του, τη ζωή πού δέχεται από τον κόσμο, σε ζωή του Θεού, σε κοινωνία (communion).
        Ο κόσμος δημιουργήθηκε ως «ύλη», ως υλικό μιας ευχαριστίας που τα περιέχει όλα, και ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ως ο ιερέας του κοσμικού αυτού μυστηρίου (sacrament).  Οι άνθρωποι τα καταλαβαίνουν όλα αυτά, αν όχι με τη λογική, τουλάχιστο με το ένστικτό τους.  Αιώνες κοσμικότητας (secularism) δεν μπόρεσαν να μετασχηματίσουν το φαγητό σε κάτι το αυστηρά χρησιμοθηρικό.  Το φαγητό εξακολουθούμε να το αντιμετωπίζομε με σεβασμό. Ένα γεύμα εξακολουθεί να είναι μιά τελετή – το στερνό «φυσικό  μυστήριο» της οικογένειας και της φιλίας, της ζωής που είναι κάτι παραπάνω από «φαγητό» και «πιοτό».  Το φαγητό εξακολουθεί να είναι κάτι παραπάνω από μιά διατήρηση των σωματικών λειτουργιών μας.  Μπορεί ο κόσμος να μην καταλαβαίνει τι είναι αυτό το «κάτι παραπάνω», έχει όμως ωστόσο την επιθυμία να το τελεί.  Ο κόσμος εξακολουθεί να πεινάει και να διψάει για μυστηριακή ζωή.

Alexander Schmemann,”For the Life and the World,Γιά να Ζήσει ο Κόσμος», Εκδ. Δόμος
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου