Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018



Η θεία Κοινωνία, όπως λέει η ίδια η λέξη, είναι κοινωνία των προσώπων. Η κοινωνία των προσώπων με τον Χριστό και μεταξύ τους συντελείται στην έσχατη κατάσταση της ιστορίας.  Ωστόσο  εμείς ονομάζουμε κοινωνία αυτή την πρόγευση της έσχατης πραγματικότητας που τη ζούμε ως παρόν.  Την ζούμε ως παρόν όχι γιατί μπορέσαμε να το καταφέρουμε με τις δικές μας δυνάμεις, αλλά γιατί μας χαρίζεται αυτή η  δυνατότητα,  να είμαστε μία κοινωνία αγίων.

Η θεία Λειτουργία είναι το κέντρο της ζωής των πιστών. Ναι μεν έχει ως βάση την παράδοση της ευχαριστιακής πράξης από τον ίδιο τον Χριστό  κατά το τελευταίο δείπνο με τους  μαθητές του, τον Μυστικό Δείπνο, το περιεχόμενό της όμως το θεμελιώνει στο γεγονός της Πεντηκοστής, όταν το Άγιο Πνεύμα διά της επιφοιτήσεως συγκροτεί το σώμα της Εκκλησίας. Επομένως δεν είναι απλή ανάμνηση μια πράξης που άπαξ  τελέστηκε  κατά το Μυστικό Δείπνο, αλλά ένα διαρκές άνοιγμα προς την αιώνια Βασιλεία του Θεού. Το νόημά της το λαμβάνει εκ του μέλλοντος που γίνεται παρόν.  Η ευχαριστιακή πράξη στη θεία Λειτουργία είναι διαρκές παρόν της Βασιλείας του Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τέλος του πρώτου αιώνα ο συγγραφέας της Αποκάλυψης, ενός κειμένου   που αποτελεί  υπομνηματισμό της ευχαριστιακής εμπειρίας της χριστιανικής κοινότητας, περιγράφει τη θεία λειτουργία ως διαρκή πράξη που τελείται στον ουρανό, ως ουράνια λειτουργία.

Βέβαια το θέμα της μη συμμετοχής όλων των παρισταμένων πιστών στη θεία Κοινωνία είναι τεράστιο και δεν είναι τωρινό.  Άρχισε να εμφανίζεται από τον 9ο αιώνα, όταν οι πιστοί που είχαν λόγο να μην κοινωνήσουν παρέμεναν στον ναό, αντί να μεταβούν στον νάρθηκα.  Μετά τον  12ο αιώνα, όταν το δικανικό πνεύμα της Δύσεως άρχισε να επηρεάζει την Ορθόδοξη παράδοση, όλο  περισσότεροι πιστοί δεν προσέρχονταν στη θεία Κοινωνία, γι’ αυτό και άρχισε να εμφανίζεται ως αντίδραση η ύψωση του τέμπλου και η συνήθεια της μυστικής ανάγνωσης των περισσοτέρων ευχών της θείας Λειτουργίας. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας το φαινόμενο πήρε καθολικές πλέον διαστάσεις -οι πιστοί κοινωνούσαν μία ή δύο φορές το χρόνο.  Στα τέλη του 18ου αιώνα άρχισε να εμφανίζεται μία τάση διόρθωσης αυτής της απαράδεκτης κατάστασης, κυρίως με τη θεολογία που αναπτύσσεται από ομάδα αγιορειτών Πατέρων, γνωστών με την επωνυμία Κολυβάδες.  Χαρακτηριστικό είναι το σύγγραμμα του αγίου Μακαρίου Κορίνθου (επεξεργασμένο από τον άγιο Νικόδημο Αγιορείτη) με τίτλο Περί συνεχούς μεταλήψεως των αχράντων του Χριστού μυστηρίων. Το ζήτημα όμως δεν λύνεται και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αποτελεί θέμα μέγα, γιατί επιμένουμε να συγχέουμε τη δυνάμει αγιότητα, που είναι δώρο και χάρισμα του Θεού  σε μας, με μια δικανική ακρίβεια και καθαρότητα.  Δεν καταλαβαίνουμε ότι ούτως ή άλλως δεν είμαστε άξιοι της αγιότητας που μας χαρίζεται με τη θεία Κοινωνία, γιατί ένας είναι ο Άγιος, ένας ο Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, και χάρη σ’ αυτόν αποδεχόμαστε «απρουϋπόθετα» τη δωρεά της υιοθεσίας.


Ερώτηση: Θέλετε να πείτε ότι δεν χρειάζεται προετοιμασία για να κοινωνήσουμε; Εννοώ την εξομολόγηση και τη νηστεία.

Έχετε δίκιο, εκ πρώτης όψεως αυτό φαίνεται να εννοώ, ότι δηλαδή  δεν χρειάζεται να νηστέψω για να κοινωνήσω, ούτε χρειάζεται να προηγηθεί οπωσδήποτε εξομολόγηση. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα και θα ήταν βλασφημία έτσι απλουστευτικά να διατυπώσω μια τέτοια θέση. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι μια τέτοια αντίληψη εξάρτησης της θείας Κοινωνίας από την οδό της  μετανοίας  και την άσκηση της νηστείας αφαιρεί το στοιχείο της δωρεάς, της χάρης.  Όσο ενάρετος κι αν είμαι, όσο κι αν τηρώ τις παραπάνω προϋποθέσεις, δεν αποκτώ «δικαίωμα» να κοινωνήσω. Στη θεία Κοινωνία προσέρχομαι ως αμαρτωλός, ως ανάξιος, και αποδέχομαι τη δωρεά του Ουρανίου Πατρός.

               Δημήτρης   Μαυρόπουλος,  ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ, εκδόσεις Δόμος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου