Κυριακή 23 Ιουλίου 2017



Και οι δύο διαδικασίες  ξεκινούν πριν το θάνατο
-         Που πας; Ακούσθηκε μια φωνή με έντονη σκωτσέζικη προφορά.
        Σταμάτησα και κοίταξα γύρω μου. Είδα τα βουνά με την απαράλλακτη ανατολή και μπροστά δύο ή τρία πεύκα σε ένα μικρό λόφο, με μερικά λεία βράχια και ρείκια. Σε έναν από τους βράχους καθόταν ένας πανύψηλος άνδρας, σα γίγαντας, με μια γενειάδα που ανέμιζε. Έως τώρα δεν είχα προσέξει  ακόμα  κάποιον από τους Λαμπρούς Ανθρώπους κατάματα . Τώρα που το έκανα, διαπίστωσα πως  τους βλέπει κανείς με κάποιου είδους  διπλή όραση. Μπροστά μου βρισκόταν ένας ένδοξος, ολόλαμπρος βασιλιάς, που το άχρονο πνεύμα του βάρυνε πάνω στο δικό μου σα φορτίο από ατόφιο χρυσάφι. Ωστόσο την ίδια στιγμή έβλεπα μπροστά μου ένα γέρο, ανεμοδαρμένο άνδρα, κάποιον που θα μπορούσε να είναι βοσκός – ο τύπος που οι τουρίστες θεωρούν «απλό» επειδή είναι ειλικρινής και οι γείτονες «με περιεχόμενο» για τον ίδιο λόγο.  Τα μάτια του είχαν τη διορατική όψη κάποιου π ου έχει ζήσει για καιρό σε ανοικτά, μοναχικά μέρη, και όλως παραδόξως κατάφερα να ξεχωρίσω τις ρυτίδες που τα περιζώνανε πριν η αναγέννηση τις ξεπλένει στην αιωνιότητα.
-          Δεν …δεν ξέρω ακριβώς, είπα εγώ.
-          Μπορείς να κάτσεις και να μιλήσουμε τότε, είπε κάνοντάς με χώρο δίπλα του στο βράχο.
-          Δε σας ξέρω κύριε, είπα εγώ και κάθισα δίπλα του.
-          Με λένε Τζορτζ, απάντησε. Τζορτζ Μακντόναλτν.
-          Α ! Αναφώνησα. Τότε εσύ μπορείς να μου πεις! Εσύ τουλάχιστον, δε θα με εξαπατήσεις. Και υποθέτοντας ότι αυτή η έκφραση εμπιστοσύνης χρειαζόταν κάποια εξήγηση, προσπάθησα με τρεμάμενη φωνή να εξηγήσω σε αυτό τον άνθρωπο πόσο πολύ είχαν επηρεάσει τα γραπτά του. Προσπάθησα να του πω, πως ένα δροσερό απόγευμα στο σταθμό Λέδερχεντ, τότε που αγόρασα για πρώτη φορά ένα αντίγραφο του Φανταστές (ήμουν τότε κιόλας δεκαέξι χρονών), υπήρξε για μένα ό,τι και για τον Δάντη η πρώτη θέα της Βεατρίκης : Εδώ ξεκινάει η Νέα Ζωή. Άρχισα να εξομολογούμε πόσο αυτή  η Ζωή είχε καθυστερήσει στην περιοχή της φαντασίας και μόνο . πόσο αργά και απρόθυμα παραδέχτηκα τελικά, ότι ο Χριστιανισμός του, είχε πολύ περισσότερα από μια τυχαία σχέση με την φαντασία. Πόσο σκληρά είχα προσπαθήσει να μη δω, ότι το πραγματικό όνομα της ποιότητας που με συνάντησε για πρώτη φορά στα βιβλία  του, είναι η Αγιότητα. Άπλωσε το χέρι του στο δικό μου και με σταμάτησε.
-          Γυιέ μου, είπε, η αγάπη σου, ή όποια αγάπη, έχει ανέκφραστη αξία για μένα. Αλλά μπορούμε να κερδίσουμε πολύτιμο χρόνο (εδώ ξαφνικά έμοιασε πολύ Σκωτσέζος)αν σε ενημερώσω, ότι γνωρίζω καλά αυτές τις βιογραφικές λεπτομέρειες.  Μάλιστα, πρόσεξα πως η μνήμη σου σε απατά σε μια ή δυο περιστάσεις.
-          Ω!, είπα εγώ και σιώπησα.
-          Είχες ξεκινήσει, είπε ο Δάσκαλός μου, να μιλάς για κάτι πιο επωφελές.
-          Κύριε, είπα, το είχα σχεδόν ξεχάσει. Και δεν έχω καθόλου άγχος για την απάντηση τώρα, αν και διατηρώ ακόμη μια περιέργεια. Θέλω να ρωτήσω σχετικά με αυτά τα Φαντάσματα. Μένει κανένα από αυτά; Μπορεί να μείνει; Τους προσφέρεται κάποια αληθινή επιλογή; Πώς γίνεται και βρίσκονται εδώ;
-          Δεν άκουσες ποτέ σου για τα Μνημόσυνα; Κάποιος με τα δικά σου προσόντα μπορεί να έχει διαβάσει γι’ αυτά στον Προυντέντιους, αν όχι στον Τζέρεμι Τέιλορ.
-          Η λέξη που φαίνεται γνωστή, κύριε, αλλά φοβάμαι πως ξέχασα τι σημαίνει.
-          Σημαίνει πως οι καταδικασμένοι κάνουν εκδρομές, περιπάτους, καταλαβαίνεις;
-          Εκδρομές σε αυτήν εδώ τη χώρα;
-          Όσοι τιε δεχτούν. Φυσικά τα περισσότερα από τα ανόητα  πλάσματα δεν το κάνουν. Προτιμούν να ταξιδεύουν πίσω στη Γη. Πηγαίνουν και κάνουν κόλπα στις ταλαίπωρες γυναίκες που αποκαλούμε μέντιουμ. Πάνε και προσπαθούν να πιστοποιήσουν την ιδιοκτησία σπιτιών που τους ανήκαν στο παρελθόν και έτσι έχουμε αυτό που λέμε Στοίχειωμα. Ή πηγαίνουν να κατασκοπεύσουν τα παιδιά τους. Ή  φαντάσματα λογοτέχνες, που τριγυρνούν στις δημόσιες βιβλιοθήκες για να δουν αν διαβάζει κανείς ακόμα τα βιβλία τους.
-          Αλλά αν έρθουν εδώ, μπορούν στ’ αλήθεια να παραμείνουν;
-          Βέβαια. Θα έχεις ακούσει ότι ο αυτοκράτορας Τραϊανός το έκανε.
-          Μα δεν καταλαβαίνω, δεν είναι η Κρίση τελική; Υπάρχει στ’ αλήθεια διέξοδος από την Κόλαση στον Παράδεισο;
-          Εξαρτάται από το πώς χρησιμοποιείς τις λέξεις. Αν αφήσουν πίσω τους εκείνη την γκρίζα πόλη, τότε δεν ήταν ποτέ Κόλαση.
        Μάλλον θα είδε πως έμοιαζα προβληματισμένος, γιατί αμέσως μετά συνέχισε:
-          Παιδί μου, είπε, στην παρούσα κατάσταση δεν μπορείς να καταλάβεις την αιωνιότητα. Όπως θα θυμάσαι στους Φανταστές, ο Άνοδος κοίταξε μέσα από την πόρτα του Άχρονου αλλά δεν έφερε πίσω κανένα μήνυμα. Μπορείς, όμως, να πάρεις μια ιδέα, αν πεις πως και τα δυο, καλό και κακό, όταν ωριμάσουν πλήρως, λειτουργούν αναδρομικά. Για εκείνους που θα σωθούν, όχι μόνον αυτή η κοιλάδα αλλά όλο το γνήσιο παρελθόν τους θα είναι Παράδεισος. Και στους καταδικασμένους, όχι μόνο  το λυκόφως εκείνης της πόλης αλλά και όλη τους η ζωή στη Γη, θα φαίνεται ότι ήταν μια Κόλαση. Αυτό ακριβώς παρεξηγούν οι θνητοί. Όταν αναφέρονται σε κάποιο προσωρινό βάσανο, λένε «Καμιά μελλοντική ευτυχία δεν μπορεί να μου το αναπληρώσει’, αγνοώντας Πως ο Παράδεισος μόλις κερδηθεί, θα λειτουργήσει και ανάστροφα μετατρέποντας ακόμα κι εκείνη την οδύνη σε δόξα. Κι όταν πάλι αναφέρονται σε κάποια αμαρτωλή απόλαυση, λένε «Ας έχω μόνο αυτό κι είμαι έτοιμος να δεχτώ οποιεσδήποτε επιπτώσεις», αγνοώντας ότι η Κόλαση θα εξαπλωθεί στο παρελθόν τους μολύνοντας τη χαρά της αμαρτίας τους. Και ο δύο διαδικασίες ξεκινούν πριν το θάνατο. Τ ο παρελθόν του καλού ανθρώπου αρχίζει να αλλάζει έτσι, ώστε οι συγχωρημένες αμαρτίες του και η ανάμνηση των θλίψεων προσλαμβάνουν την ποιότητα του Παραδείσου.  Το παρελθόν του κακού ανθρώπου ήδη συμμορφώνεται στην κακία του και γεμίζει ολόκληρο ζοφερότητα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στο τέλος όλων των πραγμάτων, όταν εδώ ανατείλει ο ήλιος και το λυκόφως γίνει σκοτάδι εκεί κάτω, αυτοί που σώθηκαν θα πουν: «Δε ζήσαμε πουθενά εκτός  από τον Παράδεισο», και οι Απολωλότες: «Ήμασταν πάντα στην Κόλαση».  Και όλοι θα λένε την αλήθεια…
-          Αυτό δεν είναι πολύ σκληρό, κύριε;
-          Θέλω να πω, ότι αυτό είναι το αληθινό νόημα  αυτού που θα πουν. Χωρίς αμφιβολία στην ίδια τη γλώσσα των Απολώλότων, τα λόγια είναι διαφορετικά.
-          Κάποιος θα πει, ότι πάντοτε υπηρέτησε την πατρίδα του σωστά ή όχι. Ένας άλλος ότι θυσίασε τα πάντα στην Τέχνη. Κάποιοι ότι ποτέ δεν ξεγελάστηκαν, ενώ άλλοι πως, δόξα τω Θεώ, πάντα έψαχναν για το Τέλειο. Και σχεδόν όλοι θα πουν, ότι τουλάχιστον υπήρξαν ειλικρινείς με τους εαυτούς τους.
-          Και οι Σωσμένοι;
-          Α,  οι Σωσμένοι… Αυτό που συμβαίνει σε αυτούς περιγράφεται καλύτερα σαν το ανάστροφο της οφθαλμαπάτης. Ό,τι νόμιζαν, όταν εισήλθαν σε αυτό, πως είναι η κοιλάδα της δυστυχίας, αποδεικνύεται όταν το ανακαλούν στη μνήμη τους, ότι ήταν μόνο ένα πηγάδι! Και όπου η τωρινή εμπειρία βλέπει μόνο ερήμους από αλάτι, η μνήμη έχει αληθινά καταγράψει λίμνες γεμάτες νερό.
-          Τότε λένε αλήθεια όσοι υποστηρίζουν, ότι ο Παράδεισος και η Κόλαση είναι απλά διανοητικές καταστάσεις;
-          Προς Θεού, όχι!, είπε αυστηρά. Μην βλασφημείς! Δεν είπες ως τώρα σωστότερη λέξη: η Κόλαση είναι πράγματι μια διανοητική κατάσταση! Και κάθε διανοητική κατάσταση, κλεισμένη στον εαυτό της, κάθε εγκλωβισμός ενός πλάσματος μέσα στη φυλακή του δικού του μυαλού, είναι εν τέλει Κόλαση.  Αλλά ο Παράδεισος δεν είναι κατάσταση διάνοιας.  Ο Παράδεισος είναι η «πραγματική» πραγματικότητα: ό,τι είναι πλήρως αληθινό, είναι Παράδεισος. Γιατί ό,τι μπορεί να κλονιστεί, θα γκρεμιστεί, και μόνο το ακλόνητο θα παραμείνει.
-          Μα υπάρχει πραγματική επιλογή μετά το θάνατο; Οι Ρωμαιοκαθολικοί φίλοι μου θα εκπλαγούν, γιατί γι’ αυτούς οι ψυχές στο Καθαρτήριο έχουν σωθεί.  Αλλά ούτε ένας στους Προτεστάντες φίλους μου θ’ αρέσει, γιατί λένε ότι το δένδρο μένει εκεί που πέφτει.
-          Έχουν και οι  δύο δίκιο, ίσως.  Μην μπερδεύεις τον εαυτό σου με τέτοιες απορίες.  Θα μπορέσεις να καταλάβεις σε όλο τους το βάθος τις συσχετίσεις της επιλογής και του Χρόνου, μόνο όταν ξεπεράσεις και τα δύο. Άλλωστε, δεν ήρθες εδώ για ν’ ασχοληθείς με τέτοιες απορίες.  Αυτό που σε ενδιαφέρει, είναι η φύση της ίδιας της επιλογής και ότι μπορείς να τη δεις να πραγματοποιείται.
-          Λοιπόν κύριε, είπα, και αυτό χρειάζεται εξήγηση. Τι είναι αυτό που επιλέγουν όσες ψυχές επιστρέφουν (δεν έχω δει ακόμα άλλους);
-          Ο Μίλτον είχε δίκιο, είπε ο Δάσκαλός μου.  Η επιλογή κάθε χαμένης ψυχής μπορεί να περιγραφεί με τις εξής λέξεις: «Καλύτερα να βασιλεύω στην Κόλαση παρά να υπηρετώ στον Παράδεισο». Πάντοτε υπάρχει στους ανθρώπους κάτι, που επιμένουν να το κρατούν ακόμα και με αντίτιμο τη δυστυχία.  Υπάρχει πάντα κάτι, που προτιμούν αντί για τη χαρά της αλήθειας, δηλαδή από την πραγματικότητα. Όπως ένα παραχαϊδεμένο παιδί, που θα προτιμούσε να χάσει το παιχνίδι και το φαγητό του, παρά να πει συγγνώμη και να συμφιλιωθεί. Στο παιδί το λέμε «μούτρα».  Στην ενήλικη ζωή όμως ,έχει εκατοντάδες ευπρεπή ονόματα : Αχίλλειος Οργή και Μεγαλείο του Κοριολανού. Εκδίκηση και Τραυματισμένη Αξιοπρέπεια. Αυτοσεβασμός και Τραγική Μεγαλειότητα/ Και Στοιχειώδης Περηφάνια.
-          Μα τότε κανείς δε χάνεται κύριε εξαιτίας της ανηθικότητας; Εξαιτίας της καθαρής φιληδονίας;
-      Μερικοί χάνονται, χωρίς αμφιβολία.  Ο φιλήδονος, για παράδειγμα, ξεκινά κυνηγώντας μια αληθινή, αν και μικρή απόλαυση. Η αμαρτία του σε αυτή τη φάση είναι ελάχιστη.  Αλλά έρχεται η ώρα όπου, απρ’ όλο που η ευχαρίστηση γίνεται ολοένα και μικρότερη και ο πόθος όλο και πιο σφοδρός, και παρόλο που ξέρει ότι η απόλαυση δεν πρόκειται να έρθει με αυτό τον τρόπο, ωστόσο αντί για τη χαρά προτιμά την απλή απόλαυση της ανικανοποίητης λαγνείας. Και δε θα αφήσει με τίποτα να του τη στερήσουν.  Θα πολεμήσει μέχρι θανάτου για να την κρατήσει.  Θα ήθελε να μπορεί να «ξύνεται».  Αλλά ακόμη και όταν δε θα μπορεί να «ξυθεί» άλλο, θα προτιμάει να έχει φαγούρα παρά να μην έχει.
        Έμεινε σιωπηλός  για λίγα δευτερόλεπτα κι ύστερα συνέχισε :
-          Καταλαβαίνεις πως υπάρχουν αμέτρητες εκδοχές αυτής της επιλογής. Μερικές φορές υπάρχουν εκδοχές, που ποτέ κανείς δε σκέφτηκε πάνω στη Γη. Ήταν ένα πλάσμα που ήρθε εδώ πριν λίγο καιρό και μετά ξαναγύρισε πίσω. Σερ Άρτσιμπαλτντ τον έλεγαν.  Στην επίγεια ζωή του δεν τον ενδιέφερε τίποτε άλλο εκτός από την Επιβίωση. Είχε γράψει τόνους βιβλία σχετικά με αυτήν  Στην αρχή ήταν πιο φιλοσοφικός ,αλλά στο τέλος ξεκίνησε τη Φυσική Έρευνα.  Κατέληξε να είναι η μόνη του απασχόληση. Έκανε πειράματα, έδινε διαλέξεις, διεύθυνε ένα περιοδικό. Επίσης ταξίδευε. Έπλαθε αλλόκοτες ιστορίες για θιβετιανούς λάμα και μυήθηκε σε αδελφότητες στην Κεντρική Αφρική.  Αποδείξεις και μετά περισσότερες αποδείξεις. Αυτό γύρευε όλο κι όλο. Τρελαινόταν όποτε έβλεπε κάποιον να ενδιαφέρεται για οτιδήποτε άλλο. Βρήκε μεγάλο μπελά κατά τη διάρκεια ενός από τους πολέμους σα, γιατί τριγυρνούσε εδώ κι εκεί λέγοντας σε όλους να μην πολεμάνε, διότι σπαταλούν πολλά χρήματα τα οποία έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για την Έρευνα. Λοιπόν, κάποτε αυτό το κακόμοιρο πλάσμα πέθανε και ήρθε εδώ. Και δεν υπήρχε δύναμη στο σύμπαν που θα μπορούσε να τον εμποδίσει να μείνε εδώ και ν’ ακολουθήσει το δρόμο προς τα βουνά. Νομίζεις όμως ότι αυτό τον ωφέλησε καθόλου; Κανείς δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για το ζήτημα της Επιβίωσης. Δεν υπήρχε τίποτα να αποδεχτεί. Αυτό που τον έτρωγε, είχε τελειώσει ολοκληρωτικά. Βέβαια αν είχε παραδεχτεί, ότι ταύτισε και μπέρδεψε τα μέσα με το σκοπό, και αν είχε ρίξει ένα γερό γέλιο με τον εαυτό του, τότε θα μπορούσε να ξεκινήσει πάλι από την αρχή σαν μικρό παιδί και να εισέλθει στη χαρά. Αλά δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνει αυτό. Δεν τον ένοιαζε καθόλου η χαρά. Τελικά έφυγε.
-          Απίστευτο!, είπα
-         Νομίζεις; Είπε ο Δάσκαλος ρίχνοντάς μου μια διαπεραστική ματιά. Είναι παραπάνω από απίστευτο. Υπήρχαν κάποιοι που τους διέφερε τόσο έντονα ν’ αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού, που κατέληξαν να μην ενδιαφέρονται για τον ίδιο το Θεό… Λες κι ο καλός Κύριος δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει από το να υπάρχει! Υπήρχαν άλλοι που ήταν τόσο απασχολημένοι με την διάδοση του Χριστιανισμού που ποτέ δε σκέφτηκαν ούτε στιγμή τον ίδιο τον Χριστό. Θεέ κα Κύριε! Μπορεί κανείς να το δει αυτό και σε πιο ασήμαντα θέματα. Δε γνώρισες ποτέ κανένα βιβλιόφιλο που, με τις πρώτες εκδόσεις και τα υπογεγραμμένα αντίγραφά του, έχασε τη δύναμη να τα διαβάζει; Ή ένα διοργανωτή φιλανθρωπιών που έχασε την αγάπη του για τους φτωχούς; Είναι η πιο πονηρή από όλες τις παγίδες.
        Παρακινούμενος από την επιθυμία ν’ αλλάξω θέμα, ρώτησα:
-          Γιατί οι Λαμπροί Άνθρωποι, αφού είναι γεμάτοι αγάπη, δεν πήγαν κάτω στην Κόλαση να σώσουν Φαντάσματα; Γιατί απλά αρκέστηκαν να τους συναντήσουν στην πεδιάδα; Θα περίμενε κανείς μια πιο μαχητική χειρονομία φιλανθρωπίας.
-          Αυτό θα το καταλάβεις καλύτερα ίσως πριν φύγεις, είπε. Πρέπει όμως να σου πω, ότι για χάρη των Φαντασμάτων έχουν κάνει πολύ περισσότερα από όσα μπορείς να καταλάβεις. Όλοι μας εδώ ζούμε μόνο για να ταξιδεύουμε όλο και πιο βαθιά μέσα στα βουνά.  Ο καθένας ,ας διέκοψε αυτό το ταξίδι και περπάτησε ξανά αμέτρητη απόσταση προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να κατέβει εδώ σήμερα, απλά και μόνο για την παραμικρή πιθανότητα να σώσει κάποιο Φάντασμα. Βέβαια είναι και ευχαρίστηση να το κάνεις, αλλά δεν μπορείς να κατηγορήσεις εμάς γι’ αυτό! Ούτε θα ήταν χρήσιμο να προχωρούσαμε παραπέρα, ακόμη κι αν αυτό ήταν δυνατό. Ο λογικός άνθρωπος δε θα πετύχαινε κάτι αν γινόταν τρελός ο ίδιος, για να βοηθήσει τους τρελούς ανθρώπους.
-          Αλλά τι γίνεται με τα καημένα τα Φαντάσματα που δεν ανεβαίνουν ποτέ στο λεωφορείο; Όλοι όσοι το επιθυμούν, ανεβαίνουν. Μη φοβάσαι. Υπάρχουν μόνο δύο είδη ανθρώπων στο τέλος. Αυτοί που λένε στο Θεό: «Ας γίνει το θέλημά Σου», και αυτοί που τελικά ο Θεός τους λέει: «Ας γίνει το θέλημά σου». Όλοι αυτοί είναι στην Κόλαση, είναι από επιλογή τους. Χωρίς αυτή την προσωπική επιλογή δε θα μπορούσε να υπάρχει Κόλαση. Όποιος ειλικρινά και ασταμάτητα επιθυμεί τη χαρά, δε θα νοσταλγήσει ποτέ την Κόλαση. Αυτοί που Ψάχνουν βρίσκουν. Σε αυτούς που κρούουν, θα τους ανοιχτεί.

 CLIVE STAPLES LEWIS, THE GREAT DIVORCE, ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ, (ένα όραμα, σαν ένα όνειρο) εκδ.Ι.Μ. ΠΡΕΒΕΖΑΣ 2010, κατόπιν αδείας της C S LEWIS Company LtdB

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου